Το 2024 υπήρξε μια ακόμη απαιτητική χρονιά για την εξωστρεφή επιχειρηματικότητα, καθώς οι γεωπολιτικές αναταράξεις και οι οικονομικές προκλήσεις επηρέασαν τη δυναμική των εξαγωγών. Οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και η αστάθεια στις θαλάσσιες εμπορικές διαδρομές, ιδιαίτερα στην Ερυθρά Θάλασσα, διατήρησαν τις πιέσεις στις αλυσίδες εφοδιασμού, ενώ το υψηλό κόστος χρήματος και οι πληθωριστικές πιέσεις διαμόρφωσαν ένα δύσκολο διεθνές περιβάλλον.
Παρά τις αντιξοότητες, οι εξαγωγές προϊόντων για το 2024 ανήλθαν σε €49.902,2 εκατ., διατηρώντας την ελληνική οικονομία σε υψηλά επίπεδα εξωστρέφειας. Αν και παρουσίασαν μια ήπια μείωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος, η ανθεκτικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων ήταν εμφανής, καθώς προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες και διατήρησαν τη δυναμική τους στις διεθνείς αγορές. Ιδιαίτερα θετική εξέλιξη αποτέλεσε η μείωση του εμπορικού ελλείμματος κατά €2.544,0 εκατ., γεγονός που υποδηλώνει τη συνεχιζόμενη προσπάθεια ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών και της μείωσης της εξάρτησης από τις εισαγωγές.
Η επιτυχία των ελληνικών εξαγωγών εξακολουθεί να βασίζεται στην προσαρμοστικότητα και την καινοτομία των επιχειρήσεων. Οι εταιρείες που αξιοποιούν σύγχρονες τεχνολογίες, ενισχύουν την παραγωγικότητά τους και διαφοροποιούν τις αγορές τους καταφέρνουν να ξεπερνούν τις προκλήσεις και να διαμορφώνουν ένα πιο βιώσιμο και ανταγωνιστικό εξαγωγικό προφίλ. Οι εξελίξεις στο διεθνές οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, επηρεάζουν άμεσα τις εμπορικές ροές και τις στρατηγικές των επιχειρήσεων, δημιουργώντας τόσο ευκαιρίες όσο και προκλήσεις. Οι δασμοί που επιβλήθηκαν κατά την προεδρία Τραμπ εξακολουθούν να αποτελούν διαπραγματευτικό εργαλείο στις εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ, δίνοντας στις ελληνικές επιχειρήσεις τη δυνατότητα να διεκδικήσουν ευνοϊκότερους όρους σε βασικούς εξαγωγικούς κλάδους. Παράλληλα, η ενίσχυση της εξωστρέφειας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην περαιτέρω ανάπτυξη των εξαγωγών. Με αυτά τα δεδομένα, η στρατηγική ανάπτυξης των ελληνικών εξαγωγών πρέπει να επικεντρωθεί στην προώθηση τεχνολογικά προηγμένων προϊόντων και στη διείσδυση σε νέες αγορές, ώστε να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και η ανταγωνιστικότητα της εξαγωγικής δραστηριότητας.»
Ανάλυση Εμπορευματικών Συναλλαγών 2024
Αύξηση καταγράφηκε στις εξαγωγές τον Δεκέμβριο του 2024, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία που ανακοίνωσε σήμερα 07.02.2025 η Ελληνική Στατιστική Αρχή και επεξεργάστηκε το ΙΕΕΣ του ΣΕΒΕ. Συγκεκριμένα, η συνολική αξία των εξαγωγών αγαθών ανήλθε στα €4.031,5 εκατ., έναντι €3.739,1 εκατ. τον Δεκέμβριο του 2023, με την αύξηση να φτάνει στα €292,4 εκατ., ή 7,8%. Αντίθετα, ανεπαίσθητη μείωση καταγράφηκε στις εισαγωγές, οι οποίες μειώθηκαν κατά 0,2%, ανερχόμενες σε €7.126,2 εκατ. τον Δεκέμβριο του 2024, σε σύγκριση με €7.140,1 εκατ. τον Δεκέμβριο του 2023. Ως εκ τούτου, το εμπορικό ισοζύγιο βελτιώθηκε κατά €306,3 εκατ., δηλαδή 9,0%.
Όταν εξαιρούμε τα πετρελαιοειδή, παρατηρούνται σημαντικές διαφορές. Ειδικότερα, η αύξηση των εξαγωγών φτάνει πλέον τα €418,4 εκατ., ή 16,2%, με την αξία τους να ανέρχεται σε €3.006,7 εκατ. τον Δεκέμβριο του 2024, από €2.588,3 εκατ. τον Δεκέμβριο του 2023. Ομοίως, οι εισαγωγές παρουσίασαν μικρή αύξηση, κατά €19,7 εκατ. ή 0,4%, με την αξία τους να αυξάνεται από €5.449,2 εκατ. τον Δεκέμβριο του 2023 σε €5.468,9 εκατ. τον αντίστοιχο μήνα του 2024. Ως αποτέλεσμα, το εμπορικό ισοζύγιο εμφανίστηκε βελτιωμένο κατά €398,7 εκατ., φτάνοντας στα €-2.462,2 εκατ. για τον Δεκέμβριο του 2024.
Όσον αφορά την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2024, οι εξαγωγές ανήλθαν σε €49.902,2 εκατ., σημειώνοντας μείωση κατά €1.115,2 εκατ., ή -2,2% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2023. Οι εισαγωγές, αντιθέτως, αυξήθηκαν κατά €1.428,8 εκατ. ή 1,7%, φτάνοντας τα €84.517,1 εκατ.. Οι παραπάνω μεταβολές είχαν ως αποτέλεσμα, τη διόγκωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου κατά €2.544,0 εκατ., με ποσοστιαία αύξηση 7,9%, καταδεικνύοντας την αρνητική τάση στο εμπορικό έλλειμμα για την εξεταζόμενη περίοδο.
Αν εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή, η κατάσταση του εμπορικού ισοζυγίου είναι όμοια με την προαναφερθείσα. Οι εξαγωγές έφτασαν τα €36.089,6 εκατ. (βελτιωμένες κατά €819,8 εκατ.), οι εισαγωγές τα €63.864,0 εκατ. (αυξημένες κατά €2.240,7 εκατ.) και το εμπορικό έλλειμμα διαμορφώθηκε στα €27.774,4 εκατ. (επιβαρυμένο κατά 5,4%).
Σε κλαδικό επίπεδο, ο κλάδος των τροφίμων σημείωσε τη μεγαλύτερη αύξηση σε απόλυτες τιμές, με άνοδο €635,9 εκατ. (+8,3%), επιβεβαιώνοντας τη σταθερή ανάπτυξη του τομέα. Αντίστοιχα, ο κλάδος των ποτών-καπνών κατέγραψε τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση, με €108,4 εκατ. (+8,5%), γεγονός που υποδηλώνει τη δυναμική του συγκεκριμένου κλάδου στις διεθνείς αγορές. Θετική πορεία παρουσίασαν επίσης τα χημικά προϊόντα, με άνοδο €93,5 εκατ. (+1,6%), καθώς και οι πρώτες ύλες, που αυξήθηκαν κατά €57,7 εκατ. (+3,5%), υποδεικνύοντας μια σταθερή ζήτηση σε αυτούς τους τομείς. Αντίθετα, τα βιομηχανικά προϊόντα σημείωσαν πτώση €388,6 εκατ. (-5,0%), ενώ τα μηχανήματα-οχήματα μειώθηκαν κατά €135,8 εκατ. (-2,7%), γεγονός που μπορεί να αποδίδεται είτε σε επιβράδυνση της βιομηχανικής δραστηριότητας είτε σε μειωμένες επενδύσεις σε εξοπλισμό. Μικρότερη πτώση κατέγραψαν τα διάφορα βιομηχανικά προϊόντα, με μείωση €24,0 εκατ. (-0,7%), ενώ ο κλάδος των λιπών και ελαίων παρουσίασε σημαντική υποχώρηση €344,6 εκατ. (-24,0%), γεγονός που ενδεχομένως σχετίζεται με μειωμένες τιμές στις διεθνείς αγορές ή μειωμένη ζήτηση. Ο κλάδος των πετρελαιοειδών είχε τη μεγαλύτερη αρνητική συμβολή στη συνολική πορεία των εξαγωγών, σημειώνοντας μείωση €1.568,2 εκατ. (-9,5%), γεγονός που αντικατοπτρίζει είτε τη μείωση των διεθνών τιμών είτε τη χαμηλότερη ζήτηση για τα ελληνικά προϊόντα του κλάδου.
Γράφημα 1. Μεταβολή κυριότερων κλάδων, χωρίς πετρελαιοειδή, Ιανουάριος-Δεκέμβριος 2023/2024
Όσον αφορά τους εξαγωγικούς προορισμούς, για το διάστημα Ιανουάριος-Δεκέμβριος 2024 σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023, παρατηρείται μείωση 5,9% στις εξαγωγές προς χώρες της ΕΕ (27) και αύξηση 2,7% προς Τρίτες Χώρες. Το μερίδιο της ΕΕ (27) ανήλθε στο 55,0%, ενώ το μερίδιο των Τρίτων Χωρών διαμορφώθηκε στο 45,0%.