του Νικήτα Καστή[1]

Όπως ο κ. Μάριο Σεντένο χαρακτηριστικά ανέφερε πρόσφατα στη συνέντευξή του στη μεγάλης κυκλοφορίας γερμανική εφημερίδα FAZ, “… το τέλος της ελληνικής κρίσης καταδεικνύει ότι κάτι καταφέραμε σε πολιτικό επίπεδο…”, κι αυτό είναι, αλίμονο άλλωστε, αδιαμφισβήτητο. Περίπου μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τελευταία, με την Ελλάδα σε Πρόγραμμα, συνεδρίαση του EuroGroup, αυτό ακριβώς προσπάθησε να στείλει ως μήνυμα:

  • Ότι δηλαδή τηρείται η ημερολογιακή κατάληξη του πολύπαθου Ελληνικού Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής – και Διαρθρωτικών Μεταρρρυθμίσεων (sic!) -, με μιαν πολιτικά αριστοτεχνική διαχείριση της πραγματικότητας, όπως η ίδια αυτή αποτυπώνεται στη σειρά συνοδευτικών της απόφασης κειμένων.

Όπου και περιλαμβάνονται εκτενής σειρά, εκκρεμών ενεργειών, οι περισσότερες της «κατηγορίας» των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», που θα έπρεπε να είχαν γίνει – κατά προτεραιότητα υποτίθεται – για να υποστηριχθεί η ανάκαμψη, μετά τη «λιτότητα» της «εσωτερικής υποτίμησης», αλλά πού!

Και ακόμη περιλαμβάνονται οι τεχνικές λεπτομέρειες για την παρακολούθηση των ενεργειών αυτών, με τις οποίες θα ολοκληρωθεί στο μέλλον το ημιτελές αυτό Πρόγραμμα. Ό,τι έχει ονομασθεί «Επιτροπεία». Και βέβαια και οι τεχνικές ρυθμίσεις για την εντέλει συμφωνηθείσα «διευκόλυνση στην αποπληρωμή του χρέους» – και όχι «ρύθμιση του χρέους».

Δεν είναι δε καθόλου τυχαίο πως η απόφαση για το διεθνώς «περίφημο» (!)  ελληνικό χρέος δεν περιλαμβάνει καθόλου πρόνοιες, οι οποίες θα ενίσχυαν την εικόνα της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, με σχεδόν μηδενικό κόστος, δίνοντας και ένα μήνυμα ορθολογισμού στις αγορές. Όπως θα ήταν για παράδειγμα η, μετά από αίτημα της χώρας, υιοθέτηση μιας πιστοληπτικής γραμμής.

Αλλά, το αντίθετο, συμφωνήθηκαν μόνον ρυθμίσεις για τη μεσοπρόθεσμη, μικρή «ανακούφιση» από το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους αυτού, το οποίο ποσώς μειούται. Με την παράταση και με μιαν έκτακτη «δόση», από τον ήδη εγκεκριμένο προϋπολογισμό του Προγράμματος. Η οποία εντέλει θα στοιχίσει, σε παρούσα αξία, ακριβότερα, το ίδιο στη χώρα και στους δανειστές της.

Και με το σημαντικό παρά ταύτα πλεονέκτημα ότι δεν ζητείται γι’ αυτήν πρόσθετη έγκριση από εκλεγμένα σώματα των κρατών μελών και ούτε εμφανίζεται στην κοινή γνώμη της Ευρώπης ως επιπλέον κόστος για την ολοκλήρωση του Προγράμματος. Δεν ζητείται η παράταση του προγράμματος, άρα ούτε επιπλέον (χαρακτηριζόμενη ως «πρόσθετη») χρηματοδότηση. Ενώ, όλοι κατανοούμε ότι στην ουσία περί αυτού πρόκειται. Έτσι έχουμε «την «πίτα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο».

Αυτός ο διακανονισμός ήταν ό,τι μπορούσε να κάνει όλους ευχαριστημένους.

Τους εταίρους-δανειστές για τους λόγους που προαναφέραμε, για τους ίδιους και την ελληνική κυβέρνηση. Η τελευταία επιπλέον διασφαλίζει μιαν παράταση της διάρκειας αληθοφάνειας του αφηγήματος περί – καθαρής ή μη – εξόδου. Και ενδεχομένως σχετική ρευστότητα για επιδοματικές παρεμβάσεις.

Ή έτσι νομίζει και, λειτουργώντας στο επόμενο εξάμηνο, όπως εκτιμά, θα δηλώνει ή και θα προσπαθεί – κάτω από το «ραντάρ» των δανειστών -, με νυχτερινές τροπολογίες, να ανατρέπει ό,τι έχει προχωρήσει ιδιαίτερα στα της δημόσιας διοίκησης. Και μάλιστα, αυξάνοντας το μέγεθος της τελευταίας με την «ανακούφιση» της προαναφερθείσης δόσης.

Το δε ΔΝΤ, διευκολύνεται επίσης κι αυτό “να κλωτσήσει το τενεκεδάκι πιο πέρα”, μέχρι και ένα “μίλι” – πες εξάμηνο – από τώρα. Και προσχηματικά να μην αναγκαστεί να γνωμοδοτήσει για τη βιωσιμότητα του χρέους, “αξιοποιώντας” την παράταση της αποπληρωμής.

Αυτή είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η ανάγνωση της τελευταίας συμφωνίας του EuroGroup για την Ελλάδα. Και καλώ όσους διαμαρτύρονται ή και, το αντίθετο, επικροτούν, να σκεφθούν ότι κάτι τέτοιο θα ΄πρεπε να αναμένεται, ως η μόνη δυνατή συμβιβαστική λύση, χωρίς να πρόκειται ούτε για «νίκη» και απόδειξη αποτελεσματικότητας διακυβέρνησης από τη μια μεριά, αλλά ούτε και «υποχωρητικότητα» και «επιείκεια» από το μέρος των δανειστών.

Μόνον η ελληνική κοινωνία, ο κατά κύριον λόγον υποτίθεται επωφελούμενος, φαίνεται να παραμένει «ριγμένη» και θα κληθεί, μετά από αυτήν την απόφαση, να πληρώνει το μάρμαρο για ακόμη περισσότερο καιρό στο μέλλον.

Ενόψει αυτών, θα χρειασθεί ακόμη περισσότερη εγρήγορση του πολιτικού προσωπικού, της πολιτείας και των θεσμών και της οικονομίας, και εντέλει της ελληνικής κοινωνίας. Αφού, μετά από αυτήν την απόφαση, τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο.

Δυσκολεύουν ακόμη και για τους Ευρωπαίους εταίρους μας, αλλά αυτούς δεν τους πολυνοιάζει, μια και φαίνεται να έχουν «προεξοφλήσει» την εξ Ελλάδος ταλαιπωρία. Ο κ. Μ. Σεντένο μπορεί έτσι να μιλά για το «τέλος της κρίσης», ως δημοσιονομικής αποσταθεροποίησης, αλλά όχι για την αντιμετώπιση και του προβλήματος, των αιτίων της κρίσης.

Ραντεβού γι’ αυτά μετά το νέον έτος ή ίσως και λίγο ενωρίτερα!

 

[1] Ο Δρ Ν. Καστής είναι εμπειρογνώμονας σε θέματα Εκπαίδευσης & Ανάπτυξης