Για την πρόσβαση των επιχειρήσεων στην τραπεζική χρηματοδότηση και την ανάπτυξη στην μετά COVID-19 εποχή μίλησε ο Πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, σε εκδήλωση-συζήτηση που διοργάνωσε την Πέμπτη 10/2/2023 ο “Κύκλος Νέων Επιχειρηματιών και Επαγγελματιών” και στην οποία τοποθετήθηκαν, μεταξύ άλλων, ο Υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, ο Διευθύνων Σύμβουλος του ΤΧΣ, Ηλίας Ξηρουχάκης και από τον “Κύκλο” ο κ. Πάρις Παπαβασιλείου.
Στην εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε παρουσία 150 επιχειρηματιών, συζητήθηκε αναλυτικά το θέμα της αξιοποίησης των κοινοτικών κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας και του ΕΣΠΑ.
Ο κ. Παπαβασιλείου ευχαρίστησε θερμά τον κ. Χατζηθεοδοσίου για τη συμβολή του στην επιτυχή διοργάνωση της εκδήλωσης και τον ανακήρυξε Επίτιμο Μέλος του “Κύκλου Νέων Επιχειρηματιών και Επαγγελματιών”
Το “παρών” έδωσε και ο Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, και μέλος της Διοίκησης του Ε.Ε.Α., Γιώργος Καββαθάς.
Από το Ε.Ε.Α. παρέστησαν ακόμη ο Αντιπρόεδρος, Νίκος Γρέντζελος, και ο Πρόεδρος της “Αρωγός Συμβουλευτική Αναπτυξιακή Αστική Εταιρία Μη Κερδοσκοπικού Χαρακτήρα ΕΕΑ” και μέλος του Δ.Σ. του Ε.Ε.Α. Δημήτρης Βαρδακώστας.
Τη συζήτηση συντόνισε ο δημοσιογράφος Χρήστος Κώνστας.
Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας:
Το 2022 ήταν μια από τις χειρότερες χρονιές για την αγορά και κυρίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ξεκίνησε με την προσδοκία ότι η υποχώρηση της πανδημίας θα έδινε ώθηση στη γρήγορη ανάκαμψης της οικονομίας, μετά το σοκ που προκάλεσαν οι περιορισμοί στην επιχειρηματική και κοινωνική δραστηριότητα.
Ωστόσο, οι προσδοκίες αυτές επισκιάστηκαν από την εμφάνιση της ενεργειακής κρίσης, τον πόλεμο στην Ουκρανία και την εκτίναξη του πληθωρισμού.
Μετά το σοκ της πανδημίας, ήρθε η ενεργειακή κρίση, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ακρίβεια, για να δοκιμάσουν τις αντοχές της αγοράς και των νοικοκυριών.
Η εκτόξευση των πάγιων λογαριασμών, σε συνδυασμό με τις πρωτοφανείς, για τα δεδομένα του ευρώ, πληθωριστικές πιέσεις, δοκίμασε και δοκιμάζει σκληρά τις αντοχές επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Σύμφωνα με στοιχεία που έχουμε στη διάθεση μας για το 2022, το πρώτο εξάμηνο του έτους το κόστος της ενέργειας για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 76%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 43,5%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 57,8% και το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 26,2%.
Ήδη από το πρώτο εξάμηνο του 2022, το 44,8% των ΜμΕ καταγράφει μείωση της ζήτησης και το 52,7% δηλώνει μείωση ρευστότητας.
Το 27,8% του συνόλου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωναν τον Ιούλιο του 2022, ότι λειτουργούν με μηδενικά ρευστά διαθέσιμα.
Την ώρα που το κόστος λειτουργίας αυξάνεται και η ρευστότητα περιορίζεται, η συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων παραμένει αποκλεισμένη από τον τραπεζικό δανεισμό.
Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί:
Σήμερα στην ελληνική οικονομία υπάρχουν περίπου 850.000 ΑΦΜ επιχειρήσεων.
Από αυτές τις επιχειρήσεις, μόλις 50.000 περίπου έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό.
Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται οι 500 μεγάλες επιχειρήσεις, σύμφωνα με τον κοινοτικό ορισμό και οι υπόλοιπες είναι μεσαίες και μικρές.
Από εκεί και πέρα, υπάρχουν οι εκατοντάδες χιλιάδες μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες, που βρίσκονται εκτός του τραπεζικού συστήματος.
Επιχειρήσεις που είτε απορρίπτονται από τις τράπεζες στην προσπάθειά τους να διεκδικήσουν δάνειο, είτε αποφεύγουν εξ αρχής να απευθυνθούν στις τράπεζες για δανεισμό, γνωρίζοντας ότι θα βρουν τις πόρτες κλειστές.
Το πρόβλημα έχει επισημανθεί επανειλημμένα στο δημόσιο διάλογο. Χωρίς, όμως, να καταγράφεται κάποια σημαντική βελτίωση.
Το 2020 είχαμε σημαντική αύξηση της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας – δηλαδή των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Ο λόγος είναι ότι οι ενισχύσεις που παρείχε η Πολιτεία για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, πέρασαν στο μεγαλύτερο μέρος τους από το τραπεζικό σύστημα. Έτσι, οι καθαρές ροές χρηματοδότησης τη συγκεκριμένη χρονιά ξεπέρασαν τα 5 δισ. ευρώ.
Το 2021 η καθαρή χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα έπεσε κάτω από τα 2 δις. ευρώ, σημειώνοντας μείωση 66,33%.
Το πρώτο 9μηνο του 2022 είχαμε μια νέα εκτίναξη, με την καθαρή ροή προς τον ιδιωτικό τομέα να πλησιάζει τα 4 δισ. ευρώ. Η αύξηση αυτή πιθανόν να σχετίζεται με την εκταμίευση πόρων από το δανειακό σκέλος του Ταμείου Ανάκαμψης.
Ωστόσο, η επέκταση αυτή δεν αφορά τις μικρές επιχειρήσεις – για τις οποίες οι ροές όχι απλώς δεν αυξήθηκαν, αλλά παρέμειναν αρνητικές.
Συγκεκριμένα, οι ροές προς τους ελεύθερους επαγγελματίες, τις μικρές επιχειρήσεις και τους αγρότες, οι ροές ήταν αρνητικές κατά 272 εκατ. περίπου, ενώ παρατηρείται σταθερή επιδείνωσή τους τα τελευταία χρόνια.
Μειονέκτημα υπάρχει και ως προς το κόστος του δανεισμού, καθώς οι μικρές επιχειρήσεις δανείζονται με πολύ υψηλότερο επιτόκιο, σε σχέση με τις μεγαλύτερες.
Και το πρόβλημα αναμένεται να οξυνθεί, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αυξάνει και πάλι τα επιτόκια, σε μια προσπάθεια συγκράτησης του πληθωρισμού.
Το Σεπτέμβριο του 2022 τα σταθμισμένα επιτόκια δανεισμού έφτασαν στη χώρα μας το 4,60% από 4,00% που ήταν τον προηγούμενο μήνα. Ωστόσο, αυτοαπασχολούμενοι, οι αγρότες και οι ατομικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να δανείζονται με επιτόκια υψηλότερα ως και 2,5%, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις.
Επίσης, παρά το ότι τα επιτόκια δανεισμού ανεβαίνουν, δεν βλέπουμε αντίστοιχη αύξηση στα επιτόκια καταθέσεων, που παραμένουν σχεδόν μηδενικά – κάτω του 0,05%.
Με δεδομένη την εξέλιξη του πληθωρισμού, αυτό πρακτικά σημαίνει ότι έχουμε αρνητικά πραγματικά επιτόκια καταθέσεων.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον – της ασφυκτικής έλλειψης ρευστότητας και της αδυναμίας δανεισμού – οι προοπτικές ανάπτυξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων υποβαθμίζονται σημαντικά.
Καθώς οι περισσότερες δίνουν πλέον καθημερινό αγώνα για να επιβιώσουν και να μην πνιγούν από τα χρέη, οι δυνατότητες για την υλοποίηση νέων επιχειρηματικών σχεδίων είναι ελάχιστες.
Όπως προκύπτει από σχετική Έκθεση, οι περισσότερες επενδύσεις μικρομεσαίων επιχειρήσεων ήταν μικρής κλίμακας και κάλυπταν κυρίως ανάγκες προσαρμογής ή συντήρησης και πολύ λιγότερο επέκτασης ή ανάπτυξης.
Για πάνω από 1 στις 2 επιχειρήσεις το ύψος της επένδυσης δεν ξεπέρασε τα 5.000 ευρώ, ενώ πάνω από 8 στις 10 χρηματοδότησαν τις επενδύσεις τους με ίδια κεφάλαια.
Είναι αλήθεια ότι η προοπτική αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δημιούργησε σημαντικές προσδοκίες.
Είναι μια μοναδική ευκαιρία, να αποκτήσουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις πρόσβαση σε ενισχύσεις και σε ευνοϊκή δανειοδότηση, για να επενδύσουν σε στρατηγικούς για την ανάπτυξή τους τομείς: στον ψηφιακό μετασχηματισμό, στην εξωστρέφεια, στην ενσωμάτωση καινοτομιών, στην πράσινη μετάβαση.
Και πράγματι, σε επίπεδο σχεδιασμού, προβλέπονται συγκεκριμένες δράσεις και δίαυλοι χρηματοδότησης, με στόχευση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ειδικότερα:
- Ενισχύσεις για την υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών
- Πρόγραμμα εγγυήσεων, ύψους 500 εκατ. για την υλοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων και τη χρηματοδότηση μετοχικών κεφαλαίων
- Δράσεις ύψους 500 εκατ. ευρώ, για τη χρηματοδότηση επενδύσεων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μέσω της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας Επενδύσεων.
Στην πράξη, όμως, ο σχεδιασμός αυτός φαίνεται ως τώρα να ευνοεί τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις – αυτές που ήδη έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό.
Ο μεγάλος όγκος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων – εκείνων δηλαδή που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από τις δανειοδοτικές δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης – παραμένει εκτός, λόγω αδυναμίας κάλυψης των τραπεζικών κριτηρίων χρηματοδότησης.
Αντίστοιχα εμπόδια παρουσιάζονται και όσον αφορά τις δράσεις του ΕΣΠΑ. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, τα προγράμματα χρηματοδότησης αφορούν στο 6% των ΜμΕ, ενώ ο τραπεζικός δανεισμός μόλις στο 3,8%.
Ουσιαστικά, σήμερα οι τράπεζες ανταγωνίζονται για να προσελκύσουν πελάτες, από την ίδια, μικρή δεξαμενή των 40.000 – 50.000 επιχειρήσεων.
Για τις υπόλοιπες, εξακολουθούν να έχουν την πόρτα κλειστή.
Εφόσον το πρόβλημα αυτό δεν αντιμετωπιστεί, η «ψαλίδα» μεταξύ μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων θα συνεχίσει να μεγαλώνει.
Θα έχουμε αρνητικά αποτελέσματα ως προς το ύψος και τον αριθμό των επενδύσεων, αλλά και ως προς τη δυνατότητα απορρόφησης των κοινοτικών πόρων.
Κυρίως, θα δούμε να οδηγείται σε μαρασμό ένα μεγάλο μέρος της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας – η οποία είναι η ατμομηχανή της ανάπτυξης και ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας.
Δεν νοείται βιώσιμη ανάπτυξη, χωρίς μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Δεν νοείται σε μια ελεύθερη ευρωπαϊκή οικονομία, να μην υπάρχει στήριξη του επιχειρείν από το χρηματοπιστωτικό τομέα.
Χρειάζεται, άμεσα, μια νέα προσέγγιση – κυρίως από την πλευρά της Πολιτείας, αλλά και από την πλευρά των τραπεζών.
Σε πρώτη προτεραιότητα, σαφώς, τίθεται η αντιμετώπιση των άμεσων προκλήσεων, καθώς στο επόμενο διάστημα τα προβλήματα ρευστότητας θα εντείνονται.
Είναι απαραίτητη η στήριξη των επιχειρήσεων, στην προσπάθεια διαχείρισης των οφειλών τους, ώστε να μην έχουμε μια νέα εκτίναξη του ιδιωτικού χρέους και των κόκκινων δανείων.
Στο πλαίσιο αυτό, έχουμε προτείνει και ζητούμε να υπάρξει νέα ρύθμιση, για την ευκολότερη αποπληρωμή του συνόλου των οφειλών προς το Δημόσιο.
Όσον αφορά τη διαχείριση του τραπεζικού δανεισμού, τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν πρόσφατα – για τη διευκόλυνση περίπου 30.000 δανειοληπτών – είναι σίγουρα κατώτερα των προσδοκιών.
Ιδίως τη στιγμή που οι τράπεζες αναμένεται να καταγράψουν για το 2022 κέρδη της τάξης των 5 δισ. ευρώ.
Θα πρέπει να υπάρξει περισσότερη πίεση από την πλευρά της Πολιτείας και των επιχειρηματικών φορέων προς τον τραπεζικό τομέα, για αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων, για τη μείωση των προμηθειών στις συναλλαγές, για την προστασία της πρώτης κατοικίας των αδύναμων δανειοληπτών, για την αύξηση της ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις.
Η παρέμβαση της Πολιτείας είναι απαραίτητη, όταν στην αγορά δημιουργούνται σοβαρές ανισορροπίες. Ανισορροπίες που θέτουν σε κίνδυνο τη βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας, την απασχόληση, την κοινωνική συνοχή.
Κι αυτό ακριβώς συμβαίνει στη χώρα μας, όσον αφορά τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Είναι ευθύνη της Πολιτείας να λάβει μέτρα διόρθωσης.
Οφείλει να αξιοποιήσει νέα εργαλεία, τα οποία θα επιτρέψουν να αυξηθεί ο αριθμός των bankable μικρών επιχειρήσεων στη χώρα.
Οφείλει να ανασχεδιάσει τις δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του νέου ΕΣΠΑ, ώστε να μπορέσουν να υπαχθούν σε αυτές περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις – που σήμερα είναι αποκλεισμένες.
Σε αυτή την κατεύθυνση το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών ήδη προγραμματίζει την εκπόνηση μελέτης, η οποία θα αφορά τη βελτίωση της προσβασιμότητας των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων σε πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Μια μελέτη, η οποία θα έχει ως αντικείμενο τον εντοπισμό προβλημάτων και δυνατοτήτων και την κατάρτιση συγκεκριμένου πλάνου δράσης.
Κάποιες από τις δυσκολίες έχουν ήδη καταγραφεί και περιλαμβάνουν:
- Προβλήματα άντλησης χρηματοδότησης, λόγω αδυναμίας κατάθεσης εγγυητικής επιστολής για την εκταμίευση προκαταβολών σε προγράμματα.
- Καθυστερήσεις σε πληρωμές δόσεων και αποχωρήσεις επιχειρήσεων από συνεργατικά σχήματα/κοινοπραξίες προγραμμάτων.
- Έμφαση σε μεσαίες κυρίως επιχειρήσεις και λιγότερο στις πολύ μικρές, οι οποίες αποτελούν και το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας.
- Ελλιπής ενημέρωση και καθοδήγηση για την παρακολούθηση των δράσεων
- Προγράμματα που αφορούν πολύ χαμηλά ποσά και επιμέρους παρεμβάσεις, που δεν αντιμετωπίζουν συνολικά τα παραγωγικά προβλήματα των επιχειρήσεων.
Για εμάς, η ανακοίνωση προγραμμάτων ενίσχυσης με εντυπωσιακούς προϋπολογισμούς δεν έχει κανένα νόημα, εάν οι προσκλήσεις και τα κριτήρια ένταξης «κλείνουν την πόρτα» στις περισσότερες ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.
Χρειάζονται δράσεις προσαρμοσμένες στα μεγέθη, στις τρέχουσες ανάγκες, αλλά και τις μελλοντικές δυνατότητες της μικρής επιχείρησης.
Χρειάζονται περισσότερο εστιασμένες λύσεις και χρηματοδοτικά σχήματα, με ανάλογη προσαρμογή της προσέγγισης και των υπηρεσιών των τραπεζών.
Άλλωστε, η διεύρυνση του αριθμού των επιλέξιμων για χρηματοδότηση επιχειρήσεων είναι απαραίτητη και για τις ίδιες τις τράπεζες, αν θέλουν να επιτύχουν στόχους κερδοφορίας μακροπρόθεσμα.
Αντί να διαγκωνίζονται για μερίδια σε μια μικρή πίτα δυνητικών πελατών, θα είναι καλύτερο για όλους να βοηθήσουν, ώστε η πίτα αυτή να μεγαλώσει.
Αυτό δεν σημαίνει, προφανώς, να δανείζουν χωρίς κριτήρια. Σημαίνει να σχεδιάζουν λύσεις με βάση τα μεγέθη και τις ανάγκες και των μικρότερων επιχειρήσεων. Σημαίνει να παρέχουν συμβουλευτική υποστήριξη, να λάβουν υπόψη δεδομένα και προοπτικές ανά κλάδο.
Να δώσουν διεξόδους, να αντιμετωπίσουν το μικρό επιχειρηματικό μέγεθος ως δυνητικό πλεονέκτημα, αντί να το επικαλούνται μονίμως ως πρόβλημα.
Για να μπορέσει να σταθεί όρθια απέναντι σε μια ακόμη κρίση και – κυρίως – να διασφαλίσει όρους συνεκτικής ανάπτυξης στα επόμενα χρόνια, η Ελλάδα χρειάζεται βιώσιμες και ισχυρές μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Αυτό απαιτεί άμεσα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητάς τους και πρόσβαση σε περισσότερα και κατάλληλα σχεδιασμένα χρηματοδοτικά εργαλεία.
Μέχρι τώρα, περιοριζόμαστε στο να διαπιστώνουμε ότι υπάρχει πρόβλημα. Είναι καιρός να το λύσουμε, αναλαμβάνοντας όλοι τις ευθύνες μας.