“Τα πρώτα στοιχεία που προκύπτουν από τη πρώτη εβδομάδα εφαρμογής του εορταστικού ωραρίου με τα καταστήματα να είναι φέτος ανοικτά τις τρεις τελευταίες Κυριακές του έτους, δείχνουν πως το 2018 ο τζίρος των Χριστουγέννων ενδέχεται να κινηθεί οριακά καλύτερα από τα περυσινά επίπεδα”.
Αυτό αναφέρει σε άρθρο του ο κ. Βασίλης Κορκίδης, πρόεδρος ΕΒΕΠ & ΠΕΣ ΑΤΤΙΚΗΣ, για τις τάσεις και τις προσδοκίες της φετινής χριστουγεννιάτικης αγοράς.
Όπως αναφέρει:
Όπως αναφέρει:
“Ο εορταστικός τζίρος του Δεκεμβρίου το 2018, αναμένεται να κυμανθεί κοντά στα περυσινά 3,5 δις ευρώ και κάπως καλύτερα, αλλά βεβαίως πολύ μακριά από τα 5,4 δις ευρώ τζίρου το 2009. Η σωρευτική μείωση οκταετίας του χριστουγεννιάτικου τζίρου, υπολογίζονται στο -35%, με απώλειες σχεδόν 2 δις ευρώ.
Σε ετήσια βάση, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ του 2018, δείχνουν σταθεροποίηση του επιπέδου τζίρου λιανικής, με πρόβλεψη στα 42 δις ευρώ συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων και 35,5 δις εκτός καυσίμων. Το 2017 οι αντίστοιχοι τζίροι ήταν συνολικά στα 41,4 δις ευρώ και χωρίς τα καύσιμα στα 35 δις ευρώ . Οι εκτιμήσεις δείχνουν για το 2018 μία αύξηση στο τζίρο της λιανικής 1,1%-1,5%, επιβεβαιώνοντας εν μέρει τις προβλέψεις οριακής αύξησης της κατανάλωσης. Επισημαίνω ότι στην Αττική αναλογεί το 40% των φορολογουμένων, το 48% του δηλωθέντος εισοδήματος της χώρας, το 59% του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και το 58% του κύκλου εργασιών στο εμπόριο. Βεβαίως εκκρεμεί να διαπιστώσουμε το επίπεδο και την ανθεκτικότητα της καταναλωτικής δαπάνης, αφού τα εισοδήματα δεν αυξήθηκαν ούτε και φέτος, σε αντίθεση με τις οικονομικές υποχρεώσεις μας.
Σύμφωνα με έρευνες όπως αυτή της Deloitte, καταγράφεται ότι ο προϋπολογισμός των Ελλήνων για τις αγορές των Χριστουγέννων κυμαίνεται στα 450 ευρώ, όταν ο μέσος όρος των Ευρωπαίων καταναλωτών είναι 455 ευρώ.
Εν γένει η πορεία του τζίρου στα καταστήματα λιανικής, επηρεάζεται εν πολλοίς από τη πληθώρα φορολογικών υποχρεώσεων του Δεκεμβρίου, ύψους 5,6 δις ευρώ, που πρέπει να διευθετηθούν από 6 εκ. φορολογούμενους, έως το τέλος του έτους. Η φορολογική αφαίμαξη του Δεκεμβρίου περιλαμβάνει τη τελευταία δόση του φόρου εισοδήματος και ΕΝΦΙΑ, τη μηνιαία δόση στο πλαίσιο ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών, την καταβολή παρακρατούμενων φόρων από τις επιχειρήσεις, τον ΦΠΑ και το ΦΜΥ, καθώς την πληρωμή των τελών κυκλοφορίας 2018. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ευτυχώς 1,6 δις ευρώ θα διοχετευθούν στην οικονομία από τη χορήγηση του δώρου Χριστουγέννων σε 1,9 εκ. εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Το λιανικό εμπόριο επίσης αναμένει φέτος επιπλέον πληρωμές περίπου 1,5 δις ευρώ μέχρι 21 Δεκεμβρίου, μαζί με τους δικαιούχους επιδομάτων, το κοινωνικό μέρισμα και τα αναδρομικά, αλλά δυστυχώς λόγω της υπερφορολόγησης τα περισσότερα δεν θα πάνε στην εορταστική αγορά.
Οι δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών μεταξύ 2010 και 2018, μειώθηκαν κατά 31 δις ευρώ και η ιδιωτική κατανάλωση από τα 152 δις ευρώ στα 121 δις ευρώ, όταν το εισόδημα των Ελλήνων, δεν υπερβαίνει ετησίως τα 114 δις ευρώ. Επειδή λοιπόν εισόδημα και κατανάλωση είναι συγκοινωνούντα δοχεία, αυτό σημαίνει ότι πολλές οικογενειακές υποχρεώσεις καλύπτονται από τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών στις τράπεζες και αλλού, ενώ μετά από αρκετό καιρό παρατηρείται και πάλι μία αύξηση 15% στη χρήση πιστωτικών καρτών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ευρώπη η ετήσια ονομαστική κατά κεφαλήν καταναλωτική δαπάνη είναι 20.000 ευρώ στην ΕΕ- 27 και 21.413 ευρώ στην Ευρωζώνη, ενώ στην Ελλάδα 12.940 ευρώ που αντιστοιχεί στο 65% της ΕΕ.
Την περίοδο των Χριστουγέννων, μπορώ να πω, πως οι Έλληνες καταφέρνουμε να ανατρέπουμε πολλά στατιστικά και οικονομικά δεδομένα, αλλά μέσα στα όρια των καταναλωτικών δυνατοτήτων μας. Παρά το γεγονός ότι 6 στους 10 Έλληνες καταναλωτές φοβούνται να μην υπερβούν το διαθέσιμο οικογενειακό προϋπολογισμό και οι 2 στους 10 αισθάνονται άγχος και πίεση να καλύψουν τα χριστουγεννιάτικα ψώνια, εντούτοις η πλειοψηφία των Ελλήνων εστιάζει στην εύρεση έξυπνων δώρων για τις οικογενειακές και κοινωνικές τους υποχρεώσεις με τη συνολική δαπάνη να φθάνει ακόμα και τα 240 ευρώ, έναντι του ευρωπαϊκού μ.ο. των 340 ευρώ. Θετικό χαρακτηρίζεται το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια το κόστος του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού παραμένει σταθερό στα 82,5 ευρώ, παρά τις αυξήσεις του ΦΠΑ, σύμφωνα με την φετινή έρευνα του ΙΕΛΚΑ, με βάση τη μέση τιμή σε 22 κατηγορίες τροφίμων και μετά από τιμοληψίες στα Σούπερ Μάρκετ.
Σύμφωνα με το ΙΝΕΜΥ η αξιολόγηση της αγοράς για τη περίοδο των Χριστουγέννων, δείχνει ότι πολλές επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου πραγματοποιούν εντός του Δεκεμβρίου ακόμα και το 20% του ετήσιου τζίρου τους. Η πλειονότητα των καταναλωτών ξεκινά τις αγορές το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου, συνεχίζει πολύ έντονα την περίοδο 16-24 Δεκεμβρίου και μόνο 2 στους 10 κάνουν τις αγορές της τελευταίας στιγμής τη περίοδο μετά τα Χριστούγεννα έως και την 31η Δεκεμβρίου. Επίσης η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών οικογενειών στρέφεται στα φυσικά καταστήματα και το παραδοσιακό εμπόριο, αφού το διαδίκτυο επιλέγεται μόνο για ιδέες και τιμές. Αναλυτικότερα, το που και πόσα θα επιλέξουμε να ξοδέψουμε φέτος από τα 450 ευρώ που μας αναλογούν, σύμφωνα πάντα με την έρευνα, επιμερίζονται σε 157 ευρώ για φαγητό, 136 ευρώ για δώρα, 82 ευρώ για ταξίδια και 75 ευρώ για διασκέδαση. Αντίστοιχα ο μέσος όρος των Ευρωπαίων καταναλώνει 188 ευρώ για δώρα, 131 για φαγητό, 77 για ταξίδια και 49 ευρώ για διασκέδαση. Τα περισσότερα χρήματα τα Χριστούγεννα ξοδεύουν κατά σειρά οι Ισπανοί με 633 ευρώ, οι Βρετανοί με 614 ευρώ και οι Ιταλοί με 529 ευρώ, με τους Έλληνες να είμαστε στη 5η θέση της λίστας. Στην Ελλάδα η πρώτη καταναλωτική προτίμηση για τις εορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς είναι τα είδη ρουχισμού και υπόδησης, η δεύτερη το φαγητό και το ποτό και η τρίτη κατηγορία κατά σειρά επιλογής, είναι τα παιδικά παιχνίδια, ενώ κατά τη διάρκεια του 2018 παρατηρήθηκε μία μετατόπιση τζίρου κατά 4% από τα μικρά στα μεγαλύτερα καταστήματα.
Παρά τη παρατεταμένη οικονομική κρίση, και όσων έχουμε υποστεί τα τελευταία οκτώ χρόνια, οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς πάντα δημιουργούν προσδοκίες και αλλάζουν τη ψυχολογία μας προς το καλύτερο. Ομως σύμφωνα με την Eurostat σε επίπεδα φτώχειας και τον κίνδυνο αποκλεισμού βρίσκεται το 35% των πολιτών στην Ελλάδα όταν το 2008 ήταν 28%, ενώ ο ΟΟΣΑ επίσης αποκαλύπτει μία αισθητή επιδείνωση του ποσοστού παιδικής φτώχειας την περίοδο των μνημονίων. Αυτές οι θλιβερές επιδόσεις για την χώρα μας, αναγκάζουν το 15% των ελληνικών οικογενειών να δηλώνει ότι δεν μπορεί να αγοράσει χριστουγεννιάτικα δώρα, γι αυτό όσοι μπορούμε, σας παρακαλώ, ας μην τους ξεχάσουμε. Σας εύχομαι Καλά Χριστούγεννα!”.