Κεντρική Ομιλία με θέμα «Δυναμική και προοπτικές της Ελληνικής Οικονομίας» απηύθυνε κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης “Επιχειρηματικά Βραβεία ΧΡΗΜΑ 2023” ο κ. Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής, Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών – ΙΟΒΕ Καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ο κ. Βέττας στην έναρξη της ομιλίας του εξέφρασε την αισιοδοξία του για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και επεσήμανε τα εξής: “Το να μην αναγνωρίζει κανείς την πρόοδο που επιτεύχθηκε τα τελευταία χρόνια, θα είναι λάθος. Ομως είναι λάθος και να νομιζουμε ότι η οικονομία έφτασε εκεί που θέλουμε να φτάσει”.
Στην παρουσίασή του επεσήμανε ότι μακροοικονομικά, το ΑΕΠ κινείται συστηματικά καλύτερα από τον μ.ο. της Ευρώπης. Μετά την μεγάλη ανάκαμψη από την πανδημία όμως, τόσο εμείς όσο και η Ευρώπη έχουμε αρχίσει και φρενάρουμε.
Η παρουσίαση εστίασε και στα συναισθήματα των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. “δεν είναι αμελητέα γιατί για τις επιχειρήσεις συνδέονται ως πρόδρομοι του Δείκτη Επενδύσεων και για τους καταναλωτές ως πρόδρομοι των καταναλωτικών τους συνηθειών” ανέφερε ο κ. Βέττας και συνέχισε:
To 2023 συνολικά στη χώρα ήμασταν πολύ περισσότερο αισιόδοξοι από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Την ίδια ώρα οι ελληνικές επιχειρήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους εμφανίζονται συστηματικά πιο αισιόδοξες συγκριτικά με τους Έλληνες καταναλωτές”.
Αναφορικά με το επίπεδο των επενδύσεων σήμερα στη χώρα, ο κ. Βέττας επεσήμανε ότι το επενδυτικό κενό παραμένει, και “είναι στο μισό από αυτό που θα έπρεπε να έχουμε, για να φτάσουμε την υπόλοιπη Ευρώπη. Για να φτάσουμε εκεί που πρέπει πρέπει να τις διπλασιάσουμε σε έναν χρόνο”
Κατά τον κ. Βέττα, οι επενδύσεις που καναμε στα προ οικονομικής κρίσης χρόνια ήταν κατά 2/3 σε ακίνητα. “Σήμερα, δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Άρα η πρόοδος στις επενδύσεις και προσέλκυση ξένων κεφαλαίων αλλά και η κινητοποίηση της εγχώριας κινησης πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα”.
Στη συνέχεια, ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ αναφέρθηκε στο μέτωπο της εργασίας, λέγοντας ότι στο ανώτατο επίπεδο της κρίσης είχε φτάσει στο 30%, ενώ πριν από αυτή κινείτο στο 9%. “Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να πάμε πολύ παρακάτω από το 10%, πρέπει να μαθουμε να ζουμε με αυτό”.
Σχετικά με το ζήτημα του πληθωρισμού είπε ότι ήρθε ως συνέχεια διαφόρων εξελίξεων, με αρχή το άφθονο χρήμα που έριξαν οι κεντρικές τράπεζες στην πανδημία, ενώ ακολούθησε και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Όλα αυτά, οδήγησαν τον πληθωρισμό στο 10% σε ένα έτος. Πέρυσι διαμορφώθηκε στο 4 και κάτι και φέτος εκτιμούμε ότι θα φθάσει στο 2,5%”. Κατά την εκτίμηση του ΙΟΒΕ ο πληθωρισμός δεν θα μπορέσει να “χαλιναγωγηθεί” εύκολα την επόμενη δεκαετία.
Όσον αφορά τα δημόσια οικονομικά, οι εξελίξεις είναι θετικές στο δημόσιο ταμείο γιατί τα έσοδα τρεχουν πιο γρήγορα από τα προβλεπόμενα και από τις δαπάνες. Αυτό μεταξύ άλλων οφείλεται στο γεγονός ότι το ηλεκτρονικό χρήμα περιόρισε της φοροδιαφυγή αλλά και στον πληθωρισμό.
Δίνοντας το στίγμα για το εγγύς μέλλον, ο κ. Βέττας είπε ότι είναι αναγκαίο του χρόνου το πρωτογενές πλεόνασμα να πάει πάνω από το 2%, είναι σημαντικό να έχουμε εύρωστα πλεονάσματα. Παράλληλα, κατά τον ίδιο, είναι αναγκαίο να περιοριστεί το δημόσιο χρέος αλλά και να περιοριστούν οι δημόσιες δαπάνες που είναι υψηλές σε σχέση με το ΑΕΠ μας.
“Πρέπει ακόμη να έχουμε κατά νου ότι ενώ τα παλιά χρόνια το χρήμα ήταν τσάμπα, αυτό τώρα τελείωσε. Έχει αυξηθεί το κόστος χρηματοδότησης μιας χώρας, το ίδιο ισχύει και για τους ιδιώτες που πρέπει να αναχρηματοδοτήσουν ένα δάνειο”.
Ένα θετικό σημάδι, είπε ο κ. Βέττας, είναι ότι το “διαβόητο spread έχει μειωθεί πάρα πολύ, οι αγορές μας αντιμετωπιζουν πλέον σαν να είμαστε μια Ιταλία ή Πορτογαλία”.
Ο καθηγητής, διαβεβαίωσε ότι η επίδραση του Ταμείου Ανάκαμψης θα γίνει ιδιαίτερα αισθητή το 2024. “Στον κλάδο των ακινήτων επανήλθαμε – είτε στις τιμές είτε στα ενοίκια, επανερχόμαστε προς τα επίπεδα του 2007” πρόσθεσε.
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή είπε ότι το 2008 πτωχεύσαμε όχι μόνο δημοσιονομικά αλλά κυρίως από την πλευρά της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Το ευρώ, ένα ισχυρό νόμισμα, αντικαθιστώντας τη δραχμή, έφερε χρήμα στη χώρα που κυρίως διοχετεύτηκε μέσα από τον δημόσιο τομέα και στις εισαγωγές – καλές και κακές εισαγωγές. Όλο αυτό γρήγορα μαζεύτηκε μέσω λιτότητας, εσωτερικής υποτίμησης κλπ. Αργότερα άρχισαν να αυξάνονται οι εξαγωγές και φτάσαμε περίπου στο 0. Γιατί ξαναβρεθηκαμε όμως σε μεγάλη εκτροπή; Γιατί η πανδημία έδιωξε τους τουρίστες και σε μια χώρα που βασίζεται σε εισαγωγή ενεργειακών αγαθών, η τιμη τους πολλαπλασιάστηκε επί 3 ή και επί 5”
Τέλος αναφέρθηκε στα θετικά και τα αρνητικά σημεία της ελληνικής οικονομίας, λέγοντας ότι σημαντικά θετικές εξελίξεις είναι οι εξαγωγές αγαθών – να μπορείς να παράγεις αγαθά που ενσωματώνουν τεχνολογία, είναι ένα κρίσιμο ζήτημα για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας”
“Ωστόσο ήδη η ζήτηση από την υπόλοιπη Ευρώπη υποβαθμίζεται γιατί το κόστος της ενέργειας αυξάνεται όπως και το εργασιακό κόστος” είπε.
Η πρόσθεση των εισαγωγών και των εξαγωγών με παρανομαστή το περίφημο ΑΕΠ είναι ένα μέτρο που δείχνει, δήλωσε ο καθηγητής, την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας. Αυτο που ήταν τεράστιο πρόβλημα δειχνει ότι σιγά σιγά διορθώνεται.
Καταλήγοντας ο Γ. Διευθυντής του ΙΟΒΕ είπε ότι η οικονομία πατά σε στέρεο έδαφος, ωστόσο παραμένουμε μια οικονομία κλειστή”.
Φωτό: ©Θεόδωρος Αναγνωστόπουλος/PHOTOPRESS Θ&Α Αναγνωστόπουλοι