Παρά το κλίμα αμφισβήτησης που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια γύρω από τις πρωτοβουλίες ESG, η νέα έρευνα της Bain & Company καταγράφει ότι οι CEOs, οι καταναλωτές και οι αγοραστές B2B εξακολουθούν να αναγνωρίζουν τη βιωσιμότητα ως πηγή ουσιαστικού επιχειρηματικού οφέλους και αξίας.

Η τρίτη έκδοση του The Visionary CEO’s Guide to Sustainability 2025 της Bain & Company, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, δείχνει ότι η πτώση του ενδιαφέροντος για τη βιωσιμότητα μεταξύ 2023 και 2024 έχει φτάσει σε σημείο καμπής. Παρά το γεγονός ότι οι CEOs αναφέρονται λιγότερο συχνά στη βιωσιμότητα σήμερα, συνεχίζουν να την ενσωματώνουν ενεργά στις επιχειρηματικές τους πρακτικές. Η ανάλυση περισσότερων από 35.000 δηλώσεων 150 CEOs κορυφαίων εταιρειών για τα έτη 2018, 2022 και 2024, μέσω του εργαλείου AI Sustainability Pulse της Bain, αναδεικνύει μια ξεκάθαρη μετατόπιση: η βιωσιμότητα δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως ηθική ή κανονιστική υποχρέωση, αλλά ως στρατηγικός μοχλός επιχειρηματικής αξίας.

Η μελέτη, βασισμένη σε αναλύσεις απανθρακοποίησης (decarbonization) της Bain, καταδεικνύει ότι το 25% των παγκόσμιων εκπομπών CO₂ μπορεί να μειωθεί άμεσα και με θετικό οικονομικό αποτέλεσμα, μέσω δράσεων όπως η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας, ο κυκλικός σχεδιασμός και η ανάπτυξη τοπικών εφοδιαστικών αλυσίδων. Η έκθεση προτείνει στους CEOs να επιταχύνουν και να διευρύνουν αυτές τις πρακτικές, ενσωματώνοντάς τις στον επιχειρησιακό τους σχεδιασμό. Επιπλέον, 32% των διαθέσιμων τρόπων μείωσης εκπομπών μπορεί να καταστεί κερδοφόρο μεσοπρόθεσμα. Η πρόοδός τους θα καθοριστεί από παράγοντες όπως η πολιτική, η τεχνολογία και η συμπεριφορά των καταναλωτών.

Ο Δημήτρης Ψαρρής, Managing Partner της Bain & Company Greece, σημείωσε: «Μετά τα πρώτα χρόνια θέσπισης φιλόδοξων στόχων, οι CEOs έκαναν έναν ρεαλιστικό απολογισμό της ατζέντας βιωσιμότητας τους τον προηγούμενο χρόνο. Σήμερα, οι εταιρείες μιλούν λιγότερο για τη βιωσιμότητα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν προχωρούν στην υλοποίηση συγκεκριμένων δράσεων και στρατηγικών – αυτό που στη μελέτη μας ονομάζουμε “do-say gap”. Η βιωσιμότητα παραμένει υψηλή προτεραιότητα: οι πελάτες τη ζητούν, οι επενδυτές την απαιτούν και οι κίνδυνοι την καθιστούν αναγκαία. Η έρευνά μας δείχνει ότι ολοένα και περισσότεροι B2B αγοραστές επιλέγουν προμηθευτές που υιοθετούν βιώσιμες πρακτικές, ενώ οι καταναλωτές στρέφονται σε εταιρείες που προσφέρουν καινοτόμα, προσιτά και βιώσιμα προϊόντα. Εξίσου εντυπωσιακή είναι η αυξανόμενη αξιοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης για τη δημιουργία μετρήσιμης επίδρασης στη βιωσιμότητα. Οι επιχειρήσεις που προχωρούν σε αυτήν την κατεύθυνση το πράττουν όχι μόνο από ηθική ευθύνη, αλλά και επειδή τα απτά οικονομικά οφέλη είναι πλέον αδιαμφισβήτητα».

Η Τεχνητή Νοημοσύνη ως μοχλός βιωσιμότητας και επιχειρηματικής αξίας

Η υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης (ΤΝ) στη βιωσιμότητα παρουσιάζει σημαντική άνοδο, σύμφωνα με την έκθεση της Bain & Company. Οι επιχειρήσεις αξιοποιούν την ΤΝ για τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης, το περιορισμό αποβλήτων, τη βελτίωση της ασφάλειας στον χώρο εργασίας και την επίτευξη στόχων βιωσιμότητας. Σχεδόν 80% των 400 C-level στελεχών και υπευθύνων βιωσιμότητας που συμμετείχαν στην έρευνα σε εννέα χώρες# αναγνωρίζει τη μεγάλη δυνατότητα της ΤΝ, αν και πάνω από το ήμισυ βρίσκεται ακόμη στα αρχικά στάδια εφαρμογής. Το κορυφαίο 20% των στελεχών – κυρίως στον κλάδο της τεχνολογίας και της βιομηχανικής παραγωγής – αξιοποιεί την ΤΝ τρεις φορές συχνότερα για πρωτοβουλίες βιωσιμότητας και εστιάζει περισσότερο στη μακροπρόθεσμη δημιουργία αξίας.

Η έρευνα, ωστόσο, επισημαίνει ότι η ανάπτυξη της ΤΝ έχει και περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Το εργαλείο INTERSECT της Bain προβλέπει ότι σε σενάριο ταχείας ανάπτυξης, η ΤΝ και τα data centers θα μπορούσαν να εκπέμπουν έως 810 εκατομμύρια τόνους CO₂ ετησίως έως το 2035, που αντιστοιχούν στο 2% των παγκόσμιων και στο 17% των βιομηχανικών εκπομπών. Στις ΗΠΑ, ειδικότερα, οι εκπομπές που αποδίδονται στην ΤΝ μπορεί να ξεπεράσουν το 50% των βιομηχανικών εκπομπών μέσα στην επόμενη δεκαετία ενώ η Ευρώπη, με ταχύτερη διείσδυση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και πιο μετρημένη υιοθέτηση ΤΝ, αναμένεται να έχει σχετικά σταθερές εκπομπές.

Η βιωσιμότητα ως εμπορικό πλεονέκτημα

Οι επιχειρήσεις B2B αναγνωρίζουν ολοένα και περισσότερο τη σύνδεση μεταξύ βιωσιμότητας και εμπορικής αξίας. Σύμφωνα με έρευνα της Bain σε περισσότερους από 750 πελάτες B2B, σε κλάδους όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, οι χημικές και μεταλλευτικές βιομηχανίες και οι κατασκευές, το 50% δηλώνει ότι ήδη προμηθεύεται περισσότερο από εταιρείες που εφαρμόζουν βιώσιμες πρακτικές, ενώ σχεδόν το 70% σκοπεύει να ενισχύσει αυτές τις συνεργασίες μέσα στα επόμενα τρία χρόνια. Παράλληλα, το 90% των κορυφαίων στελεχών – των οποίων οι εταιρείες παρουσίασαν υψηλότερη ετήσια αύξηση εσόδων σε σχέση με συγκρίσιμες επιχειρήσεις του κλάδου – θεωρεί ότι η βιωσιμότητα θα έχει θετικό αντίκτυπο στην επιχείρηση μέσα στην επόμενη τριετία, ακόμη και σε αγορές όπου η κρατική υποστήριξη παραμένει περιορισμένη.

Οι καταναλωτές (B2C) εκφράζουν αντίστοιχη στάση απέναντι στη βιωσιμότητα. Από έρευνα της Bain σε περισσότερους από 14.000 καταναλωτές σε οκτώ χώρες*, προκύπτει ότι – παρά τη μείωση της ανησυχίας για περιβαλλοντικά ζητήματα λόγω γεωπολιτικής αβεβαιότητας και αυξημένου κόστους ζωής – τέσσερις στους πέντε εξακολουθούν να δείχνουν ενεργό ενδιαφέρον για τη βιωσιμότητα. Το 80% πιστεύει ότι οι ατομικές επιλογές έχουν ουσιαστική σημασία, ποσοστό ελαφρώς αυξημένο σε σχέση με τα προηγούμενα δύο έτη, κυρίως στις ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές. Σχεδόν το ένα τρίτο των ερωτηθέντων δηλώνει ότι εφαρμόζει καθημερινά περισσότερες από έξι βιώσιμες συνήθειες, ενώ το 70% επιδιώκει να υιοθετήσει ακόμη περισσότερες. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι Boomers έχουν υιοθετήσει περισσότερες νέες βιώσιμες πρακτικές από τη Generation Z τα τελευταία τρία χρόνια, κυρίως λόγω μεγαλύτερης οικονομικής ευχέρειας.

Οι προκλήσεις των καταναλωτών: κόστος και πληροφόρηση

Παρά την πρόοδο, οι καταναλωτές συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν εμπόδια. Το κόστος παραμένει το βασικότερο εμπόδιο για ένα βιώσιμο τρόπο ζωής, ειδικά στις ανεπτυγμένες αγορές. Στις ΗΠΑ, οι καταναλωτές δηλώνουν ότι είναι πρόθυμοι να πληρώσουν έως 13% premium για «πράσινα» προϊόντα, ενώ το πραγματικό premium ανέρχεται στο 28%, σύμφωνα με στοιχεία του Πανεπιστημίου NYU. Οι επιχειρήσεις μπορούν να μετατρέψουν αυτό το «χάσμα τιμής» σε ευκαιρία, επενδύοντας σε R&D και καινοτομία και υποστηρίζοντας τις κατάλληλες πολιτικές.

Μια ακόμη πρόκληση για τους καταναλωτές είναι η περιορισμένη γνώση γύρω από τα βιώσιμα προϊόντα. Παρότι πάνω από το 60% των καταναλωτών αισθάνονται βέβαιοι ότι μπορούν να εντοπίζουν βιώσιμες επιλογές, οι περισσότεροι δεν μπορούν να συγκρίνουν με ακρίβεια το «ανθρακικό αποτύπωμα» καθημερινών επιλογών τους. Σχεδόν οι μισοί επικαλούνται την έλλειψη σαφούς πληροφόρησης και διαφάνειας ως εμπόδιο. Η τεχνολογία βοηθά να καλυφθεί αυτό το κενό: περίπου το ένα τρίτο των χρηστών εργαλείων ΤΝ τη χρησιμοποιεί για προτάσεις προϊόντων φιλικών προς το περιβάλλον. Οι εταιρείες πρέπει να παρακολουθούν τι είναι σημαντικό για τους καταναλωτές και να παρέχουν δεδομένα με τρόπο που να είναι εύκολα προσβάσιμα τόσο από ανθρώπους όσο και από εργαλεία ΤΝ.

Ο Ανδρέας Κυριλής, Senior Partner της Bain & Company Greece, δήλωσε: «Η φετινή έκθεση ανατρέπει διαδεδομένους μύθους για τη βιωσιμότητα με τρεις βασικές παρατηρήσεις. Πρώτον, δεν υπάρχει στασιμότητα – οι επιχειρήσεις προχωρούν αντιμετωπίζοντας τη βιωσιμότητα ως σταθερή τάση της αγοράς. Δεύτερον, η βιωσιμότητα δεν είναι κόστος – χρησιμοποιείται ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από επιτυχημένες εταιρείες. Και τρίτον, η πώληση βιώσιμων προϊόντων απαιτεί διαφορετική στρατηγική, νέες δεξιότητες και εξειδικευμένα εργαλεία. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: βιωσιμότητα και επιχειρηματική επιτυχία μπορούν να εξελίσσονται παράλληλα, ωστόσο απαιτείται συνέπεια σε στόχους και δράσεις».