Η ελληνική κρίση χρέους αποτελεί παρελθόν. Μετά από πέντε διαδοχικά τρίμηνα αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ, η Ελλάδα έχει εμφανίσει το καλύτερο σερί οικονομικής ανάπτυξής της από το 2005-2006, γράφει σε νέα έκθεσή της Moody’s. Από την άλλη, όπως τονίζει, αν και η ανάπτυξη ήταν σταθερή, δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο και για τις πηγές της ανάπτυξης: οι εξαγωγές συνήθως ήταν θετικές, όμως όχι και η κατανάλωση και οι επενδύσεις.
Η οικονομική ανάπτυξη θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια, κατά τη Moody’s. Η κατανάλωση θα συμβάλει περισσότερο στο ΑΕΠ καθώς θα βελτιώνεται η αγορά εργασίας, οδηγώντας σε μεγαλύτερες αυξήσεις μισθών και ενισχύοντας τα εισοδήματα και τις δαπάνες, που στο τέλος θα «περάσουν» και στην αγορά στέγασης. Ο πληθωρισμός, ο οποίος έχει παραμείνει μέτριος από την αρχή του 2017, σταδιακά θα κλείσει το «χάσμα» της μίας ποσοστιαίας μονάδας σε σύγκριση με την υπόλοιπη ευρωζώνη. Η ισχυρότερη παγκόσμια ανάπτυξη βοηθά τη χώρα, σε όρους τόσο βελτιωμένων εξαγωγών όσο και μεγαλύτερης εισροής τουριστών.
Όπως αναφέρει η Moody’s, τα οκτώ χρόνια βαριάς λιτότητας και αναδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας είχαν καταστροφικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία. Το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25% από τα επίπεδα του 2008, η ανεργία εκτινάχθηκε ξεπερνώντας το 25% και τα εισοδήματα μειώθηκαν κατά σχεδόν ένα τρίτο. Ως αποτέλεσμα, η ελληνική οικονομία παραμένει πολύ πιο πίσω από αυτές των ευρωπαϊκών χωρών.
Ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανάπτυξη, σύμφωνα με το οίκο, είναι η μετανάστευση του ελληνικού πληθυσμού. Οι ισχνές οικονομικές συνθήκες σε συνδυασμό με τα ασφυκτικά μέτρα λιτότητας και τις αυξήσεις στους φόρους, οδήγησαν σε ευρείας κλίμακας κλείσιμο επιχειρήσεων. Οι Έλληνες έφυγαν μαζικά από τη χώρα για να βρουν δουλειά αλλού, κάτι που οδήγησε σε μια μείωση του πληθυσμού κατά 4% από το 2010. Το brain drain άλλαξε παράλληλα τη σύνθεση της βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας, καθώς η χώρα δεν μπορούσε να στηρίξει βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας χωρίς εργαζόμενους υψηλής εξειδίκευσης.
Κατά τη Moody’s, η βελτίωση της οικονομίας έχει βοηθήσει στη σταθερή ανάκαμψη της αγοράς εργασίας. Με «οδηγό» τον δευτερογενή και τριτογενή τομέα, η συνολική απασχόληση αυξάνεται σταθερά από το 2014. Η αγορά εργασίας έχει ακόμα δρόμο μπροστά της για να επιστρέψει στα προ-Μεγάλης Υφέσεως επίπεδα. Η απασχόληση βρίσκεται 20% χαμηλότερα από το peak των μέσων του 2008, ενώ η ανεργία, που το α’ τρίμηνο του 2018 ήταν στο 2018, είναι περίπου 13 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τα προ ύφεσης χαμηλά. Το χειρότερο είναι πως το ένα τρίτο των οικογενειών έχουν τουλάχιστον ένα άνεργο μέλος και από αυτούς που έχουν δουλειά, αυτή πιθανόν πληρώνεται με τον κατώτατο μισθό. Συνδυαστικά, η εργασιακή φτώχεια βρίσκεται σε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα στην Ευρώπη.
Ο τουρισμός υπήρξε κρίσιμης σημασίας για την ελληνική αγορά εργασίας, διότι οι δαπάνες των ξένων ενθάρρυναν τη δημιουργία μικρών επιχειρήσεων για την εξυπηρέτηση των τουριστών. Άλλες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν καθώς ο τομέας της μεταποίησης μετέφερε τις πωλήσεις εκτός ελληνικής αγοράς, δίνοντας ώθηση στις εξαγωγές, που τώρα απαρτίζουν το ένα τρίτο της οικονομικής δραστηριότητας, έναντι του ενός τετάρτου πριν την κρίση.
Η αύξηση των θέσεων εργασίας με τη σειρά της αυξάνει τα εισοδήματα. Οι συνολικές αμοιβές των εργαζομένων έχουν αυξηθεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια, οδηγώντας σε αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων. Ως αποτέλεσμα, το καταναλωτικό κλίμα ξεπέρασε στο τέλος του 2017 το peak του προηγούμενου κύκλου και θα αυξηθεί περαιτέρω καθώς θα αυξάνονται οι μισθοί. Οι καταναλωτές διαθέτουν πλέον τα απαραίτητα για να δαπανήσουν: ο ρυθμός των πραγματικών λιανικών πωλήσεων αυξάνεται για πρώτη φορά από την οικονομική κρίση και αναμένεται πως θα τηρήσει την πορεία του μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
Όπως αναφέρει στην έκθεσή της η Moody’s, η βελτίωση στην αγορά εργασίας και στα εισοδήματα, σταδιακά θα δώσει νέα πνοή στη στεγαστική ζήτηση και με τη σειρά της θα δώσει ώθηση στην αγορά ακινήτων. Η μείωση του πληθυσμού, οι περιοριστικές πιστωτικές συνθήκες, και η υψηλή φορολογία ακινήτων λειτούργησαν πολύ επιβαρυντικά τα τελευταία οκτώ χρόνια. Οι νέες κατασκευές κατοικιών συνεχίζουν να απογοητεύουν καθώς έχουν σημειώσει βραδεία άνοδο τα τελευταία τρία χρόνια, από τα χαμηλά του 2012. Οι τιμές των κατοικιών τώρα μόλις αρχίζουν να αυξάνονται σε αξία, όμως παραμένουν σχεδόν στο ήμισυ του επιπέδου που βρίσκονταν το 2008. Η κατάσταση επιδεινώνεται από το γεγονός πως τα ενοίκια και οι τιμές των κατοικιών μειώνονται με ρυθμό χαμηλότερο από τον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα οι μειώσεις στις πραγματικές τιμές των ακινήτων να είναι χειρότερες απ’ ότι φαίνεται, βλάπτοντας την πρόσβαση των νοικοκυριών στην πίστωση. Η χαμηλή ζήτηση για κατοικίες και ο μεγάλος αριθμός διαθέσιμων κατοικιών έχουν ομοίως περιορίσει τις θέσεις εργασίας στις κατασκευές, που έχουν μειωθεί κατά περίπου 50% σε σχέση με το αποκορύφωμα του 2007, ενώ η αύξηση των θέσεων εργασίας στον τομέα έχει επιβραδυνθεί σημαντικά τελευταία.
Η ανάκαμψη στην στεγαστική αγορά θα εμφανίσει γεωγραφικές διαφορές: θα είναι ισχυρότερη σε περιοχές γύρω από την Αθήνα ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα θα δυσκολευτεί να καλύψει το χαμένο έδαφος. Οι τιμές κατοικιών στην Αττική μόλις τώρα «έπιασαν πάτο», ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα συνεχίζουν να κατρακυλούν. Η Αττική είναι επίσης το επίκεντρο της ζήτησης κατοικιών, με την περιοχή να αντιστοιχεί σε περίπου το ένα πέμπτο των αδειών κατασκευής της χώρας από την αρχή του έτους.
Οκτώ χρόνια μετά την κρίση έγινε αρκετή πρόοδος ώστε να χαλαρώσουν οι πιστωτές τους περιορισμούς και πρακτικά να επιτρέψουν στους Ελληνες να μπουν ξανά στις διεθνείς αγορές ομολόγων. Η ολοκλήρωση του προγράμματος συμβολίζει το τέλος της κρίσης της ευρωζώνης και τώρα η χώρα θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές και τα αποθέματά της. Αυτό, σημειώνει η Moody’s, σταματά την ανάγκη να υποστεί περαιτέρω δημοσιονομικά μέτρα από τους πιστωτές της, όπως ήταν οι όροι της διάσωσης.
Ο οίκος σημειώνει τη σημαντική πρόοδο που έγινε με την μετατροπή του ελλείμματος ύψους 15,1% το 2008 σε πλεόνασμα 0,3% πέρυσι, την αναμόρφωση του ασφαλιστικού, την βελτίωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και τη δημιουργία ανεξάρτητης φορολογικής διοίκησης. Ωστόσο υπήρξε κόστος: μειώθηκαν 40% οι συντάξεις και η φτώχεια.
Η χώρα δεν έχει ξεπεράσει όλα τα προβλήματα, επισημαίνει η Moody’s. Αν και έχει κερδίσει χώρο σε ότι αφορά το χρέος για τα επόμενα δέκα χρόνια θα συνεχίσει να το αποπληρώνει ως το 2060. Αυτό που είναι σημαντικό είναι να αποφύγει τον κίνδυνο του Σίσυφου (σ.σ. του μυθικού ήρωα που ανέβαζε ένα βράχο στο βουνό αλλά κάθε βράδυ αυτός κυλούσε πίσω) και να χάσει το έδαφος που κέρδιζε.
Όπως αναφέρει αν και υπάρχουν αρκετές εξωτερικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να διακόψουν την οικονομική ανάκαμψη (όπως προστατευτισμός και εμπορικοί πόλεμοι) η χώρα αντιμετωπίζει δυο κύρια εσωτερικά ρίσκα για τη βιώσιμη επιστροφή στις αγορές. Πρώτον οι αρχές θα πρέπει να τηρήσουν τις δεσμεύσεις στους πιστωτές, εφαρμόζοντας ότι έχει συμφωνηθεί ώστε να μην χαθεί η αξιοπιστία που δημιούργησε η ολοκλήρωση του προγράμματος. Δεύτερον υπάρχουν πολιτικά ρίσκα. Η κυβέρνηση μπορεί να αντιμετωπίσει πρόωρες εκλογές στις αρχές του 2019 που θα προσθέσουν στην αβεβαιότητα για το εάν η χώρα θα ενεργοποιήσει τις απαραίτητες πολιτικές για να εξασφαλίσει ότι το χρέος παραμένει βιώσιμο.