Mείωση 4,8% συγκριτικά με το 2020 παρουσίασε ο πλούτος των Ελλήνων το έτος 2021, όπως αποτυπώνουν τα οικονομικά στοιχεία σχετικής Έκθεσης της Credit Suisse (“Global Wealth Report 2022”, Σεπτέμβριος 2022). Την αντίστοιχη περίοδο του 2020, ο πλούτος ανά Έλληνα ενήλικα είχε αυξηθεί κατά 10,8% το 2020.
Τα εν λόγω στοιχεία συνδέονται με την αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του δολαρίου, κατά το προηγούμενο έτος, καθώς, αν εξαιρεθεί η επίπτωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ο πλούτος ανά ενήλικα στην Ελλάδα κατέγραψε ετήσια άνοδο ύψους 5,2%, γεγονός που συνάδει με την ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ της χώρας (8,4%), αναφέρει το Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.
Ίδια εικόνα αποτυπώνεται και σε άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, αλλά και σε χώρες των οποίων το νόμισμα επίσης υποτιμήθηκε έναντι του δολαρίου πέρυσι, όπως η Ιαπωνία (Γράφημα 1).
Οι παράγοντες που προσδιορίζουν την εξέλιξη του πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών τη διετία 2021-2022 μπορούν να διακριθούν ως εξής:
• Οι τιμές των κινητών αξιών, οι οποίες κινήθηκαν ανοδικά το 2021. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών (ΧΑ) σημείωσε άνοδο κατά 10,4% πέρυσι. Από την έναρξη του τρέχοντος έτους, ωστόσο, οι αγορές των μετοχών έχουν υποχωρήσει αισθητά (Γράφημα 4), ενώ και οι τιμές των ομολόγων έχουν μειωθεί, εξαιτίας της πολιτικής των υψηλότερων επιτοκίων που εφαρμόζουν οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο, με στόχο τη συγκράτηση του πληθωρισμού.
• Η συσσώρευση καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα από τα νοικοκυριά που διαμορφώθηκε σε Ευρώ 8,5 δισ. το 2021 (άθροισμα καθαρών μηνιαίων ροών), η οποία συνεχίστηκε εντός του τρέχοντος έτους, με το αντίστοιχο ποσό να ανέρχεται σε Ευρώ 3,1 δισ.
• Η άνοδος του δείκτη τιμών των οικιστικών ακινήτων κατά 7,5% το 2021 και 9,4% το πρώτο εξάμηνο του 2022, σε ετήσια βάση (Γράφημα 4) που προσαυξάνει την αξία του μη χρηματοοικονομικού πλούτου. Σημειώνεται ότι οι τιμές των οικιστικών ακινήτων παραμένουν -σε γενικές γραμμές- σε ανοδική τροχιά διεθνώς.
• Τέλος, το δολάριο ΗΠΑ συνεχίζει να ισχυροποιείται έναντι του ευρώ και άλλων νομισμάτων, όπως η βρετανική λίρα και το ιαπωνικό γιέν, απομειώνοντας την αξία των περιουσιακών στοιχείων των χωρών αυτών, όταν αποτιμώνται στο αμερικανικό νόμισμα.
Ο πλούτος των νοικοκυριών διακρίνεται σε χρηματοοικονομικό, δηλαδή ρευστά διαθέσιμα και κινητές αξίες (ομόλογα, μετοχές κ.λπ.) και σε μη χρηματοοικονομικό που προσεγγίζεται κατά κύριο λόγο με τις αξίες των ακινήτων. Ένα βασικό χαρακτηριστικό της χώρας μας είναι ότι η αναλογία της αξίας του μη χρηματοοικονομικού πλούτου στην αξία του συνολικού πλούτου είναι υψηλή. Η εξέλιξη της αξίας του πλούτου των νοικοκυριών στο μεταπανδημικό τοπίο και εν μέσω της ενεργειακής κρίσης, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Στο Γράφημα 2 απεικονίζεται η διαχρονική εξέλιξη, από το 2007 μέχρι και το 2021, του πλούτου ανά ενήλικα στην Ελλάδα και των συνιστωσών αυτού, καθώς και ο δωδεκάμηνος ρυθμός μεταβολής των καταθέσεων των νοικοκυριώ , τον Δεκέμβριο κάθε έτους. Ο πλούτος -που απεικονίζεται με την κόκκινη γραμμή- ορίζεται ως το σύνολο της τρέχουσας αξίας του χρηματοοικονομικού και του μη χρηματοοικονομικού, από το οποίο έχει αφαιρεθεί το ιδιωτικό χρέος. Όπως παρατηρείται στο γράφημα, η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας εξασθένησε τον πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών, ενώ, μέχρι σήμερα, δεν έχουν ανακτηθεί οι απώλειες που καταγράφηκαν.
Το 2021, το επίπεδο του συνολικού πλούτου ανά ενήλικα στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε $108,3 χιλ. έναντι $113,8 χιλ. το 2020, καταγράφοντας πτώση κατά 4,8% σε ετήσια βάση. Όλες οι συνιστώσες του πλούτου (σε $) σημείωσαν αρνητική μεταβολή, στο ίδιο χρονικό διάστημα, με μεγαλύτερη αυτή του μη χρηματοοικονομικού πλούτου, η αξία του οποίου μειώθηκε κατά 6,3%.
Ο πλούτος ανά ενήλικα στη χώρα μας, το 2021, ήταν σημαντικά μικρότερος σε σύγκριση με το αντίστοιχο μέγεθος των λοιπών ανεπτυγμένων οικονομιών. Επιπρόσθετα, ο μη χρηματοοικονομικός πλούτος εξακολουθεί να έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα στην Ελλάδα, καθώς αποτελεί το 67,5% του μικτού πλούτου, δηλαδή του αθροίσματος χρηματοοικονομικού και μη χρηματοοικονομικού πλούτου, ποσοστό που είναι το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των επιλεγμένων χωρών, μετά το αντίστοιχο της Ισπανίας (67,8%). Η σύνθεση του πλούτου σε παγκόσμιο επίπεδο παρουσιάζει αντίθετη εικόνα, καθώς, το 2021, το 54% του μικτού πλούτου αντιστοιχούσε στην αξία των χρηματοοικονομικών στοιχείων που κατέχουν τα νοικοκυριά. Παράλληλα, το ιδιωτικό χρέος ανά ενήλικα στον Ελλάδα ως ποσοστό του μικτού πλούτου, διαμορφώθηκε σε 12,1% και ήταν το τρίτο υψηλότερο μετά τον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο, μεταξύ των χωρών που απεικονίζονται στο γράφημα. Τέλος, μείωση του πλούτου ανά ενήλικα (σε $) καταγράφηκε και σε άλλα κράτη της Ευρωζώνης, όπως η Γαλλία (-1,2%), η Ιταλία (-5,5%) και η Ισπανία (-0,7%), ενώ, αντίθετα, αυξήθηκε στις ΗΠΑ (14,6%), στον Καναδά (15,7%), στο Ηνωμένο Βασίλειο (3,3%) και -οριακά- στη Γερμανία (0,5%).
Χωρίςτην επίπτωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ο πλούτος ανά ενήλικα αυξήθηκε το 2021 κατά 5,2% στην Ελλάδα, 6,1% στην Ιταλία, 10,6% στη Γαλλία και 9,7% στην Ισπανία (Γράφημα 1). Στη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, η ετήσια άνοδος του πλούτου, απαλλαγμένου από τις συναλλαγματικές διαφορές, ήταν πιο έντονη (10% και 7,1%, αντίστοιχα), ενώ στον Καναδά, του οποίου το νόμισμα ανατιμήθηκε έναντι του δολαρίου το προηγούμενο έτος, η αντίστοιχη άνοδος ήταν πιο ήπια (11,5%).
Η διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες το 2021 και η σημαντική ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας από την πανδημική κρίση, συνέβαλαν στην άνοδο των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, ενώ, σύμφωνα με τη μελέτη της Credit Suisse, σε καμία χώρα δεν καταγράφηκε μείωση των τιμών των κατοικιών. Στις χώρες που απεικονίζονται στο Γράφημα 4, η άνοδος των τιμών των οικιστικών ακινήτων κυμάνθηκε από 2,5% (Ιταλία), έως και 23,2% (Καναδάς). Στις περισσότερες περιπτώσεις η άνοδος των χρηματιστηριακών αποδόσεων ήταν ακόμα πιο έντονη, κάτι που επιβεβαιώθηκε και στην Ελλάδα, με τον δείκτη ΧΑ να έχει αυξηθεί κατά 10,4% σε ετήσια βάση, κατά το προηγούμενο έτος. Από την άλλη πλευρά, το ευρώ υποχώρησε έναντι του δολαρίου κατά 7,4% πέρυσι, το ιαπωνικό γιέν κατά 11,5%, η βρετανική λίρα κατά 1%, ενώ, αντίθετα, το δολάριο Καναδά ενισχύθηκε οριακά (0,7%).
Όσον αφορά στο 2022, υπάρχουν τόσο θετικοί όσο και αρνητικοί παράγοντες, η αλληλεπίδραση των οποίων θα καθορίσει τη μεταβολή τόσο του συνολικού πλούτου, όσο και του πλούτου ανά ενήλικα στην Ελλάδα.
Κυριότεροι θετικοί παράγοντες είναι η ισχυρή επίδοση της ελληνικής οικονομίας, καθώς το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 7,8%, το πρώτο εξάμηνο του 2022, ενώ, σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, προβλέπεται να αυξηθεί κατά 5,3% για το σύνολο του έτους (Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2023). Επιπλέον, θετική αναμένεται η επίδραση από τις τιμές των κατοικιών, καθώς, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, καταγρά φεται περαιτέρω αύξηση των τιμών τους, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στις επιλεγμένες χώρες που περιλαμβάνονται στο Γράφημα 4. Σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements), οι τιμές των οικιστικών ακινήτων στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 9,4% σε ετήσια βάση, το πρώτο εξάμηνο του 2022. Επιπρόσθετα, το πρώτο εννεάμηνο του τρέχοντος έτους, οι καταθέσεις των νοικοκυριών και των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα αυξήθηκαν κατά Ευρώ 3,1 δισ.
Οι αρνητικοί παράγοντες προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον. Συγκεκριμένα, από τις αρχές του έτους, το ευρώ έχει υποχωρήσει κατά 13,5% έναντι του δολαρίου, ως απόρροια της επιθετικότερης αύξησης των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, σε σύγκριση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και της λειτουργίας του αμερικανικού νομίσματος ως ασφαλούς επενδυτικής τοποθέτησης (safe haven). Επιπλέον, η άνοδος της αβεβαιότητας λόγω του πολέμου και η άνοδος των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στις τιμές των μετοχών και των ομολόγων, ενώ ο παρατεταμένα υψηλός πληθωρισμός διαβρώνει τον πραγματικό πλούτο των νοικοκυριών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πτώση του δείκτη ΧΑ, από την αρχή του έτους, μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, ήταν πιο ήπια σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες, καθώς διαμορφώθηκε σε μόλις 0,9% έναντι 8,6% στην Ισπανία, 10,3% στη Γαλλία και 14,1% στην Ιταλία.