Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, παρέδωσε στον πρόεδρο της Βουλής, Κώστα Τασούλα, τον κρατικό προϋπολογισμό οικονομικού έτους 2024 μαζί με όλα τα οικονομικά στοιχεία του κράτους. Ο νέος κρατικός προϋπολογισμός μαζί με όλα τα οικονομικά στοιχεία του κράτους για το 2024 με τα οποία συνοδεύεται, παραδόθηκε σε στικάκι.

Όπως ανακοίνωσε ο κ. Τασούλας η συζήτηση του στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής θα ξεκινήσει στις 23, 24 και 27 Νοεμβρίου με διπλή συνεδρίαση.

Προβλέψεις για ανάπτυξη 2,9%, πληθωρισμό 2,4% και ανεργία 10,6% το 2024

‘Ανοδο του ΑΕΠ κατά 2,9% από 2,4% εφέτος, προβλέπει το τελικό κείμενο του προϋπολογισμού που κατατέθηκε στη Βουλή από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.

Παράλληλα, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση, ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 2,6% σε μέσα επίπεδα (από 3,9% εφέτος) και η ανεργία σε 10,6% (από 11,2%). Η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί κατά 1,3% (από 2,9% εφέτος), ενώ η δημόσια κατανάλωση θα μειωθεί κατά 1,6% (από 0,4%). Οι ιδιωτικές επενδύσεις, όπως είχε αποκαλύψει στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ο υπουργός Κωστής Χατζηδάκης, θα αυξηθούν κατά 15,1% (από 7,1% εφέτος). Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα αυξηθούν κατά 5,6% (από 2,7% εφέτος), ενώ οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα αυξηθούν κατά 4,6% (από 2,2%).

Ειδικότερα, στην εισηγητική έκθεση αναφέρονται αναλυτικά τα εξής:

H ισχυρή ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας που αποτυπώθηκε στις εξελίξεις του 2022 και του 2023 προβλέπεται να επιβεβαιωθεί και το 2024, με τον οικονομικό κύκλο να διατηρείται σε φάση ανόδου με συνεπή και μεγάλη διαφοροποίηση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η ισχυρή δυναμική της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε θετικές επιδόσεις παρά την οικονομική αβεβαιότητα που αναμένεται να συνεχίσει να επικρατεί σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, ως απόρροια παραγόντων που αναλύθηκαν στις προηγούμενες ενότητες.

Θεμέλιο για τις θετικότερες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας έναντι της μέσης ευρωπαϊκής εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να αποτελεί το 2024 η προσήλωση στη συνετή δημοσιονομική διαχείριση, στην οποία θα στηριχθεί η περαιτέρω πορεία αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Η οικονομική απόδοση των εν εξελίξει διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα συμβάλλει στην ενίσχυση της δημοσιονομικής σταθερότητας και στην περαιτέρω μείωση του δημόσιου χρέους.

Εντούτοις, στους τελευταίους εξωγενείς παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στην οικονομία περιλαμβάνονται η διεθνής οικονομική συγκυρία, λαμβανομένης υπόψη της προς τα κάτω αναθεωρημένης πρόβλεψης για τον ρυθμό ανάπτυξης στην ευρωζώνη το 2024, οι διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ (με αντίκτυπο στις χρηματοδοτικές συνθήκες του επόμενου έτους μέσω υστερήσεων) και η επίδραση στις τιμές ενέργειας εξαιτίας των γεωπολιτικών εξελίξεων, συνεκτιμώμενης της υψηλότερης τεχνικής υπόθεσης για τη διεθνή τιμή πετρελαίου, σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Την ίδια στιγμή οι πλημμύρες στη Θεσσαλία τον Σεπτέμβριο 2023 δρουν και αυτές ως εξωγενώς καθοριζόμενος αρνητικός παράγοντας για την ελληνική οικονομία.

Ωστόσο, αντισταθμιστικά προς τις ανωτέρω εξελίξεις λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό τα θετικά μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόζονται στα τέλη του 2023 και από τις αρχές του 2024, οι αποζημιώσεις των πληγέντων και οι αποκαταστάσεις των ζημιών από τις πρόσφατες καταστροφές καθώς και η αναμενόμενη θετική επίδραση της υλοποίησης του σχεδίου «Ελλάδα 2.0». Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω ανοδικών και καθοδικών επιδράσεων στο ΑΕΠ καθώς και των τελευταίων διαθέσιμων οικονομικών στοιχείων, η πρόβλεψη για τον ρυθμό ανάπτυξης του 2024 οδηγείται σε οριακή προς τα κάτω αναθεώρηση, κατά 0,1%, έναντι του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού 2024.

Ως εκ τούτου, η τρέχουσα πρόβλεψη για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2024 ανέρχεται σε 2,9% σε ετήσια βάση. Βάσει αυτής, το πραγματικό ΑΕΠ του 2024 αναμένεται να ανέλθει στο μεγαλύτερο ύψος της περιόδου μετά το 2010 (υπερβαίνοντας τα 200 δισ. ευρώ σε σταθερές τιμές), ενώ σε ονομαστικούς όρους αναμένεται να ανέλθει σε 233,8 δισ. ευρώ και να υπερβεί κατά 3,5% το μέσο επίπεδο της τελευταίας πενταετίας πριν την είσοδο της Ελλάδας στο πρώτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής.

Σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2024 αναμένεται να αποκλίνει προς τα πάνω κατά 1,7 ποσοστιαίες μονάδες, διατηρώντας σχεδόν εξ ολοκλήρου το μέγεθος της αντίστοιχης θετικής απόκλισης που εκτιμάται σήμερα για το 2023 (1,8%, βάσει των προβλέψεων για την ΕΕ στις Φθινοπωρινές Οικονομικές Προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής). Αυτό καταδεικνύει ότι οι εγχώριοι παράγοντες της οικονομίας, δηλαδή η εθνική οικονομική πολιτική και ο σχεδιασμός ανάκαμψης και ανθεκτικότητας που εφαρμόζεται σήμερα στην Ελλάδα, συγκροτούν ένα ανάχωμα απέναντι στη συγκυριακή αστάθεια του διεθνούς περιβάλλοντος. Εκφάνσεις της δυναμικής αυτής αποτελούν οι προβλέψεις για τη συνεχιζόμενη επέκταση της αγοράς εργασίας και για ενεργό ζήτηση σε ιστορικό υψηλό των τελευταίων 14 ετών.

Σε επίπεδο των συνιστωσών του ΑΕΠ, έναντι του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού 2024, προκύπτει για το 2024 μικρή προς τα κάτω αναθεώρηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των εξαγωγών, ως απόρροια τόσο της χαμηλότερης εξωτερικής ζήτησης όσο και της οριακά ανοδικής αναθεώρησης της πρόβλεψης για τον ετήσιο ρυθμό πληθωρισμού.

Κατά το μεγαλύτερο μέρος της, η καθοδική πίεση στις ως άνω συνιστώσες του ΑΕΠ αντισταθμίζεται από την αναμενόμενη επιτάχυνση υλοποίησης του σχεδίου «Ελλάδα 2.0», που ωθεί υψηλότερα τις επενδύσεις, από κοινού με την αποκατάσταση των υποδομών στις περιοχές που επλήγησαν από τις πλημμύρες τον Σεπτέμβριο 2023. Οι δαπάνες από επιχορηγήσεις και δάνεια του ΤΑΑ προβλέπεται το 2024 να επιταχύνουν τη συμβολή τους στην ενίσχυση της παραγωγικότητας και στον μετασχηματισμό προς ένα παραγωγικό μοντέλο υψηλής προστιθέμενης αξίας, μέσω φιλόδοξων επενδύσεων (και των συναφών τους διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων) στους τομείς της πράσινης οικονομίας, του ψηφιακού μετασχηματισμού, του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, της εξαγωγικής ικανότητας, του ανθρώπινου κεφαλαίου και της αγοράς εργασίας.

Σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη προέρχεται από τις επενδύσεις, οι οποίες το 2024 αναμένεται να αυξηθούν με ρυθμό 15,1% (έναντι 12,1% στο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού 2024). Ως απόρροια, το πραγματικό επενδυτικό κενό μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης προβλέπεται να μειωθεί το 2024 σε 5%, το χαμηλότερο ποσοστό για όλη την περίοδο από το 2010, όπως αποτυπώνεται στο

Κατά δεύτερον, η συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης, αν και με ηπιότερο ρυθμό σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, λόγω της αυξανόμενης στενότητας στην αγορά εργασίας (+0,9% το 2024 έναντι +1,4% το 2023), αναμένεται να συνεχίσει να στηρίζει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Σε αυτή τη βάση, η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση προβλέπεται για το 2024 να διατηρηθεί σε ανοδική τροχιά ύψους 1,3% σε ετήσια βάση, σε συμφωνία με την πρόβλεψη για ελαφρώς πιο αργή επαναφορά του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ.

Τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης της οικονομίας, με έναρξη εφαρμογής το 2024, δημιουργούν επιπλέον συνέργειες με τις ισχύουσες πολιτικές ενίσχυσης των εισοδημάτων και της οικονομικής δραστηριότητας, στοχεύοντας, όπως και η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, στη μείωση των ανισοτήτων και των στρεβλώσεων. Σημαντική ενίσχυση για το διαθέσιμο εισόδημα αναμένεται από τις αυξήσεις στο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, την εκ νέου αύξηση των συντάξεων, την άρση του «παγώματος» των τριετιών, την αύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ για οικογένειες με παιδιά, την αύξηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος κατά 8%, την επέκταση του επιδόματος μητρότητας για αυτοαπασχολούμενους και αγρότες, το ετήσιο βοήθημα προς τους νέους (youth pass), την κατάργηση της συμμετοχής στο κόστος των φαρμάκων για τους πρώην δικαιούχους του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ) και από μία σειρά άλλων δημοσιονομικών μέτρων.

Oι ανοδικές πληθωριστικές πιέσεις αναμένεται να εξομαλυνθούν περαιτέρω κατά τη διάρκεια του 2024, στο 2,6% κατά μέσο όρο.

Παρά τη διατήρηση των τιμών σε υψηλό επίπεδο έναντι της περιόδου πριν την ενεργειακή κρίση, οι ανοδικές πληθωριστικές πιέσεις αναμένεται να εξομαλυνθούν περαιτέρω κατά τη διάρκεια του 2024, στο 2,6% κατά μέσο όρο. Η μικρή προς τα πάνω αναθεώρηση, έναντι της πρόβλεψης στο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού 2024 (2,4%), απορρέει από τη μεγαλύτερη εκτιμώμενη επίδραση μεταφοράς του 2023, την εκτίμηση των διεθνών τιμών ενέργειας και την πιο αργή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού τους πρώτους μήνες του 2024, λόγω των επιπτώσεων των πρόσφατων καιρικών φαινομένων στην αγροτική παραγωγή. Αντίθετα, η σχετική σταθεροποίηση των τιμών στην ενέργεια αναμένεται να δράσει προς εξομάλυνση του ετήσιου ρυθμού πληθωρισμού το 2024.

Η συνεχιζόμενη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας αναμένεται να διαμορφώσει την ανεργία στο χαμηλότερο ποσοστό επί του εργατικού δυναμικού από το 2009, σε 10,6% βάσει της μεθοδολογίας της έρευνας εργατικού δυναμικού και σε 9,3% βάσει των εθνικών λογαριασμών. Βάσει των αναθεωρημένων στοιχείων εθνικών λογαριασμών για το 2022, τα 4,9 εκατομμύρια απασχολούμενων που προβλέπονται κατά μέσο όρο για το 2024, αντιστοιχούν σε ιστορικό υψηλό για όλη την περίοδο διαθέσιμων στοιχείων από το 1995, αντανακλώντας αντίστοιχη εικόνα για τους μισθωτούς (με αύξηση του αριθμού των τελευταίων κατά 1,0% το 2024 σε ετήσια βάση). Ο αριθμός των ανέργων αναμένεται να μειωθεί σε επίπεδα προ της οικονομικής προσαρμογής, παρά το εκτιμώμενο ιστορικά υψηλό ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού ηλικίας 15 – 64 ετών στο εργατικό δυναμικό (82,5%).

Εν μέσω της ελεγχόμενης δημοσιονομικής πολιτικής, η δημόσια κατανάλωση το 2024 αναμένεται να υποχωρήσει κατά 1,6% έναντι του 2023 (έτος για το οποίο ωστόσο εκτιμάται 6,7% υψηλότερα από το προ πανδημίας επίπεδο, σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ).

Η συμβολή του εξωτερικού τομέα στην πραγματική ανάπτυξη αναμένεται να κυμανθεί σε οριακά θετικό έδαφος (0,2% του ΑΕΠ, από 0,4% του ΑΕΠ στο προσχέδιο), με την αναθεώρηση να οφείλεται κυρίως στην επιβράδυνση των εξαγωγών αγαθών εξαιτίας της χαμηλότερης εκτιμώμενης ανάπτυξης στην ΕΕ και των χαμηλότερων εξαγωγών αγροτικών προϊόντων λόγω των καιρικών φαινομένων του προηγούμενου διαστήματος.

Ο όγκος των εισαγωγών αγαθών αναμένεται να έχει σημαντική αύξηση, 5,4% σε ετήσια βάση, σε σύνδεση με τις ανάγκες εισαγωγών για την πραγματοποίηση επενδύσεων του σχεδίου «Ελλάδα 2.0», την πραγματοποίηση έργων υποδομών στις περιοχές που επλήγησαν από τα καιρικά φαινόμενα το 2023 και την υποκατάσταση της απολεσθείσας αγροτικής παραγωγής των πληγεισών περιοχών προς κάλυψη των εγχώριων αναγκών. Σε εθνικολογιστικούς όρους, το έλλειμμα του ονομαστικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να επιβαρυνθεί ελαφρώς, ανερχόμενο ως ποσοστό του ΑΕΠ σε 5,4% από 5,0% το 2023, ως αποτέλεσμα της επιδείνωσης του ισοζυγίου αγαθών.

Από την άλλη πλευρά, το πραγματικό ισοζύγιο υπηρεσιών προβλέπεται να έχει θετική επίδραση στο ΑΕΠ, ύψους 1,2 ποσοστιαίων μονάδων, η οποία υπερκαλύπτει την εξέλιξη στο ισοζύγιο αγαθών σε όρους όγκου, χάρη στην εκτιμώμενη αύξηση τόσο των πραγματικών εισπράξεων από τον εξωτερικό τουρισμό όσο και των εξαγωγών μεταφορών και λοιπών υπηρεσιών.

Οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι για τη διαμόρφωση του ρυθμού ανάπτυξης, τόσο για το 2023 όσο και για το 2024, συνοψίζονται στην περαιτέρω επιβράδυνση της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας, στις δυσμενείς διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις, στη διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλότερα του αναμενομένου επίπεδα, στην όξυνση της ενεργειακής κρίσης, σε ακραία κλιματικά φαινόμενα, στη συνέχιση της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και στην εξέλιξη της απορρόφησης των κονδυλίων του ΤΑΑ.

Ανοδικά στον ρυθμό ανάπτυξης θα μπορούσαν να επιδράσουν η ενδεχόμενη ταχύτερη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, η ευνοϊκότερη του αναμενομένου εξέλιξη της τουριστικής κίνησης, η περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας, οι επιπρόσθετες συνέργειες από την έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του ΤΑΑ καθώς και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Σημαντική παράμετρος για την επίτευξη των ανωτέρω μακροοικονομικών στόχων είναι η γρήγορη αποκατάσταση της παραγωγικής δραστηριότητας που επλήγη από τις πρόσφατες πλημμύρες, αλλά και η πρόβλεψη έναντι αντίστοιχων μελλοντικών φαινομένων, καθώς η κλιματική αλλαγή δεν αποτελεί ένα παροδικό φαινόμενο. Για αυτόν τον σκοπό η κυβέρνηση λαμβάνει σήμερα επιπρόσθετα μέτρα και πραγματοποιεί σημαντικές επενδύσεις, μέσω εθνικών και συγχρηματοδοτούμενων πόρων, σε τέσσερα επίπεδα: α) στην κλιματική μετάβαση και απανθρακοποίηση, β) στην ανάπτυξη ανθεκτικών υποδομών σε ακραία καιρικά φαινόμενα, γ) στη σημαντική ενίσχυση της πολιτικής προστασίας και της πρόληψης και δ) στη θωράκιση της εθνικής οικονομίας από τις συνέπειες φυσικών καταστροφών, μέσω της πρόβλεψης σχετικών μόνιμων κονδυλίων στον προϋπολογισμό, την ενίσχυση της ασφάλισης καθώς και της ταχύτητας και της αποτελεσματικότητας της κρατικής αρωγής.

Ο πρώτος προϋπολογισμός μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας – Ανάπτυξη 2,4% το 2023 και 2,9% το 2024

Ο προϋπολογισμός του 2024 είναι ο πρώτος μετά από δεκατρία έτη που καταρτίζεται με το αξιόχρεο της χώρας να έχει ανακτήσει την επενδυτική του βαθμίδα. Πρόκειται για ένα επίτευγμα, όπως αναφέρει ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης κατά την κατάθεση του νέου προϋπολογισμού στη Βουλή, που οφείλεται πρωτίστως στη σκληρή προσπάθεια και στις θυσίες της ελληνικής κοινωνίας, σε συνδυασμό με τη συνετή και αποτελεσματική δημοσιονομική πολιτική των τελευταίων ετών, την επιτυχή αντιμετώπιση αλλεπάλληλων εξωγενών κρίσεων και την πολιτική σταθερότητα που έχει επιτύχει η χώρα.

Ωστόσο, επισημαίνεται από το υπουργείο, ο προϋπολογισμός του 2024 καταρτίζεται λίγες εβδομάδες μετά από διαδοχικές φυσικές καταστροφές που έπληξαν τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο 2023 την επικράτεια, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής θα είναι εδώ και απαιτείται αντιμετώπισή τους σε μόνιμη βάση. Για αυτόν τον σκοπό, αποτελεί προτεραιότητα η θωράκιση της χώρας απέναντι σε ακραία φυσικά φαινόμενα μέσω της δημιουργίας πιο ανθεκτικών υποδομών, της ενίσχυσης της πολιτικής προστασίας και της πρόληψης. Σε δημοσιονομικό επίπεδο είναι προφανές ότι απαιτούνται πρόβλεψη σχετικών κονδυλίων κατ’ έτος στον προϋπολογισμό, ενίσχυση της ασφάλισης καθώς και ταχύτητα και αποτελεσματικότητα της κρατικής αρωγής.

Παράλληλα, η διεθνής οικονομία παρουσιάζει σημάδια επιβράδυνσης, οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι σε χώρες της Ευρώπης αυξάνονται, ο πληθωρισμός, αν και αποκλιμακώνεται, συνεχίζει να παραμένει υψηλός διεθνώς, ειδικά σε βασικά είδη διατροφής, ενώ η περιοριστική νομισματική πολιτική επιδρά αρνητικά στην πιστωτική επέκταση.

Σύμφωνα με το κείμενο του προϋπολογισμού, σε αυτό το δυσμενές και αβέβαιο διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία αποδεικνύεται ανθεκτική. Ο ρυθμός ανάπτυξης παραμένει πλησίον των στόχων που έχουν τεθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου 2023 και αναμένεται να ανέλθει σε 2,4% το 2023 και 2,9% το 2024. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν σε ονομαστικούς όρους αναμένεται να αυξηθεί από 206,6 δισ. ευρώ το 2022 σε 222,8 δισ. ευρώ το 2023 και 233,8 δισ. ευρώ το 2024. Παράλληλα, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αναμένεται να κυμανθεί σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα και να διαμορφωθεί σε 4,1% έναντι 4,5% που προβλεπόταν στο Πρόγραμμα Σταθερότητας για το 2023 και να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 2,6% για το 2024. Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν κατά 7,1% κατά το τρέχον έτος και ακόμη περισσότερο κατά 15,1% το 2024, ενώ η ανεργία αναμένεται να μειωθεί από 11,2% το 2023 σε 10,6% το 2024.

Ο προϋπολογισμός του 2024, προστίθεται, καλείται να συγκεράσει τον στόχο της δημοσιονομικής σταθερότητας που είναι θεμέλιο για κάθε προσπάθεια, με τις νέες ανάγκες που δημιουργούνται καθώς και με το βασικό πρόταγμα της κοινωνίας, μετά την πληθωριστική κρίση, την αύξηση δηλαδή του διαθέσιμου εισοδήματος και των μισθών.

Το 2023 επετεύχθη σημαντική αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 9,1% σε σχέση με το 2022 χωρίς να αυξηθούν οι φόροι, εξέλιξη που συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα στοιχεία των τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών της ΕΛΣΤΑΤ, το σύνολο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας παρουσιάζει αύξηση 7,6% το δεύτερο τρίμηνο του 2023 έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2022. Η αύξηση των μισθών, χωρίς να θίγεται η ανταγωνιστικότητα, ενίσχυσε τα έσοδα του προϋπολογισμού, συμβάλλοντας στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.

Για αυτόν τον σκοπό, στον προϋπολογισμό έχουν συμπεριληφθεί όλα τα μέτρα που έχουν εξαγγελθεί προεκλογικά προς εφαρμογή το 2023 και 2024, τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, όπως και επιπρόσθετα μέτρα στήριξης που εξαγγέλθηκαν μετέπειτα. Καταλυτικά προς την κατεύθυνση της αύξησης του εισοδήματος το 2024 αναμένεται να δράσουν πολιτικές όπως η αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, η άρση του «παγώματος» των τριετιών στους μισθωτούς, η αύξηση του αφορολόγητου για οικογένειες με παιδιά, η αύξηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, η εκ νέου αύξηση των συντάξεων, αλλά και επενδυτικοί πόροι ύψους 12,17 δισ. ευρώ μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (8,55 δισ. ευρώ) και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (3,62 δισ. ευρώ), που αναμένεται να εισρεύσουν στην οικονομία εντός του 2024. Επιπλέον, ενισχύεται ο τομέας της υγείας με αύξηση της επιχορήγησης των νοσοκομείων κατά περίπου 20%, ενώ αύξηση των δαπανών υπάρχει και στον τομέα της παιδείας.

Παράλληλα, επισημαίνεται ότι προτεραιοποιούνται οι μεγάλες αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα με σειρά μέτρων που έχουν ανακοινωθεί για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Σε αυτό το πλαίσιο θεσμοθετούνται πολυεπίπεδες παρεμβάσεις που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων περιορισμούς στη χρήση μετρητών και ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, πλήρη εφαρμογή της ηλεκτρονικής διαβίβασης των λογιστικών αρχείων και αύξηση της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας των ελέγχων, αυστηριοποίηση των κυρώσεων καθώς και μεταρρύθμιση της φορολογίας των ατομικών επιχειρήσεων. Στόχος των ανωτέρω παρεμβάσεων είναι η δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών και η περαιτέρω ενίσχυση της κοινωνικής πολιτικής.

Όλα τα ανωτέρω, αναφέρεται στον προϋπολογισμό, πραγματοποιούνται χωρίς να αποκλίνει η χώρα από τους δημοσιονομικούς της στόχους. Παρά τις διαδοχικές κρίσεις το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης το 2022 διαμορφώθηκε σε οριακό πλεόνασμα ύψους 0,1% του ΑΕΠ. Στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού 2023 το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2023 είχε προβλεφθεί σε ύψος 0,7% του ΑΕΠ, ενώ στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου 2023 το πρωτογενές αποτέλεσμα είχε εκτιμηθεί σε πλεόνασμα ύψους 1,1% του ΑΕΠ.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της εκτέλεσης του προϋπολογισμού, το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης για το 2023 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε πλεόνασμα ύψους 2.555 εκατ. ευρώ ή 1,1% του ΑΕΠ, πλησίον των προβλέψεων του Προγράμματος Σταθερότητας. Το συνολικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται πλησίον των προβλέψεων της εισηγητικής έκθεσης του προϋπολογισμού 2023, λόγω της αύξησης των τόκων Γενικής Κυβέρνησης και διαμορφώνεται σε συνολικό έλλειμμα 2,1% του ΑΕΠ, έναντι 2,0% που ήταν η πρόβλεψη του προϋπολογισμού 2023.

Αντίστοιχα, το πρωτογενές αποτέλεσμα για το 2024 προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 2,1% του ΑΕΠ σύμφωνα με τους στόχους του Προγράμματος Σταθερότητας. Το γεγονός ότι το δημοσιονομικό αποτέλεσμα των ετών 2023 και 2024 παραμένει εντός των εκτιμήσεων που είχαν αποτυπωθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, ενισχύει την αξιοπιστία του αξιόχρεου της χώρας προς τη διεθνή κοινότητα και τους οίκους αξιολόγησης.

Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να αποκλιμακωθεί εντυπωσιακά από 172,6% του ΑΕΠ το 2022 σε 160,3% το 2023 και σε 152,3% το 2024.

Τα ανωτέρω, καταλήγει το υπουργείο, αποδεικνύουν ότι η χώρα έχει εισέλθει σε έναν ενάρετο κύκλο μείωσης του χρέους και οικονομικής ανάπτυξης. Ασφαλώς η οικονομική δραστηριότητα εξαρτάται από τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον και τις ενδεχόμενες εξωγενείς κρίσεις. Η οικονομική σταθερότητα και πρόοδος διασφαλίζονται μόνο εάν τηρηθούν απαρέγκλιτα οι τιθέμενοι δημοσιονομικοί στόχοι, διοχετεύοντας παράλληλα τους πεπερασμένους δημοσιονομικούς πόρους στοχευμένα, με τη μέγιστη δυνατή οικονομική και κοινωνική αποτελεσματικότητα.

Οι παρεμβάσεις για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και την αύξηση των δημοσίων εσόδων

Με γνώμονα την κοινωνική δικαιοσύνη και τη διασφάλιση της δίκαιης κατανομής των φορολογικών βαρών μεταξύ των φορολογουμένων, με απώτερο στόχο τη μείωση αυτών και την ενίσχυση της κοινωνικής πολιτικής, θεσμοθετούνται πολυεπίπεδες παρεμβάσεις για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση:

Αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:

την ολοκλήρωση της διασύνδεσης των ταμειακών μηχανών με τα POS και την επέκταση της υποχρέωσης κατοχής συστήματος ηλεκτρονικών πληρωμών στους υπόλοιπους κλάδους της λιανικής αγοράς,

– τον περιορισμό της χρήσης μετρητών με καθιέρωση της αγοραπωλησίας ακινήτων αποκλειστικά με χρήση τραπεζικών μέσων, την πληρωμή των προνοιακών επιδομάτων μέσω χρεωστικών καρτών και την αύξηση των προστίμων για αγορές άνω των 500 ευρώ με μετρητά,

– τη θέσπιση υποχρεωτικής ηλεκτρονικής διαβίβασης των λογιστικών αρχείων στην ΑΑΔΕ (myData). Στο πλαίσιο αυτό, δαπάνες προς έκπτωση δεν λαμβάνονται υπόψη εάν τα παραστατικά στα οποία στηρίζονται δεν έχουν διαβιβασθεί ηλεκτρονικά, ενώ έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα δεν μπορεί να είναι μικρότερα από αυτά που έχουν διαβιβαστεί στην πλατφόρμα,

– την ψηφιοποίηση των ελέγχων της φορολογικής αρχής με χρήση εργαλείων ανάλυσης δεδομένων και επιχειρησιακής νοημοσύνης, σε συνδυασμό με πληροφόρηση από πλήθος ηλεκτρονικών πηγών,

την πρόβλεψη χρηματικού μπόνους για τους πολίτες που κάνουν καταγγελίες για παραποιημένες ταμειακές μηχανές, οι οποίες καταλήγουν σε έλεγχο και επιβολή προστίμου,

– την αυστηροποίηση των κυρώσεων για νοθεία, λαθρεμπόριο καυσίμων ή παρεμπόδιση του ελέγχου καθώς και την ενεργοποίηση του ψηφιακού δελτίου αποστολής και

– τη μεταρρύθμιση της φορολογίας των ατομικών επιχειρήσεων, από την οποία αναμένεται να βεβαιωθούν πρόσθετα έσοδα της τάξης τουλάχιστον των 600 εκατ. ευρώ (ενώ προβλέπεται μείωση του τέλους επιτηδεύματος για τις ατομικές επιχειρήσεις με εκτιμώμενο κόστος 106 εκατ. ευρώ). Τα επιπλέον έσοδα αναμένεται να διατεθούν κυρίως για την ενίσχυση των δαπανών της υγείας και της παιδείας. Σημειώνεται ότι έχει προβλεφθεί αύξηση της επιχορήγησης προς τα νοσοκομεία κατά 481 εκατ. ευρώ το 2024 έναντι του 2023 (αύξηση 20%), ενώ η αύξηση στον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού ανέρχεται σε 255 εκατ. ευρώ.

Τα μέτρα για την στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος και τη μείωση των ανισοτήτων

Με στόχο την τόνωση του διαθέσιμου εισοδήματος και η μείωση των ανισοτήτων, η κυβέρνηση όπως περιγράφεται στον προϋπολογισμό ελήφθησαν μια σειρά από μέτρα, από το πρώτο εξάμηνο του 2023 και συνεχίζουν να υλοποιούνται.

Συγκεκριμένα:

– η αναμόρφωση του ειδικού μισθολογίου των ιατρών του ΕΣΥ με μεσοσταθμική αύξηση 10% και κόστος 92 εκατ. ευρώ για το 2023 και 65 εκατ. ευρώ για το 2024 και εφεξής,

– η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης στους δημοσίους υπαλλήλους με κόστος 202 εκατ. ευρώ ετησίως και στους συνταξιούχους με ετήσιο κόστος 274 εκατ. ευρώ, οι οποίες θεσπίστηκαν σε συνέχεια της μονιμοποίησης της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα,

– η διευθέτηση μισθολογικών αιτημάτων των Ενόπλων Δυνάμεων με κόστος 58,5 εκατ. ευρώ ετησίως,

– η κατάργηση της ειδικής εισφοράς 1% υπέρ του ΤΠΔΥ με ετήσιο κόστος 80 εκατ. ευρώ,

η καταβολή τον Μάρτιο 2023 εφάπαξ οικονομικής ενίσχυσης από 200 έως 300 ευρώ σε συνταξιούχους που δεν έλαβαν αύξηση στις συντάξεις τους το 2023 λόγω προσωπικής διαφοράς, με κόστος 280 εκατ. ευρώ,

– η αύξηση της διάρκειας του επιδόματος μητρότητας σε εννέα μήνες για γυναίκες απασχολούμενες στον ιδιωτικό τομέα με κόστος 64 εκατ. ευρώ ετησίως και

– η αύξηση των επιδομάτων αναπηρίας του ΟΠΕΚΑ και του ΕΦΚΑ κατά 8% από 1ης Μαΐου 2023 με κόστος 63 εκατ. ευρώ για το 2023 και 95 εκατ. ευρώ για το 2024 και εφεξής.

Επιπλέον, τον Απρίλιο 2023 αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός στα 780 ευρώ από το ποσό των 713 ευρώ.

Μετά τις διπλές εκλογές του Μαΐου – Ιουνίου 2023, τον σχηματισμό κυβέρνησης τον Ιούνιο 2023 και τις προγραμματικές δηλώσεις, εξαγγέλθηκε πλέγμα παρεμβάσεων, που αφορούσε στο δεύτερο εξάμηνο του έτους 2023 και το 2024, για την τόνωση του διαθέσιμου εισοδήματος και τη μείωση των ανισοτήτων. Ειδικότερα, προβλέφθηκαν τα παρακάτω μέτρα:

αναμορφώνεται το μισθολόγιο του δημόσιου τομέα για την ενίσχυση των εισοδημάτων στον δημόσιο τομέα, τη στήριξη σε μεγαλύτερο βαθμό των χαμηλόμισθων δημοσίων υπαλλήλων, των οικογενειών με παιδιά και όσων κατέχουν θέση ευθύνης στο Δημόσιο (συνολικό δημοσιονομικό κόστος 25 εκατ. ευρώ για το 2023 και 931 εκατ. ευρώ για το 2024). Οι βασικές παρεμβάσεις αφορούν στην οριζόντια αύξηση κατά 70 ευρώ στον βασικό μισθό, στην αύξηση της οικογενειακής παροχής από 20 έως 50 ευρώ μηνιαίως, στην αύξηση των επιδομάτων θέσης ευθύνης κατά 30% και στην αύξηση του επιδόματος παραμεθορίου και ειδικών συνθηκών εργασίας στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Παράλληλα, αυξάνεται το μισθολόγιο των μελών ΔΕΠ καθώς και τα έξοδα μετακίνησης και διανυκτέρευσης του πολιτικού και ένστολου προσωπικού,

– θεσμοθετήθηκαν αυξήσεις με ετήσιο κόστος 7 εκατ. ευρώ για την αναπροσαρμογή των συντάξεων ειδικών κατηγοριών οι οποίες υπάγονται στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών – ΓΛΚ. Λόγω της αναδρομικής ισχύος της ρύθμισης, ανάλογα με την κατηγορία των συνταξιούχων, το δημοσιονομικό κόστος εκτιμάται σε 5 εκατ. ευρώ για το 2023 και 56 εκατ. ευρώ το 2024,

– θεσμοθετείται μόνιμη παροχή ύψους 150 ευρώ για την πραγματοποίηση αγορών από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς του πολιτισμού, του τουρισμού και των μεταφορών, στο πλαίσιο της οικονομικής ενίσχυσης περίπου 200.000 νέων ηλικίας 18 και 19 ετών (συνολικό δημοσιονομικό κόστος 31 εκατ. ευρώ για καθένα από τα έτη 2023 και 2024),

– παρέχεται τον Δεκέμβριο 2023 έκτακτη ενίσχυση από 100 έως 200 ευρώ, με δημοσιονομικό κόστος 107 εκατ. ευρώ, για την οικονομική στήριξη περίπου 750.000 συνταξιούχων με συντάξεις έως 1.600 ευρώ που έχουν προσωπική διαφορά άνω των 10 ευρώ,

– μονιμοποιείται η πλήρης απαλλαγή περίπου 200.000 πρώην δικαιούχων ΕΚΑΣ από τη συμμετοχή τους στη φαρμακευτική δαπάνη (δημοσιονομικό κόστος 38 εκατ. ευρώ κατ’ έτος),

– αυξάνεται από τον Δεκέμβριο 2023 κατά 8% το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για την εισοδηματική ενίσχυση περίπου 225.000 ευάλωτων νοικοκυριών (δημοσιονομικό κόστος 4 εκατ. ευρώ για το 2023 και 43 εκατ. ευρώ για το 2024),

– επεκτείνεται το επίδομα μητρότητας από το 2024 στους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες στους εννέα μήνες, για την αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας και τη στήριξη της οικογένειας, σε συνέχεια και της ήδη θεσμοθετημένης αύξησης σε εννέα μήνες για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (δημοσιονομικό κόστος 40 εκατ. ευρώ για το 2024),

– προβλέπεται ο διπλασιασμός του επιτυχημένου προγράμματος «ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ» με επιπλέον 375 εκατ. ευρώ υπό μορφή δανείων, για την αντιμετώπιση του ιδιαίτερα έντονου στεγαστικού προβλήματος, ιδίως των νέων ατόμων και τη στήριξη του οικογενειακού προγραμματισμού. Σημειώνεται ότι ο συνολικός προϋπολογισμός του προγράμματος ανήλθε στο 1 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 750 εκατ. ευρώ προέρχονται από τα ταμειακά διαθέσιμα της ΔΥΠΑ και το υπόλοιπο από τις τράπεζες,

– αυξάνεται αναδρομικά από την 1η Ιουλίου 2023 το πτητικό επίδομα για τους πιλότους και τα πληρώματα των πυροσβεστικών αεροσκαφών, με δημοσιονομικό κόστος 700 χιλ. ευρώ ετησίως και

– παρέχεται οικονομική στήριξη κατά τον μήνα Δεκέμβριο 2023 σε ευάλωτα νοικοκυριά, που περιλαμβάνει τους δικαιούχους του επιδόματος παιδιού του ΟΠΕΚΑ (μιάμιση μηνιαία δόση), τους δικαιούχους των αναπηρικών επιδομάτων του ΟΠΕΚΑ και του e-ΕΦΚΑ (200 ευρώ), τους δικαιούχους του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος (50% της μηνιαίας δόσης), χαμηλοσυνταξιούχους χωρίς προσωπική διαφορά με κύριες συντάξεις έως 700 ευρώ και ανασφάλιστους υπερήλικες (150 ευρώ). Το σύνολο των δικαιούχων εκτιμάται σε 2,3 εκατομμύρια, με δημοσιονομικό κόστος 352 εκατ. ευρώ.

Επιπλέον των ανωτέρω δημοσιονομικών μέτρων εφαρμόζονται οι ακόλουθες παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας και στο συνταξιοδοτικό σύστημα:

– από τον Ιανουάριο 2024 αίρεται το πάγωμα των τριετιών στους μισθωτούς,

– καταργείται η μείωση 30% επί των συντάξεων για τους απασχολούμενους συνταξιούχους και αντικαθίσταται με εισφορά 10% επί των πρόσθετων αμοιβών που λαμβάνουν από την εργασία τους και

– αυξάνονται εκ νέου από την 1η Ιανουαρίου 2024 οι συντάξεις κατά τον μέσο όρο της αύξησης του ΑΕΠ και του πληθωρισμού 2023, με υπολογιζόμενο κόστος 430 εκατ. ευρώ.

Επιπλέον, οι παρεμβάσεις φορολογικής φύσης αφορούν:

– στην αύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ στους φορολογούμενους με ένα ή περισσότερα εξαρτώμενα τέκνα (δημοσιονομικό κόστος 135 εκατ. ευρώ για το 2024),

– στη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 10% για κατοικίες που ασφαλίζονται για φυσικές καταστροφές (δημοσιονομικό κόστος 26 εκατ. ευρώ για το 2024) και

– στην αναμόρφωση του πλαισίου λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς με σημαντικά επενδυτικά και φορολογικά κίνητρα:

α) μείωση του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίων από 0,5% σε 0,2% (ετήσιο δημοσιονομικό κόστος 22 εκατ. ευρώ),

β) μείωση κατά 50% του φόρου χρηματιστηριακών συναλλαγών (ετήσιο δημοσιονομικό κόστος 21 εκατ. ευρώ) και

γ) κατάργηση του φόρου τόκων ομολόγων σε κρατικά και επιχειρηματικά ομόλογα (ετήσιο δημοσιονομικό κόστος 7 εκατ. ευρώ).

Επιπλέον, από τον Ιανουάριο 2024 αναμένεται να μονιμοποιηθεί ο μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ που εφαρμόστηκε από την περίοδο της πανδημίας του Covid-19 στις μεταφορές, στα γυμναστήρια και σχολές χορού, στους κινηματογράφους και σε μία σειρά αγαθών σχετιζόμενα με τη δημόσια υγεία, με εκτιμώμενο κόστος 305 εκατ. ευρώ κατ’ έτος. Οι εν λόγω κατηγορίες αφορούν στις αστικές, προαστιακές, χερσαίες και σιδηροδρομικές μεταφορές, στις θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές, στα γυμναστήρια και σχολές χορού, στους κινηματογράφους και ζωολογικούς κήπους και σε μία σειρά αγαθών σχετιζόμενα με τη δημόσια υγεία, που περιλαμβάνουν μέσα ατομικής υγιεινής και προστασίας, φίλτρα και γραμμές αιμοκάθαρσης, αιμοδιήθησης, αιμοδιαδιήθησης και πλασμαφαίρεσης καθώς και απινιδωτές. Επιπροσθέτως, ο μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ στον καφέ και στα ταξί αναμένεται να επεκταθεί για το πρώτο εξάμηνο του έτους 2024, με εκτιμώμενο κόστος 77 εκατ. ευρώ για έξι μήνες. Ο μειωμένος συντελεστής δεν αναμένεται να επεκταθεί στα σερβιριζόμενα μη αλκοολούχα ποτά, με εκτιμώμενη εξοικονόμηση 37 εκατ. ευρώ ετησίως. Το συνολικό δημοσιονομικό κόστος των ανωτέρω επεκτάσεων εκτιμάται σε 382 εκατ. ευρώ για το 2024.

Επιπρόσθετα, με στόχο τη ρύθμιση της αγοράς των βραχυχρόνιων μισθώσεων και την αντιμετώπιση των δευτερογενών αρνητικών συνεπειών στην κτηματαγορά και τα ενοίκια, εισάγεται η υποχρέωση για τα φυσικά πρόσωπα που διαθέτουν τρία ή περισσότερα ακίνητα σε βραχυχρόνια μίσθωση να κάνουν έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας, ενώ το εισόδημα που αποκτάται από τα νομικά πρόσωπα και τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα από τη βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτου, θεωρείται εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και υπόκειται σε ΦΠΑ και τέλος παρεπιδημούντων. Επιπλέον, αυστηροποιούνται ο ορισμός της βραχυχρόνιας μίσθωσης καθώς και τα πρόστιμα για μη εγγραφή στο Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής.