Ενστάσεις στα συμπεράσματα της πρόσφατης μελέτης του ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ για τον αντίκτυπο του τουρισμού στο λιανεμπόριο εκφράζει το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ (ΙΝΣΕΤΕ).
Όπως αναφέρει σε εκτενές κείμενο, που εξέδωσε το ΙΝΣΕΤΕ, αρκετά από τα σημεία στο σημείωμα της ΕΣΕΕ «έχουν παρερμηνευθεί ή δεν αποτυπώνουν επακριβώς την πραγματικότητα».
Το ΙΝΣΕΤΕ στέκεται στα ακόλουθα σημεία της μελέτης, τα οποία και αντικρούει:
1. «… το λιανικό εμπόριο αποτελεί έναν από τους κλάδους που αναπτύσσει ιστορικά οργανική σύνδεση με την τουριστική δραστηριότητα. Όμως, τα τελευταία χρόνια, για μια σειρά από λόγους (περιορισμένο τουριστικό εισόδημα, κατίσχυση υποδείγματος all inclusive κ.α.), η σύνδεση αυτή παρουσιάζει σημαντικές υστερήσεις που σε μεγάλο βαθμό θολώνουν την άκρως θετική πορεία της τουριστικής δραστηριότητας.»
Ο ισχυρισμός ότι το υπόδειγμα all inclusive θολώνει την θετική πορεία και τα γενικότερα οφέλη της τουριστικής δραστηριότητας δεν ευσταθεί. Δύο πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι οι πελάτες All Inclusive δαπανούν στο λιανεμπόριο παρόμοια ή και υψηλότερα ποσά από αυτά που δαπανούν οι άλλοι πελάτες, ενώ δαπανούν λιγότερα χρήματα για εστίαση εκτός ξενοδοχείου λόγω του γεγονότος ότι η σίτιση καλύπτεται μέσω του τουριστικού πακέτου.
2. «Βέβαια, η υστέρηση αυτή δεν είναι οριζόντια καθώς σε κάποιους επιμέρους υποκλάδους του λιανικού εμπορίου, όπως τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων (super markets)… Στον αντίποδα, το καλύτερο τουριστικό δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου και μάλιστα σε περίοδο εκπτώσεων, ο συνολικός τζίρος του λιανικού εμπορίου μετά βίας ξεπερνά τα 6 δις ευρώ τα τελευταία τρία χρόνια, παρά την κατακόρυφη αύξηση των τουριστικών μεγεθών.»
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που επεξεργάστηκε το ΙΝΕΜΥ – ΕΣΕΕ, ο Δείκτης Κύκλου Εργασιών (ΔΚΕ) του τουρισμού μετά το 2013 καταγράφει θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, ενώ ο ΔΚΕ του λιανικού εμπορίου οριακά θετικές μεταβολές. Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε ότι ο ΔΚΕ υπολογίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ με βάση τα συνολικά ποσά που έχουν τιμολογήσει οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν στην σχετική δειγματοληπτική έρευνα, και παίζει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της στατιστικής εκτίμησης για την ιδιωτική κατανάλωση στη χώρα. Οι εισπράξεις από τον εισερχόμενο τουρισμό, αντίθετα, βασίζεται σε δειγματοληπτική έρευνα της ΤτΕ που απευθύνεται στους εισερχόμενους τουρίστες και αφορά το μέγεθος και τις κατηγορίες της τουριστικής δαπάνης. Οι αιτίες της αναντιστοιχίας μεταξύ των μεγεθών αυτών γίνονται ιδιαίτερα ευκρινείς όταν εξετάσουμε και τις εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών, ένα μέγεθος το οποίο επίσης προσμετράται σε μεγάλο βαθμό με πραγματικά – όχι δηλωθέντα – στοιχεία.
3. «οι περισσότεροι τουρίστες που επισκέπτονται τη Χώρα μας είναι μέσου και χαμηλού εισοδήματος…».
Σύμφωνα με τα στοιχεία παγκόσμιας έρευνας σε δείγμα μισού εκατομμυρίου ανθρώπων, σχεδόν το 60% των εισερχόμενων τουριστών στην Ελλάδα προέρχεται από τις ανώτερες εισοδηματικές τάξεις (βλ. σελ. 5 μελέτης για το Προφίλ εισερχόμενου τουρισμού για διακοπές στην Ελλάδα, ΙΝΣΕΤΕ, Φεβ 2018). Επίσης, είναι αξιοσημείωτο ότι σύμφωνα με έρευνα της TUI, του μεγαλύτερου tour operator παγκοσμίως που επίσης παρουσιάστηκε στο προαναφερθέν συνέδριο Διευθυντών Ξενοδοχείων στην Ρόδο, ο χαμηλότερος βαθμός ικανοποίησης των πελατών της από τις παροχές και ευκολίες που χρησιμοποιούν στην Ελλάδα είναι στον χώρο του shopping με βαθμό ικανοποίησης 69,8%, έναντι 71,3% για το περιβάλλον, 76,3% για τις πολιτιστικές δραστηριότητες, 83,4% για τις παραλίες, 84,6% για τον προορισμό συνολικά και 90,9% για τα ξενοδοχεία. Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγουν και οι ετήσιες έρευνες της GBR Consulting για λογαριασμό της Ένωσης Ξενοδόχων Αθήνας – Αττικής & Αργοσαρωνικού και της αντίστοιχης της Θεσσαλονίκης. Αναμφισβήτητα, η βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών και προϊόντων από την αγορά θα οδηγήσει και σε αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης των τουριστών.
4. «… ενώ η πλειοψηφία των επισκεπτών φαίνεται να επιλέγει την Ελλάδα ως «φθηνό» τουριστικό προορισμό»
Η αντίληψη ότι η Ελλάδα είναι φθηνός προορισμός είναι εσφαλμένη. Μεταξύ άλλων, για τις περισσότερες βασικές αγορές εισερχόμενου τουρισμού η πρόσβαση είναι αεροπορική και άρα ένα ταξίδι στην Ελλάδα εξ’ αυτού και μόνο του γεγονότος δεν μπορεί να είναι φθηνό. Η επιβολή υψηλής φορολογίας ευρύτερα στον κλάδο αλλά και ειδικότερα στις μεταφορές καθιστούν την Ελλάδα ως προορισμό συνολικά ακριβό και οριακά πλέον ανταγωνιστικό με τις γείτονες χώρες.
5. Παρά το γεγονός ότι τα ετήσια έσοδα από τον εσωτερικό τουρισμό από το 70% συρρικνώθηκαν στο 5% και οι διανυκτερεύσεις από 7,5 εκ. σε 5 εκ., οι Έλληνες είναι ο βασικός αιμοδότης του τουρισμού όλο το έτος με έσοδα 2 δις ευρώ.»
Αν και η σημασία του εσωτερικού τουρισμού είναι αναμφισβήτητη, ιδιαίτερα για τις περιοχές στις οποίες αποτελεί τον κύριο πελάτη, σύμφωνα με την Έρευνα Διακοπών της ΕΛΣΤΑΤ, η δαπάνη των Ελλήνων για τουρισμό στην Ελλάδα το 2017 ανήλθε σε 1,4 δισ. ευρώ, δηλαδή λιγότερο από 10% από την δαπάνη του εισερχόμενου τουρισμού. Επίσης, η Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη του εσωτερικού τουρίστα ανέρχεται σε 280 ευρώ (ποσό στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το αντίτιμο των εισιτηρίων μετάβασης στον προορισμό) έναντι 520 ευρώ του εισερχόμενου τουρίστα (ποσό που αφορά μόνο την δαπάνη εντός της χώρας και δεν συμπεριλαμβάνει το αντίτιμο των εισιτηρίων μετάβασης εδώ). Τέλος, η δαπάνη του εσωτερικού τουρίστα αποτελεί μέρος των εγχώριων καταναλωτικών δαπανών ενώ η δαπάνη των εισερχόμενων τουριστών αποτελεί μέρος των εξαγωγών της χώρας, αντιπροσωπεύοντας περίπου 25% του συνόλου και καλύπτοντας άνω του 80% του ελλείμματος Ισοζυγίου Αγαθών.