Σε μείωση του βασικού της επιτοκίου κατά 0,25% αναμένεται να προχωρήσει αύριο, Πέμπτη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), όπως εκτιμά η πλειονότητα των οικονομολόγων τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρωζώνη.

Ταυτόχρονα η ΕΚΤ αναμένεται να προχωρήσει σε μεγαλύτερη μείωση στα άλλα δύο επιτόκια της (κύριας αναχρηματοδότησης και οριακής αναχρηματοδότησης) σε μία προσπάθεια να περιορίσει τις μεγάλες διαφορές που υπάρχουν σήμερα μεταξύ τους.

Σήμερα το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων (το οποίο πλέον χαρακτηρίζεται ως βασικό επιτόκιο και είναι αυτό το οποίο σε μεγάλο βαθμό καθορίζει και τα επιτόκια της διατραπεζικής αγοράς) βρίσκεται στο 3,75%, ενώ το επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης (με το οποίο δανείζονται οι τράπεζες από την ΕΚΤ) στο 4,25% και εκείνο της οριακής αναχρηματοδότησης στο 4,5%.

Με άλλα λόγια τα δύο πρώτα επιτόκια διαφέρουν μεταξύ τους κατά 0,5%, ενώ πρόθεση της ΕΚΤ είναι η διαφορά αυτή να περιοριστεί σταθερά στο 0,15%.

Επομένως, εφόσον επαληθευτούν οι προσδοκίες της αγοράς και η ΕΚΤ προχωρήσει αύριο στην μείωση των επιτοκίων της, για δεύτερη συνεχόμενη φορά, το επιτόκιο καταθέσεων (βασικό επιτόκιο) θα διαμορφωθεί στο 3,5% , το επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης στο 3,65% (δηλαδή η μείωση θα είναι μεγαλύτερη – της τάξεως του 0,6%) ενώ το επιτόκιο οριακής αναχρηματοδότησης θα διαμορφωθεί στο 3,9%. Η εξέλιξη αυτή σε χώρες της Ευρωζώνης όπου επικρατούν πιο ανταγωνιστικές συνθήκες στην τραπεζική αγορά, είναι πολύ πιθανόν να ωφεληθούν οι δανειολήπτες . Και τούτο διότι η μείωση του κόστους άντλησης ρευστότητας από τις τράπεζες (μετά την μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση του επιτοκίου αναχρηματοδότησης) μπορεί να περάσει και στα επιτόκια χορηγήσεων.

Η τεχνική αυτή αναπροσαρμογή όπως επισημαίνουν στελέχη της ΕΚΤ κρίνεται αναγκαία καθώς όσο θα περιορίζεται η ρευστότητα που προσφέρει η ΕΚΤ με τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης που εισήγαγε την περίοδο της κρίσης – κατά βάση μέσω της αγοράς ομολόγων και της επανεπένδυσης των ομολόγων που ήδη κατέχει η Κεντρική Τράπεζα στο χαρτοφυλάκιο της – , οι τράπεζες θα οδηγηθούν σταδιακά στην «παραδοσιακή πηγή» άντλησης ρευστότητας. Δηλαδή στη ρευστότητα που προσφέρει η ΕΚΤ στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης με επιτόκιο που όπως προαναφέραμε θα είναι πλέον χαμηλότερο, και πλησίον του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων.

Πάντως τα τελευταία στοιχεία για την εξέλιξη του πληθωρισμού, παρά την μικρή αύξηση του τον Ιούλιο, και την οικονομική ανάπτυξη της οικονομίας της ευρωζώνης, ενισχύουν τα επιχειρήματα όσων εκτιμούν ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει φέτος σε δύο ακόμη μειώσεις επιτοκίων . Υπενθυμίζεται ότι ο ετήσιος πληθωρισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν 2,8% τον Ιούλιο του 2024, από 2,6% τον Ιούνιο. Ένα χρόνο νωρίτερα, το ποσοστό ήταν 6,1%. Τον Ιούλιο του 2024, την υψηλότερη συμβολή στον ετήσιο ρυθμό πληθωρισμού της ζώνης του ευρώ είχαν οι υπηρεσίες (+1,82 εκατοστιαίες μονάδες, π.μ.), ακολουθούμενες από τα τρόφιμα, το αλκοόλ και τον καπνό (+0,45 π.μ.), τα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά (+0,19 π.μ.) και την ενέργεια (+0,12 π.μ.).

Από την άλλη πλευρά η ευρωπαϊκή οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με αδύναμους ρυθμούς και το β΄τρίμηνο, με την εικόνα να είναι βελτιωμένη από το τέλος του 2023, όταν εμφάνιζε μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Ειδικότερα, το β’ τρίμηνο του 2024, το εποχικά προσαρμοσμένο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,3% τόσο στη ζώνη του ευρώ όσο και στην Ε.Ε. σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, Το α’ τρίμηνο του 2024, το ΑΕΠ είχε επίσης αυξηθεί κατά 0,3% και στις δύο ζώνες, ενώ τα δύο προηγούμενα τρίμηνα είχε καταγράψει μηδενική ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ. Σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, το εποχικά προσαρμοσμένο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,6% στη ζώνη του ευρώ και κατά 0,8% στην ΕΕ το β’ τρίμηνο του 2024, μετά από αύξηση 0,5% στη ζώνη του ευρώ και 0,6% στην Ε.Ε. το προηγούμενο τρίμηνο.