Έκθεση του ΟΟΣΑ για την φορολογική πολιτική (Tax Policy Reforms 2018) διαπιστώνει την πρωτιά της Ελλάδας σε άμεσους και έμμεσους φόρους.

Σύμφωνα με την Έκθεση, στην Ελλάδα καταγράφηκε η μεγαλύτερη αύξηση φόρων ως ποσοστό του ΑΕΠ- σχεδόν κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες- μεταξύ 2015 και 2016, ως αποτέλεσμα των φόρων που επιβλήθηκαν σε εισοδήματα και κατανάλωση, λόγω της υποχρέωσης δημοσιονομικής προσαρμογής.

Συγκεκριμένα:

1. Στην διετία 2015-2016 η Ελλάδα αναδείχθηκε πρωταθλήτρια κόσμου στις αυξήσεις φόρων, με αυξήσεις 2,5-3% του ΑΕΠ. Πολλαπλάσια από όλες τις άλλες χώρες ήταν η αύξηση κυρίως στους έμμεσους φόρους, αλλά και στους φόρους εισοδήματος. Οριακή μείωση (της τάξεως του 0,2%-0,3% ή μόλις 1/10 των αυξήσεων φόρων) καταγράφηκε μόνον στους φόρους Περιουσίας -λόγω αλλαγής των αντικειμενικών.

2.Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που κατάφερε να επιβάλλει τόσους μεγάλους φόρους, ενώ είχε την μικρότερη (μηδενική) Ανάπτυξη. Οι εισπράξεις φόρων αυξήθηκαν 5% το 2016, ενώ η Οικονομία “κόλλησε” στο μηδέν –μετά και την νέα ύφεση το 2015- ενώ σχεδόν παντού αλλού στον κόσμο το ΑΕΠ των άλλων κρατών ανέβαινε.

3.Το 2015-2016, σύμφωνα με την Έκθεση του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα ήταν η χώρα όπου οι φόροι αυξήθηκαν και, ταυτόχρονα, οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν (ως ποσοστό του ΑΕΠ) όσο σε καμία άλλη χώρα.

Ταυτόχρονα με τις επιδόσεις αυτές, το 2017 η Ελλάδα ήταν πρωταθλήτρια και στην μακροχρόνια ανεργία των νέων (άνω του ενός έτους) με ποσοστό 73% (δεύτερη την Ιταλία με 59%) όταν ο μέσος όρος σε όλες τις χώρες -μαζί με την Ελλάδα που τον ανεβάζει- ήταν 31%.

Όσον αφορά στο μέλλον, η Έκθεση του ΟΟΣΑ δεν παραλείπει να αναφέρει και τα φορολογικά αντίμετρα που προβλέπεται να ισχύσουν από το 2020 (μείωση του πρώτου συντελεστή φόρου εισοδήματος από 22% σε 20%, επιβολή εισφοράς αλληλεγγύης στα εισοδήματα που ξεπερνούν τα 30 000 ευρώ, μείωση του φόρου στις επιχειρήσεις στο 26%) ως αντιστάθμισμα για την μείωση του αφορολογήτου.

«Ωστόσο», όπως αναφέρεται στην Έκθεση, «τα μέτρα αυτά εξαρτώνται από την αξιολόγηση του προϋπολογισμού από το ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και τις ελληνικές αρχές».