του Μιχαήλ Γελαντάλι

Η περίοδος που θα μεσολαβήσει μέχρι την επαναφορά της οικονομίας των ΗΠΑ σε ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης θα είναι επώδυνη, όπως είχε προειδοποιήσει ο Σκοτ Μπέσεντ στην αρχή της θητείας του στο Υπουργείο Οικονομικών. Ο Τζερόμ Πάουελ είχε πει ότι ο αντίκτυπος της πολιτικής Τραμπ θα είναι μεγαλύτερος από το αναμενόμενο. Ωστόσο, οι προειδοποιήσεις ξεχάστηκαν με το που ανακοινώθηκαν τα στοιχεία για τον πληθωρισμό, και ήταν καλύτερα από ό,τι περίμεναν οι αναλυτές. Σε χαμηλό τετραετίας, μάλιστα, με αποτέλεσμα ορισμένοι να προεξοφλήσουν ότι οι συνέπειες του “Trump Effect” αυτές ήταν και παρήλθαν, και ότι πλέον η συνέχεια θα είναι πιο… κανονική. 

Όμως, τα στοιχεία για τον πληθωρισμό και την ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα στις ΗΠΑ για το πρώτο τρίμηνο βασίζονται σε δεδομένα που διαμορφώνονται άμεσα από το γνωστό ως “carry-over effect” του τέταρτου τριμήνου του 2024. Πρακτικά, με τη συγκεκριμένη τεχνική στατιστικής σύνταξης, οι μεταβολές που συντελέστηκαν στο τέλος του προηγούμενου έτους (τιμές, μισθοί ή δαπάνες) διαχέονται σε βάθος χρόνου, επηρεάζοντας αφενός τα τριμηνιαία αποτελέσματα, αφετέρου τα συνολικά του νέου έτους. 

Στα στοιχεία πρώτου τριμήνου, οι ανατιμήσεις και οι πληθωριστικές πιέσεις λόγω της προετοιμασίας επιβολής των δασμών δεν είχαν ακόμη αποτυπωθεί, είτε γιατί η εφαρμογή τους θα ακολουθούσε είτε επειδή οι επιχειρήσεις είχαν προχωρήσει σε πρόωρη εκκαθάριση αποθεμάτων, για να μετριάσουν το κόστος στους καταναλωτές. 

Τι σημαίνει αυτό; Μα ότι ο πραγματικός αντίκτυπος των νέων δασμών –τόσο σε επίπεδο τιμών όσο και σε επίπεδο διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα– θα αρχίσει να αποτυπώνεται στο δεύτερο τρίμηνο, καθαρότερα δε στο διάστημα Ιουλίου-Σεπτεμβρίου. Να δούμε τα στοιχεία τρίτου τριμήνου 2025 και το ξανασυζητάμε. 

Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάζεται το Γραφείο Στατιστικής Εργασίας (Bureau of Labor Statistics/BLS) και με βάση τον μηχανισμό μετάδοσης, η μεγαλύτερη επίπτωση των δασμών υπολογίζεται να αποτυπωθεί από τον Ιούνιο και μετά, με πιθανή σταδιακή αύξηση του ετήσιου CPI προς το εύρος 2,6%-2,9%, με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν περαιτέρω αντισταθμιστικοί παράγοντες (λ.χ. πτώση πετρελαίου). Εάν η δομή του «καλαθιού αγαθών» παραμείνει σταθερή και οι δασμοί εφαρμοστούν χωρίς εξαιρέσεις, το μεταφερόμενο κόστος (pass-through effect) θα αρχίσει να επηρεάζει την τελική κατανάλωση από τα μέσα του δεύτερου τριμήνου και πιεστικότερα στο τρίτο τρίμηνο. 

Θα ήταν χρήσιμο να ρίξει κάποιος μια ματιά στην αγορά χρέους, δηλαδή στις αποδόσεις των ομολόγων των ΗΠΑ, γιατί τότε θα καταλάβει ότι οι πληθωριστικές προσδοκίες (breakeven inflation rates) ενσωματώνονται ήδη στην ανοδική τάση. Γιατί συμβαίνει αυτό; Προφανώς επειδή οι πανίσχυρες αγορές δεν θεωρούν τη μείωση του πληθωρισμού τον Απρίλιο διαρθρωτική, αλλά συγκυριακή. 

Σε αυτήν την «εξίσωση» πρέπει να εντάξουμε και ό,τι μας αφορά ως Ευρώπη, και ειδικότερα ως Ελλάδα. Σε αυτήν τη συγκυρία, κατά την οποία συζητείται το μέλλον του «ουκρανικού», η Ουάσιγκτον έχει καταστήσει σαφές τι θέλει από την ΕΕ. Η Ευρώπη θα πρέπει να προχωρήσει σε γενναίες αγορές «ενέργειας» (φυσικό αέριο, υγροποιημένο κ.λπ.), «οπλισμού» –γενικότερα να επενδύσει στην αμερικανική οικονομία. Παράγοντες με γνώση του παρασκηνίου δεν θεωρούν… τυχαία την εκ νέου ανάδειξη του θέματος Pfizer Gate, και μάλιστα από τη «ναυαρχίδα» New York Times. Θυμίζω ότι με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (στο Λουξεμβούργο) η Γερτρούδη Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν καλείται να παραδώσει όλα τα έγγραφα (SMS, στοιχεία επικοινωνίας κ.λπ.) που αφορούν την περιβόητη σύμβαση για την αγορά εμβολίων (αξίας δισ. ευρώ) από την Pfizer για τον Covid. Στα 35 δισ. ευρώ είχε εκτιμηθεί, το καλοκαίρι του 2021, το ύψος της παραγγελίας, με την υπόθεση να… ξεχνιέται στη συνέχεια. Όμως ανακύπτει τώρα, και μάλιστα οι ΝΥΤ επιμένουν ότι η πρόεδρος της Κομισιόν θα πρέπει να τα δώσει στο ΕΔ, ακριβώς επειδή, όπως λέγεται, έχουν στα χέρια τους όλα τα επίμαχα στοιχεία. 

Εάν είναι έτσι, τότε οι Βρυξέλλες προσέρχονται σε διαπραγμάτευση με την Ουάσιγκτον, από ακόμη πιο αδύναμη θέση, με τη Γερμανίδα πολιτικό σχεδόν υπό άτυπη ομηρία. Αυτό που ζητά η Ουάσιγκτον είναι γνωστό: αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ στο 5% του ΑΕΠ. Στο πλαίσιο υλοποίησης αυτής της απαίτησης, η Κομισιόν ανακοίνωσε το ReArmEU, ένα πρόγραμμα το οποίο αλλιώς το εννοούν στο Βερολίνο, αλλιώς στο Παρίσι, και αλλιώς στη Ρώμη. Ο νεοεκλεγείς –με τα γνωστά προβλήματα– νέος καγκελάριος της Γερμανίας εννοεί ότι το ReArm θα αφορά, κατά κύριο λόγο, τη βιομηχανία της Γερμανίας, σχεδιάζοντας να μετατρέψει μέρος της κύριας βιομηχανίας της χώρας του, δηλαδή την αυτοκινητοβιομηχανία, σε πολεμική. Πλην όμως, η Ουάσιγκτον εννοεί ότι το Βερολίνο θα πρέπει να αγοράσει και σημαντικό αμυντικό εξοπλισμό από τις αμερικανικές βιομηχανίες… 

Είναι και η άλλη πτυχή, του ομοσπονδιακού χρέους των ΗΠΑ, που, σύμφωνα με τον Σκοτ Μπέσεντ, μόνο για την αναχρηματοδότηση εκδόσεων ομολόγων, που λήγουν μέσα στο 2025, απαιτείται ποσό 1,2 τρισ. δολ. Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους, το ΑΕΠ της Γαλλίας είναι 3,052 τρισ. δολ., της Ιταλίας 2,301 τρισ. δολ. Και εδώ είναι που, σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές, θα πιέσει η διοίκηση της Ουάσιγκτον τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, δηλαδή στην αγορά χρέους των ΗΠΑ. 

Τούτων (αλλά όχι μόνο) δοθέντων, η συνέχεια, καταρχήν, για το 2025 θα απαιτήσει ακόμη μεγαλύτερη προσοχή και ετοιμότητα. Καλά μας πήγε το πεντάμηνο (μέχρι σήμερα, Τρίτη 20 Μαΐου), ας προετοιμαστούμε για το επτάμηνο που ακολουθεί. 

“Sell in May and go away” ή… για να δούμε!

AΠΟ ΧΡΗΜΑ WEEK

Επετειακό ΧΡΗΜΑ Week: 1000 τεύχη, 1000 λόγοι να ενημερώνεστε!