Προσωρινή λύση επιχειρεί να δώσει το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας στην αναστάτωση που επικρατεί γύρω από τα προγράμματα «Εξοικονομώ», καταφεύγοντας σε παρατάσεις, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος απώλειας σημαντικών χρηματοδοτήσεων που έχουν διασφαλιστεί από το Ταμείο Ανάκαμψης για την εφαρμογή τους.

Την προηγούμενη Παρασκευή, το ΥΠΕΝ ανακοίνωσε την παράταση 13 συνολικά προγραμμάτων εξοικονόμησης, που αφορούν τόσο νοικοκυριά όσο και επιχειρήσεις, με συνολικό προϋπολογισμό που υπερβαίνει τα 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ στην επισήμανση τονίστηκε ότι «διασφαλίζεται η ομαλή υλοποίηση των έργων, η πλήρης αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων και η μέγιστη ωφέλεια για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις».

Σύμφωνα με την Καθημερινή, η γραφειοκρατία που συνοδεύει τα προγράμματα από την υποβολή της αίτησης μέχρι την έναρξη των εργασιών μεσολαβούν επτά διακριτά στάδια καθώς και οι καθυστερήσεις στην έκδοση των αναγκαίων υπουργικών αποφάσεων, επιβαρύνουν την κατάσταση και κρατούν τα προγράμματα «παγωμένα».

Οι καθυστερήσεις αυξάνουν τα κόστη υλικών καθώς «τρέχει» ο πληθωρισμός, δίνοντας πάτημα και για υπερκοστολογήσεις, με αποτέλεσμα ένα ποσοστό των ωφελουμένων να υπαναχωρεί. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΤΕΕ, έχει διαπιστωθεί ότι ένα ποσοστό 10% των ωφελουμένων υπαναχωρεί κατά τη φάση υποβολής ηλεκτρονικής ταυτότητας και επιπλέον ένα 10%-15% στη συνέχεια.

Όπως αναφέρεται, εξαιρουμένου του «Εξοικονομώ 2021» που κινείται σε ικανοποιητικούς ρυθμούς, τα υπόλοιπα προγράμματα παρουσιάζουν σημαντικές καθυστερήσεις, ενώ το πρόγραμμα «Εξοικονομώ 2025» παραμένει σε εκκρεμότητα. Ο οδηγός του προγράμματος ορίζει ότι οι ωφελούμενοι έχουν προθεσμία 8 μηνών για την ολοκλήρωση των έργων και την υποβολή του φακέλου ολοκλήρωσης, με καταληκτική ημερομηνία την 28η Φεβρουαρίου 2026 ή όποια προηγηθεί. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί η σχετική υπουργική απόφαση για την έγκριση των αιτήσεων, γεγονός που καθιστά μη ρεαλιστική την υλοποίηση, ακόμα και με την παράταση έως τις 31 Μαρτίου 2026.

Ένα ακόμη πρόβλημα που διαπιστώθηκε από τον έλεγχο των αιτήσεων αφορά την αύξηση του εύλογου κόστους των εργασιών, η οποία οφείλεται στον σχεδιασμό του προγράμματος που, σε αντίθεση με τα προηγούμενα, δεν θέτει ανώτατα όρια κόστους.  Επιπλέον, η εφαρμογή του κριτηρίου των βαθμοημερών για την κατάταξη των αιτήσεων έχει δημιουργήσει έντονες γεωγραφικές ανισότητες, που ενδέχεται να οδηγήσουν σε μαζικές ενστάσεις.