Άρθρο του Μιχάλη Μάρκου, MBA, Διευθυντικό Στέλεχος-Σύμβουλος Επιχειρήσεων & Καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων/Marketing
Η εμπορική απαξίωση των αυτοκινήτων είναι ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα που απασχολούν τόσο τους αγοραστές όσο και τους πωλητές οχημάτων εδώ και πολλά χρόνια, ιδιαίτερα μετά την οικονομική κρίση που βίωσε η χώρα. Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για καινούργια είτε για μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, η αξία τους τείνει να μειώνεται με την πάροδο του χρόνου, καθιστώντας την αγορά ή την κατοχή ενός οχήματος μια οικονομική απόφαση που χρειάζεται προσεκτική σκέψη. Η απαξίωση, που απορρέει από τη μείωση της εμπορικής αξίας ενός οχήματος, δεν είναι απλώς ένα στατιστικό γεγονός, αλλά είναι ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο που συνδέεται με την προσφορά και τη ζήτηση, την τεχνολογία, τις εκπομπές ρύπων, την ψυχολογία των καταναλωτών και τα πρότυπά τους αλλά και με τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε χώρα.
Από τη στιγμή που ένα καινούργιο αυτοκίνητο βγαίνει από την αντιπροσωπεία και τίθεται σε κυκλοφορία, χάνει άμεσα ένα σημαντικό ποσοστό της αξίας του. Υπολογίζεται ότι κατά το πρώτο έτος κυκλοφορίας μπορεί να προκληθεί απώλεια έως και 20-30% της αρχικής του τιμής. Αυτό το φαινόμενο συχνά αποκαλείται και ως «απαξίωση στην πρώτη στροφή», μιας και το όχημα, αν και ουσιαστικά άθικτο από την ώρα που βγήκε από την έκθεση, θεωρείται πλέον μεταχειρισμένο. Αυτό που ενισχύει το φαινόμενο είναι η αντίληψη των αγοραστών πως ένα όχημα, ακόμα και λίγων μηνών, φέρει τον κίνδυνο χρήσης και φθοράς, ακόμη και αν βρίσκεται σε άριστη κατάσταση.
Η απαξίωση δεν σταματά στο πρώτο έτος. Κατά κανόνα, η αξία ενός αυτοκινήτου μειώνεται κατά 10-15% ετησίως για τα επόμενα 4-5 χρόνια. Πέραν της 5ετίας, ο ρυθμός απαξίωσης του οχήματος συνεχίζεται, με αποτέλεσμα κάθε επιπλέον χρόνο να χάνει ένα ποσοστό της τάξης του 3,5-5%, έως ότου συμπληρωθεί η 12ετία. Μετά τη 12ετία, η απαξίωση ενός αυτοκινήτου συνεχίζει με χαμηλότερους ρυθμούς και περιορίζεται περίπου στο 2% ανά διετία. Φυσικά, υπάρχουν εξαιρέσεις, ωστόσο η πλειοψηφία των οχημάτων ακολουθεί αυτή την πορεία. Η μείωση αυτή εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως το μοντέλο και η μάρκα του αυτοκινήτου, η χώρα προέλευσης, η φήμη της αξιοπιστίας του, το επίπεδο εξοπλισμού, καθώς και οι εξελίξεις στον τεχνολογικό τομέα ή οι οικολογικές απαιτήσεις της αγοράς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα αυτοκίνητα πολυτελείας και τα πιο «premium» μοντέλα, παρά το υψηλό αρχικό κόστος αγοράς, συχνά απαξιώνονται πιο γρήγορα σε σχέση με τα πιο φθηνά και μαζικής παραγωγής αυτοκίνητα. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι το κόστος συντήρησης και επισκευών αυξάνεται σημαντικά μετά τα πρώτα χρόνια, κάτι που αποθαρρύνει τους μελλοντικούς αγοραστές. Παράλληλα, η ραγδαία πρόοδος στην τεχνολογία ασφαλείας, την αποδοτικότητα και την κατανάλωση καυσίμου καθιστά τη νέα γενιά αυτοκινήτων πιο προηγμένη και επιθυμητή, μειώνοντας έτσι τη ζήτηση για παλαιότερα μοντέλα.
Τα τελευταία χρόνια, η απαξίωση των οχημάτων επέρχεται λόγω και των πολιτικών που υιοθετούνται σχετικά με τις εκπομπές ρύπων και την κλιματική αλλαγή. Τα αυτοκίνητα που κινούνται με ντίζελ έχουν υποστεί σημαντική μείωση στη μεταπωλητική τους αξία λόγω των περιορισμών σε πολλά μεγάλα αστικά κέντρα και της σταδιακής στροφής προς την ηλεκτροκίνηση. Σε χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία, τα παλιά ντιζελοκίνητα οχήματα υφίστανται περιορισμούς στην κυκλοφορία ή βαριά φορολόγηση, γεγονός που μειώνει τη ζήτησή τους και κατά συνέπεια και την τιμή τους. Παρόμοια πορεία ακολουθούν και τα βενζινοκίνητα αυτοκίνητα με υψηλές εκπομπές CO2.
Η στροφή προς την ηλεκτροκίνηση προσθέτει μια νέα διάσταση στην απαξίωση των οχημάτων. Αν και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα θεωρούνται το μέλλον της αυτοκίνησης, ακόμα και αυτά αντιμετωπίζουν το φαινόμενο της απαξίωσης για διαφορετικούς λόγους. Οι τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα των μπαταριών είναι μεγάλες, με αποτέλεσμα οι πρώτες γενιές ηλεκτρικών οχημάτων να έχουν ήδη ξεπεραστεί από νεότερα μοντέλα με μεγαλύτερη αυτονομία και ταχύτερους χρόνους φόρτισης. Επίσης, οι καταναλωτές εξακολουθούν να ανησυχούν για τη μακροχρόνια αξιοπιστία των μπαταριών, την υποδομή φόρτισης και το κόστος αντικατάστασης, γεγονός που οδηγεί σε συγκρατημένη ζήτηση για μεταχειρισμένα ηλεκτρικά οχήματα.
Στην περίπτωση των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, η απαξίωση είναι ακόμη πιο εμφανής και πολλές φορές πιο απρόβλεπτη. Όταν κάποιος αγοράζει ένα μεταχειρισμένο όχημα, θα πρέπει να γνωρίζει ότι η τιμή αγοράς του έχει ήδη υποστεί τη σημαντική μείωση των πρώτων ετών, ενώ η περαιτέρω μείωση εξαρτάται από παράγοντες όπως η συνολική κατάστασή του, το ιστορικό συντήρησης, ο αριθμός των χιλιομέτρων, η ύπαρξη ατυχημάτων και φυσικά η φήμη του μοντέλου. Ένα αυτοκίνητο που έχει συντηρηθεί σχολαστικά, με πλήρες ιστορικό service, χαμηλά χιλιόμετρα και ελάχιστη φθορά μπορεί να διατηρήσει την αξία του ευκολότερα. Ωστόσο, ακόμα και τα πιο προσεγμένα οχήματα βλέπουν την αξία τους να μειώνεται σταθερά, χρόνο με τον χρόνο.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που συμβάλλει στην απαξίωση είναι η ψυχολογία των αγοραστών και η εικόνα του αυτοκινήτου στην αγορά. Κάποια μοντέλα, για παράδειγμα, φέρουν τη φήμη ότι είναι «κακοσυντηρημένα» ή «ιδιότροπα» στη χρήση ή την επισκευή. Άλλα πάλι έχουν αρνητική φήμη λόγω βλαβών σε συγκεκριμένες γενιές ή κατασκευαστικά προβλήματα. Αυτά τα χαρακτηριστικά επηρεάζουν την αντίληψη των αγοραστών σε σχέση με την αξία τους, ακόμη και αν το συγκεκριμένο μεταχειρισμένο όχημα δεν έχει εμφανίσει ποτέ τέτοια προβλήματα. Η αντίληψη, δηλαδή, υπερισχύει της πραγματικότητας.
Επιπλέον, ο γρήγορος ρυθμός κυκλοφορίας νέων μοντέλων οδηγεί σε ταχύτερη γήρανση των υπαρχόντων οχημάτων. Οι κατασκευαστές, προκειμένου να διατηρήσουν το ενδιαφέρον του κοινού, ανανεώνουν πολύ συχνά τα μοντέλα τους ή κυκλοφορούν νέες γενιές με αισθητικές ή τεχνολογικές διαφοροποιήσεις. Αυτό ενισχύει την αίσθηση του «παλαιού» και μειώνει την ελκυστικότητα των παλαιότερων οχημάτων, ανεξαρτήτως κατάστασης.
Το κόστος της απαξίωσης είναι ιδιαίτερα σημαντικό για όσους σκέφτονται το αυτοκίνητο όχι μόνο ως μέσο μεταφοράς, αλλά και ως επένδυση (που είναι λάθος σαν τρόπος σκέψης). Παρόλο που το αυτοκίνητο δεν θεωρείται επένδυση με τη στενή έννοια του όρου, πολλοί καταναλωτές ελπίζουν να το διατηρήσουν για αρκετά χρόνια χωρίς μεγάλες απώλειες στην αξία του. Δυστυχώς, αυτή η προσδοκία σπανίως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι περισσότεροι οδηγοί διαπιστώνουν ότι, ανεξάρτητα από το πόσο καλά συντηρούν το όχημά τους, η μεταπώληση είναι οικονομικά ασύμφορη συγκριτικά με την αρχική τιμή αγοράς.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πτώση της αξίας του αυτοκινήτου πάντα υπολογίζεται με βάση την τρέχουσα τιμή του ως καινούργιου την ώρα της πώλησης (ή, αν πλέον δεν κυκλοφορεί, με βάση την τιμή του αντικαταστάτη του κάποιες φορές) και όχι με βάση το ποσό με το οποίο πιθανόν είχε αγοραστεί το αυτοκίνητο. Η εμπορική απαξίωση ενός μοντέλου βέβαια επηρεάζεται και από τα έξτρα αξεσουάρ που μπορεί να έχει ή τις ειδικές εκδόσεις που μπορεί να έχουν βγει κατά καιρούς για το συγκεκριμένο μοντέλο. Βέβαια, στην εξίσωση της απαξίωσης δεν πρέπει να παραγνωρίζονται και διάφοροι εξωγενείς παράγοντες, όπως το πολιτικό περιβάλλον, το οικονομικό περιβάλλον σε όλο το φάσμα των διεργασιών του (δάνεια, χρηματοδότηση ιδιωτών, φορολογικό καθεστώς, κ.ά.), το κοινωνικό περιβάλλον (ανεργία, καταναλωτικές συνήθειες), κτλ.
Με τις τωρινές συνθήκες, αυτοκίνητα στα 2000 κ.εκ. θεωρούνται αντιεμπορικά και χάνουν πολύ γρήγορα την αξία τους. Αυτοκίνητα πάνω από 2000 κ.εκ. θεωρούνται πανάκριβα στη χρήση και συντήρηση, οπότε και η εμπορική αξία τους είναι πεσμένη πολύ. Αυτοκίνητα με κινητήρα 1400-1600 κ.εκ. θεωρούνται πιο εμπορικά μιας και έχουν θεωρητικά μικρά κόστη χρήσης και συντήρησης.
Στην αγορά των μεταχειρισμένων, μάρκες όπως η Fiat, η Opel και η Toyota έρχονται πρώτες στις προτιμήσεις των αγοραστών. Το Fiat Punto, το Opel Corsa και το Toyota Yaris θεωρούνται από τα πιο εμπορικά αυτοκίνητα στην αγορά των μεταχειρισμένων, συνεπώς κρατούν την εμπορική τους αξία ψηλά. Ως εμπορικά μοντέλα θεωρούνται τα αυτοκίνητα που έχουν πουληθεί σε μεγάλες ποσότητες ως καινούργια (είτε μέσω λιανικής είτε μέσω των εταιρειών leasing) και υπάρχει αυξημένη ζήτηση αυτών ως μεταχειρισμένων. Παραδείγματα εμπορικών μοντέλων είναι ενδεικτικά): η Guillieta και η Milano για την Alfa Romeo, το Α3, Α4, Q3, και Q5 για την Audi, η σειρά 3 και Χ3/Χ5 για την BMW, το C3, C3 & C5 Aircross για την Citroen, το Duster για την Dacia, το Tipo, 500 και Panda για τη Fiat, το Fiesta και το Focus για τη Ford, το Renegade για την Jeep, η σειρά Α class και C class για τη Mercedes, το Qashqai για τη Nissan, το Astra και το Corsa για την Opel, το 208, 308, 2008 και το 3008 για την Peugeot, το i10 και i20 για την Hyundai, το Picanto για την KIA, το Clio και Megane για τη Renault, το Ibiza για τη Seat, το Octavia για τη Skoda, το Vitara για τη Suzuki, το Yaris και Corolla για την Toyota, το Golf και Polo για τη VW, και το XC90 και XC40 για τη Volvo.
Αντιεμπορικά μοντέλα θεωρούνται τα αυτοκίνητα που πουλήθηκαν σε μικρές ποσότητες ως καινούργια και υπάρχει μικρή έως ανύπαρκτη ζήτηση αυτών ως μεταχειρισμένων. Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα είναι το Fiat Albea, Freemont και Chroma, το Seat Exeo και Tarraco, το Renault Koleos, το Lancia Thesis, το VW Arteon, Lupo, και Phaeton, η σειρά R Class για τη Mercedes, το Nissan Tiida, το Peugeot 1007 και 4008, το Hyundai Veloster, το KIA Magnentis και Venga, το Toyota Urban Cruiser και παλιότερα το SsangYong Actyon και το Chevrolet Epica.
Φυσικά, υπάρχουν και εξαιρέσεις στον κανόνα της απαξίωσης. Ορισμένα σπάνια ή συλλεκτικά μοντέλα διατηρούν ή και αυξάνουν την αξία τους με την πάροδο του χρόνου. Αυτή η περίπτωση όμως αφορά ένα πολύ μικρό ποσοστό της αγοράς και προϋποθέτει ιδιαίτερη γνώση στο χώρο της αυτοκίνησης. Αυτοκίνητα όπως τα κλασικά Porsche (911), ειδικές εκδόσεις Alfa Romeo (8c), Ferrari, Lamborghini, Aston Martin, Maserati, ή παλαιά μοντέλα (+30 έτη) με ιστορική σημασία, αποτελούν εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Συνοψίζοντας, η εμπορική απαξίωση των αυτοκινήτων είναι ένα αναπόφευκτο φαινόμενο, το οποίο καθορίζεται από ποικίλους εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες. Από την τεχνολογική πρόοδο και τις ρυθμιστικές απαιτήσεις, μέχρι την ψυχολογία του καταναλωτή και τις μεταβαλλόμενες τάσεις της αγοράς, όλα συντελούν στη σταθερή και συχνά ραγδαία μείωση της αξίας των οχημάτων.
Η σωστή πρακτική που πρέπει να ακολουθείται στις ημέρες μας από την πλευρά των έμπορων στην αγορά του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, είναι «Αγοράζω φτηνά, για να πουλήσω φτηνά». Από την πλευρά των ιδιωτών θα πρέπει να κατανοήσουν (μιας οι ιδιώτες πωλητές είναι οι πιο ανίδεοι/άσχετοι στο να ορίσουν μια σωστή και αποτελεσματική τιμή πώλησης του μεταχειρισμένου οχήματός τους) ότι η αγορά (προσφορά & ζήτηση) και η εμπορική απαξίωση ορίζουν τις τελικές τιμές πώλησης των μεταχειρισμένων οχημάτων.
Η συνειδητοποίηση ότι η κατοχή ενός αυτοκινήτου, όσο χρήσιμη κι αν είναι στην καθημερινή ζωή, εμπεριέχει και την έννοια της σταθερής οικονομικής απαξίωσης, μπορεί να βοηθήσει στη λήψη πιο ορθολογικών αποφάσεων και στην κατανόηση το πώς λειτουργεί η εμπορική απαξίωση στην αγορά των μεταχειρισμένων οχημάτων.
Διαβάστε επίσης:
Πως κινήθηκε η ελληνική αγορά μοτοσυκλέτας στα χρόνια της πανδημίας