Η Ελλάδα στην εποχή του ακριβού χρήματος

0

Η κυβερνητική επιλογή της υπερφορολόγησης και των υπερπλεονασμάτων σε συνδυασμό με το πολωμένο πολιτικό κλίμα δημιουργούν ένα συγκεκριμένο επενδυτικό περιβάλλον.

  • Η Ελλάδα προσελκύει μόνον εξαιρετικά βραχυπρόθεσμου χρονικού ορίζοντα κερδοσκοπικά funds.

Τον τελευταίο χρόνο δεν υπάρχει οικονομικός αναλυτής στο πλανήτη που να μην έχει προβλέψει το «τέλος της εποχής φθηνού χρήματος» και την συνεπακόλουθη άνοδο των επιτοκίων σε όλα τα βασικά νομίσματα.

Ο χορός των αυξήσεων των επιτοκίων ξεκίνησε –όπως συνήθως συμβαίνει- από την Αμερική και θεωρείται απλώς θέμα χρόνου η τάση αυτή να περάσει στην από ‘δω πλευρά του Ατλαντικού.

Το πολυετές πάρτυ των χρηματιστηρίων, με τους επενδυτές να μπορούν να δανείζονται κεφάλαια μηδενικού κόστους και να «φουσκώνουν» παράλογα τις αγορές τελείωσε. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε από την Αμερική το 2008, δέκα χρόνια αργότερα τελείωσε και τώρα οι αγορές και οι οικονομίες καλούνται να προσαρμοστούν στην αύξηση του κόστους χρήματος, στην άνοδο των επιτοκίων ώστε να έρθει μια ισορροπία ανάμεσα στην αξία του χρήματος και στην αξία των αγαθών, των υπηρεσιών και των προϊόντων.

Επιπλέον όλων αυτών,  στον πλανήτη ολόκληρο παρακολουθούν με δέος τις επιπτώσεις του παγκόσμιου εμπορικού πολέμου και τις τάσεις οικονομικού εθνικισμού και προστατευτισμού που συμπιέζουν τις μικρές κι ευάλωτες οικονομίες. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι οι κινήσεις των ΗΠΑ έχουν ήδη πλήξει την οικονομική δραστηριότητα παγκοσμίως και γι’ αυτό το ΔΝΤ υποβαθμίζει τις προβλέψεις του για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη.

Παρά τις προειδοποιήσεις της διεθνούς κοινότητας, παρά τις ικεσίες και τις εκκλήσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, η κυβέρνηση επέλεξε –σ’ αυτήν ακριβώς την κρίσιμη συγκυρία- όχι μόνον να επιστρέψει στους δανειστές τα υπόλοιπα 24 δις Ευρώ από το φθηνό χρήμα του Μνημονίου ΙΙΙ (που τόσο ακριβά πλήρωσαν οι Έλληνες με ύφεση και φόρους) αλλά επιπλέον να απορρίψει την διευκόλυνση μιας Προληπτικής Γραμμής Πίστωσης που είναι σχεδιασμένη για τέτοιες ακριβώς περιόδους.

Αντιθέτως η κυβέρνηση επέλεξε την «ακριβή» επιλογή του «μαξιλαριού ασφαλείας», απομονώνοντας τις Ελληνικές Τράπεζες από τη δυνατότητα φθηνού δανεισμού μέσω του προγράμματος Ποσοτικής Χαλάρωσης (το QE) της ΕΚΤ για όσο καιρό αυτό υπάρχει ακόμη.

Αρκεί να σημειωθεί ότι από τις 20 Αυγούστου -που έληξε επίσημα το μνημόνιο- μέχρι σήμερα οι τράπεζες έχουν χάσει σχεδόν το ένα τρίτο της χρηματιστηριακής τους αξίας, με τον τραπεζικό δείκτη να καταγράφει απώλειες της τάξης του 35%.

Στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, τα πράγματα είναι απλά:

  • Όπως συνήθως συμβαίνει, προτού ξεσπάσει μια διεθνής χρηματιστηριακή κρίση, οι επενδυτές αποσύρονται από τις περιφερειακές και πιο ευάλωτες αγορές. Εδώ και μήνες οι επενδυτές εγκαταλείπουν τις αναδυόμενες αγορές χρήματος και κεφαλαίου, την Ελλάδα και την Ιταλία στην Ευρώπη.

Στο χρηματιστήριο της Αθήνας, πολύ απλά οι αγοραστές είναι πολύ λιγότεροι από τους πωλητές. Αυτοί που πωλούν θέλουν να φύγουν από την Ελλάδα, δεν αισθάνονται ασφαλείς σε μια χώρα που επιμένει να μην τηρεί τα συμφωνηθέντα, δεν δείχνει διάθεση υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων και φαντασιώνεται ότι μπορεί να διαχειριστεί μόνη την παγκόσμια κρίση.

Αυτονόητα η αγορά παραδίνεται στις διαθέσεις των short sellers, οι τράπεζες δείχνουν ευάλωτες αφού τα κυβερνητικά σχέδια απορρίπτονται και ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να πείσει τα ξένα θεσμικά χαρτοφυλάκια για το αφήγημα της «καθαρής εξόδου» και της ανάκαμψης.