Τα «3Ε» της εξωστρέφειας, που περιγράφουν τους βασικούς άξονες στήριξης της ελληνικής οικονομίας ως απαιτούμενων στοιχείων για την ανάπτυξή της, μεταξύ άλλων είναι, οι επενδύσεις, οι εξαγωγές, αλλά και οι εισαγωγές που καθορίζουν το εμπορικό ισοζύγιο. Ωστόσο, ο τομέας των επενδύσεων παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς το τελευταίο διάστημα έχει γίνει πολύς λόγος για την προσέλκυσή τους, τόσο από το εσωτερικό, όσο και από το εξωτερικό, με το παράδειγμα της τοποθέτησης κεφαλαίων στις ναυπηγικές μονάδες της χώρας, που οδήγησαν στην αφύπνιση ενός τομέα με ιδιαίτερη σημασία για την ναυτιλιακή Ελλάδα, και όχι μόνο, να αποτελεί «επενδυτικό οδηγό».

Ο πρόεδρος του Ε.Β.Ε.Π. Βασίλης Κορκίδης δηλώνει ότι, πέραν των εξαγωγών και του διαμετακομιστικού εμπορίου, αξίζει να δούμε  το «κεφάλαιο» Ξένες Άμεσες Επενδύσεις, όμως τα στοιχεία που αφορούν στις επενδύσεις ενίοτε χρειάζονται και δεύτερη, ή ακόμη και τρίτη ανάγνωση, για να γίνουν κατανοητά. Πιστεύει ότι, μετά από αυτές τις αναγνώσεις καλό θα ήταν να αξιοποιηθούν αυτά τα στοιχεία, όχι μόνο στατιστικά, αλλά για την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων που θα φέρουν νέες επενδύσεις. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης, να καταστήσει τη χώρα «φιλική» προς τις επιχειρήσεις, αναδείχθηκε σε ισχυρό παράγοντα δημιουργίας προστιθέμενης αξίας στην εθνική οικονομία, καθώς αύξησε τις επενδύσεις κατά 3,5% του ΑΕΠ, ποσοστό υψηλότερο από το 3,1% της ευρωζώνης.

Οι ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα, σημείωσαν μεγάλη αύξηση την τελευταία τριετία σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ με θέμα FDI in Figures. Από 4,15 δισ. δολάρια που ανήλθαν κατά μέσο όρο στην τριετία 2017-2019, έφτασαν στα 6,7 δισ. δολάρια την τριετία 2021-2023, σημειώνοντας μία αύξηση 62%, καθώς η ελληνική οικονομία συνέχισε με σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι ΞΑΕ αφορούν στην απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου, συχνά μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων ή δημιουργίας νέων παραγωγικών μονάδων, την επανεπένδυση κερδών και τον ενδο-επιχειρηματικό δανεισμό.

Σύμφωνα με την ΤτΕ και φέτος οι επενδύσεις κατευθύνονται στους κλάδους της μεταποίησης, του χονδρικού και του λιανικού εμπορίου, των επικοινωνιών, των ακινήτων και των μεταφορών και στην πλειονότητά τους προέρχονται από τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και το Χονγκ Κονγκ. Ειδικά, η τελευταία χώρα προέλευσης «αποτυπώνει» και την κατεύθυνση των κεφαλαίων προς την αγορά ακινήτων, καθώς πρόκειται κατά κανόνα για πολίτες από την Κίνα που αγοράζουν ακίνητα στην Ελλάδα για να προλάβουν τις αλλαγές στο καθεστώς της «χρυσής βίζας». Είναι μία αγορά «αναδυόμενη», όπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία, δεδομένου ότι, οι επενδύσεις σε ακίνητα ως ποσοστό επί των συνολικών ΑΞΕ που εισρέουν στη χώρα, κυριαρχούν.

Το 2023 οι κλάδοι της μεταποίησης, των τηλεπικοινωνιών, του χονδρικού και λιανικού εμπορίου, των κατασκευών, των καταλυμάτων και υπηρεσιών εστίασης προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών με συμμετοχή στο 6% του ΑΕΠ. Αξίζει να σημειωθεί ότι διαπιστώνεται αύξηση των επενδυτικών εισροών στην οικονομία, καθώς τον Απρίλιο προστέθηκαν άλλα 300 εκατ. ευρώ, φθάνοντας τα 1,5 δισ. ευρώ το πρώτο τετράμηνο του έτους. Όμως το μεγαλύτερο μερίδιο άνω του 43% κατευθύνθηκε και πάλι στον κλάδο του real estate. Συνολικά το 2023 η συνεισφορά της αγοράς ακινήτων, ως ποσοστό επί του συνόλου των ξένων επενδύσεων, είχε αγγίξει το 47%, καθώς, από τα 4,48 δισ. ευρώ που εισέρευσαν στην ελληνική οικονομία, τα 2,1 δισ. ευρώ αφορούσαν στην αγορά ακινήτων.

Η αξιοποίηση όλων αυτών των στοιχείων θα πρέπει να μας οδηγήσει στην χάραξη μίας δυναμικότερης πολιτικής προσέλκυσης τέτοιων επενδύσεων και εξαγωγών, ικανών να κλείσουν το «επενδυτικό και εξαγωγικό κενό» που χωρίζει την Ελλάδα από τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Η αξία των ελληνικών εξαγωγών το πρώτο πεντάμηνο του 2024 μειώθηκε κατά 4,5% σε ετήσια βάση, καθώς διαμορφώθηκε στα 20,9 δισ. ευρώ από 21,9 δισ. ευρώ το 2023. Στο ίδιο διάστημα το εμπορικό έλλειμμα, διογκώθηκε κατά 1,88 δισ. ή 15%, στα 14,4 δισ. ευρώ, γεγονός που προκαλεί έντονο προβληματισμό για την πορεία του τη φετινή χρονιά. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, οι εξαγωγές κατά το πεντάμηνο του 2024 και πάλι δείχνουν να υποχωρούν και να διαμορφώνονται στα 14,7 δισ. Ευρώ, από 15,3 δισ. ευρώ πέρυσι, με πτώση περίπου 4%. Από την άλλη δεν συμβαίνει το ίδιο µε τις εισαγωγές, οι οποίες σημείωσαν αύξηση κατά σχεδόν 900 εκατ. ή 2,6%, µε τη συνολική τους αξία να ανέρχεται στα 35,3 δισ. ευρώ, από 34,5 δισ. ευρώ την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 2,3%, στα 26 δισ. ευρώ. Το εμπορικό έλλειµµα το ίδιο διάστημα αυξήθηκε κατά 1,88 δισ. ή 15% στα 14,4 δισ. ευρώ, από 12,5 δισ. ευρώ, ενώ και χωρίς τα πετρελαιοειδή επίσης σημειώνει άνοδο 11,9%.

Η ανησυχία που εκφράζει το Ε.Β.Ε.Π., σύμφωνα με τα στοιχεία της Ο.Λ.Π. ΑΕ, πηγάζει από τη μείωση του όγκου εμπορευμάτων κατά -12,5% το εξάμηνο, επηρεάζοντας τις επιδόσεις των ελληνικών εξαγωγών τον Μάιο, όπου αύξηση σημειώθηκε σε μόλις 3 από 9 βασικούς κλάδους. Πιο συγκεκριμένα, άνοδος καταγράφεται στα καύσιμα με 37,1% στα τρόφιμα με 4,6%, καθώς και στις πρώτες ύλες με 10,3%. Συρρίκνωση ωστόσο καταγράφουν οι εξαγωγές των βιομηχανικών με -12,2%, των μηχανημάτων -18,2% και των χημικών -4,2% Αντίστοιχη είναι η πορεία και των εξαγωγών σε κλάδους όπως ποτά, καπνός και λάδια, που μειώνονται κατά 3,4%, 40,1% και 17,5%. Οι εισαγωγές τον Μάιο αυξήθηκαν κατά 6,8% και άγγιξαν τα 7,5 δισ. ευρώ, ενώ, εξαιρουµένων των πετρελαιοειδών, οι εισαγωγές αγαθών διαμορφώθηκαν σε 5,14 δισ. ευρώ από 5,51 δισ. ευρώ, δηλαδή περιορίστηκαν κατά 373,1 εκατ. ευρώ ή 6,8%. Συνεπώς, το εμπορικό ισοζύγιο τον Μάιο του 2024 παρέμεινε ελλειμματικό και μάλιστα σημείωσε αύξηση 404,7 εκατ. ευρώ ή 13,6% φθάνοντας στα 3,39 δισ. ευρώ, από 2,99 δισ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2023.

Η «δύναμη των αριθμών» συνηγορεί υπέρ της επιτάχυνσης του ρυθμού υλοποίησης μεταρρυθμίσεων στους τομείς της λειτουργίας του κράτους, του ψηφιακού μετασχηματισμού και της βελτίωσης του επιχειρηματικού και μακροοικονομικού περιβάλλοντος, ώστε η ελληνική οικονομία να κερδίσει θέσεις προς την κορυφή στους διεθνείς δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Συγκεκριμένα, το 2023 οι επενδύσεις στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν σε 13,9% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στο σύνολο των χωρών της ευρωζώνης ήταν 22,1%. Τα μεγέθη μετά τη κρίση βρίσκονται μακριά από τους δείκτες των επενδύσεων πριν από τη κρίση, καθώς την περίοδο 2001-2008 οι επενδύσεις στη χώρα μας αντιστοιχούσαν στο 24% του ΑΕΠ.

Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς επισημαίνει την έκθεση της ΤτΕ που δημοσιεύτηκε και δείχνει πως η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει την απόκλιση µε εισροή κεφαλαίων µέσω επενδύσεων χαρτοφυλακίου και ξένων άμεσων επενδύσεων. Συνεπώς, η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και απλοποιούν τη λειτουργία του δημόσιου τομέα θα βοηθήσει την εισροή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, που θα κατευθύνονται σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας και θα μπορούν, όχι µόνο να χρηματοδοτήσουν την απόκλιση εγχώριων αποταμιεύσεων – επενδύσεων, αλλά και να βοηθήσουν στην αναβάθμιση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας και στη διάχυση νέων τεχνολογιών και μορφών οργάνωσης της παραγωγής, µε θετικές επιδράσεις στις εξαγωγές. Το Ε.Β.Ε.Π. προτρέπει την κυβέρνηση να συνεχίσει θαρραλέα τις μεταρρυθμίσεις για να προσελκύσει παραγωγικές επενδύσεις, να εντάξει την Ελλάδα στην ευρωπαϊκή εφοδιαστική αλυσίδα, δίνοντας παροχές σε μονάδες συναρμολόγησης σε λιμάνια και επιχειρηματικά πάρκα της χώρας μας και, τέλος, να ενισχύσει τις ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις με κάθε μορφής οικονομικά κίνητρα.