Τις προκλήσεις και τους κινδύνους που επιφέρει η ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση από τις τεχνολογικές υποδομές τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, στην τοποθέτησή του στο 7ο Ετήσιο Συνέδριο Κεντρικών Τραπεζών Μεσογειακών Χωρών.
Οπως είπε ο κεντρικός τραπεζίτης, στο τρέχον περιβάλλον, όπου οι καινοτόμες τεχνολογίες συνδυάζονται με τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και διαμορφώνουν αυτό που ονομάζουμε «ψηφιακή χρηματοδότηση», οι ρυθμιστικές και οι εποπτικές αρχές έχουν την ευθύνη να διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργίας των αγορών στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, καθώς και να διαφυλάσσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η καινοτομία μπορεί να επιφέρει σημαντικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων. Ωστόσο, αυτές οι αλλαγές ενδέχεται να δημιουργήσουν νέους κινδύνους ή να ενισχύσουν τους υπάρχοντες. Αυτοί οι κίνδυνοι σχετίζονται με συγκεκριμένες πτυχές των τεχνολογιών ή την εφαρμογή τους, και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν να μετριαστούν αποτελεσματικά μόνο με συντονισμένη διασυνοριακή προσπάθεια.
• Πρώτον και κύριο, η μεγάλη εξάρτηση από τεχνολογικές υποδομές επιτείνει τους κινδύνους για την κυβερνοασφάλεια και την προστασία των δεδομένων. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ESRB – ΕΣΣΚ) στην έκθεσή του “Mitigating systemic cyber risk” (2022) τόνισε εύστοχα ότι το τοπίο κινδύνων στον κυβερνοχώρο εξελίσσεται διαρκώς, οι επιθέσεις γίνονται όλο και πιο σύνθετες και οι πιθανοί στόχοι συχνά δεν περιορίζονται σε έναν μόνο τομέα ή σε μία μόνο χώρα. Επί του παρόντος, οι αρμόδιες αρχές σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων του ΕΣΣΚ, του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB) και του ΔΝΤ, διερευνούν την έννοια του «συστημικού κινδύνου στον κυβερνοχώρο» ως πιθανής απειλής για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η οικοδόμηση ανθεκτικότητας απέναντι σε κυβερνοαπειλές, η συνεργατική επίβλεψη και τα πλαίσια διαχείρισης κρίσεων αποτελούν κορυφαίες προτεραιότητες για τις αρχές εποπτείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος παγκοσμίως.
• Τα κρυπτοστοιχεία και η αποκεντρωμένη χρηματοδότηση (DeFi – decentralised finance) έχουν επίσης εγείρει ανησυχίες μεταξύ των εποπτικών αρχών σχετικά με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, την ακεραιότητα της αγοράς, την προστασία των επενδυτών και των καταναλωτών και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η αξιολόγηση της έκθεσης των αγορών και των ιδρυμάτων σε κινδύνους, καθώς και της πιθανής διασυνοριακής μετάδοσης, είναι ένα δύσκολο έργο που απαιτεί εκτεταμένη ενίσχυση των ικανοτήτων παρακολούθησης των κεντρικών τραπεζών.
• Μια άλλη ανησυχία, από την άποψη της διασυνοριακής χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, είναι η υπερβολική εξάρτηση των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα από περιορισμένο αριθμό τρίτων παρόχων, για σκοπούς εξωτερικής ανάθεσης λειτουργιών ή προμήθειας. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στο πλαίσιο της μετάβασης κρίσιμων υποδομών και υπηρεσιών στο υπολογιστικό νέφος (cloud), η οποία μπορεί να οδηγήσει σε κινδύνους συγκέντρωσης, επιχειρηματικής συνέχειας και διακυβέρνησης δεδομένων. Στην περίπτωση που αυτοί οι πάροχοι είναι τεχνολογικοί κολοσσοί ( BigTech) με παγκόσμια εμβέλεια, η συντονισμένη επίβλεψη καθίσταται κρίσιμη.
• Η τεχνητή νοημοσύνη, συμπεριλαμβανομένης της μηχανικής μάθησης, προσφέρει στις χρηματοοικονομικές οντότητες εργαλεία που ενισχύουν τις δυνατότητές τους και παρέχουν εξελιγμένους μηχανισμούς για τη λήψη αποφάσεων και τη διενέργεια προβλέψεων, τον εντοπισμό απάτης και κυβερνοαπειλών, τη διαχείριση κινδύνων, την επίβλεψη της αγοράς και την κανονιστική συμμόρφωση. Ωστόσο, ενδέχεται να δημιουργεί κινδύνους όσον αφορά την ερμηνεία των αποτελεσμάτων των μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης, καθώς και μεροληψία και ανακρίβειες προερχόμενες από τα δεδομένα εισαγωγής. Γίνεται ολοένα πιο φανερή η ανάγκη για μια κοινή προσέγγιση στην αξιολόγηση λύσεων που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη σε ενοποιημένες αγορές.
Ο μετριασμός αυτών των κινδύνων είναι μια συνεχής και σύνθετη πρόκληση για τις ρυθμιστικές αρχές και τις κεντρικές τράπεζες. Θα αναφερθώ ειδικότερα σε τέσσερις προκλήσεις και στο πώς μπορούν να ξεπεραστούν:
Η πρώτη είναι η κατανόηση των βασικών αρχών της ψηφιακής χρηματοδότησης. Προκειμένου να διαμορφώσουμε την πολιτική μας και να εκπληρώσουμε τις εποπτικές και ρυθμιστικές μας αρμοδιότητες, πρέπει να κατανοήσουμε πλήρως και σε βάθος την ψηφιακή χρηματοδότηση και πώς αυτή επηρεάζει τα επιχειρηματικά μοντέλα και τα προφίλ κινδύνου. Αυτό απαιτεί γνώση, εμπειρία και ταλέντο. Οι μηχανισμοί διευκόλυνσης της καινοτομίας, όπως οι κόμβοι καινοτομίας και τα προστατευμένα κανονιστικά περιβάλλοντα (regulatory sandboxes), βοηθούν στην ανάπτυξη των αναγκαίων δυνατοτήτων. Είναι σημαντικό να προωθηθεί η συνεργασία μεταξύ αυτών των μηχανισμών προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το Ευρωπαϊκό Φόρουμ Μηχανισμών Διευκόλυνσης της Καινοτομίας (European Forum for Innovation Facilitators – EFIF) και το Παγκόσμιο Δίκτυο Χρηματοοικονομικής Καινοτομίας (Global Financial Innovation Network – GFIN), τα οποία συμβάλλουν στην αμοιβαία πληροφόρηση σχετικά με τη ρυθμιστική αντιμετώπιση των καινοτομιών ψηφιακής χρηματοδότησης και έχουν δημιουργήσει πλαίσια για την πραγματοποίηση διασυνοριακών δοκιμών των συναφών υπηρεσιών.
• Δεύτερον, πρέπει να καλύψουμε τα ρυθμιστικά κενά. Τα κρυπτοστοιχεία και η αποκεντρωμένη χρηματοδότηση, η τεχνητή νοημοσύνη, καθώς και οι κυβερνοαπειλές, έχουν αναδείξει τους περιορισμούς του υπάρχοντος ρυθμιστικού πλαισίου. Σε ορισμένες περιπτώσεις η νομοθεσία είναι κατακερματισμένη. Σε άλλες περιπτώσεις πρόκειται κυριολεκτικά για ρυθμιστικά κενά. Για παράδειγμα, τα σταθερά κρυπτονομίσματα, τα οποία θα μπορούσαν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην οικονομία στο μέλλον, είναι δυνατόν να αποδειχθούν κάθε άλλο παρά «σταθερά», εφόσον δεν υπάρξει κατάλληλη νομοθετική ρύθμιση. Για να ξεπεράσουμε τις παραπάνω προκλήσεις, πρέπει να προσαρμόσουμε την εποπτική και ρυθμιστική μας προσέγγιση. Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την πρόταση Κανονισμού για την Ψηφιακή Επιχειρησιακή Ανθεκτικότητα του Χρηματοοικονομικού Τομέα (DORA) και Κανονισμού για τις Αγορές Κρυπτοστοιχείων (MICA) είναι αντιπροσωπευτικά παραδείγματα μεταρρύθμισης του θεσμικού πλαισίου με στόχο την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος. Παρόμοιες πρωτοβουλίες έχουν αναληφθεί και σε άλλες επικράτειες. Η εποπτεία των διασυνοριακών οντοτήτων θα απαιτήσει ενισχυμένη παρακολούθηση και συνεργασία σε διεθνές επίπεδο. Η διάθεση πόρων σε αυτή την προσπάθεια είναι ζωτικής σημασίας.
• Τρίτον, πρέπει να αμβλύνουμε τα εμπόδια στην ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών αγορών. Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την πρόκληση υποστηρίζοντας την ομαλή ενσωμάτωση της ψηφιακής χρηματοδότησης στην οικονομία με βιώσιμους τρόπους. Η διευκόλυνση της δημιουργίας οικοσυστημάτων FinTech σε εθνικό και διεθνές επίπεδο είναι καίριας σημασίας. Κάποιες αρχές επιδιώκουν ήδη αυτόν τον στόχο, ιδίως στην Ασία. Αυτό θα δημιουργήσει αποτελέσματα δικτύου και θα ενθαρρύνει τις επενδύσεις και τις επιτυχημένες συνεργασίες. Η άρση των εμποδίων στις διασυνοριακές πληρωμές, όπως τονίστηκε από το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB), η προώθηση στοχευμένων δράσεων από πλευράς εθνικών κυβερνήσεων και η προώθηση της μετάβασης σε «πράσινες» ψηφιακές υπηρεσίες θα συμβάλουν αποφασιστικά στην αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης.
• Τέλος, πρέπει να ξεπεράσουμε τους δικούς μας περιορισμούς όσον αφορά την απόδοση και την προσαρμοστικότητα, για να μπορούμε να συμβαδίζουμε με όλες τις τεχνολογικές εξελίξεις στην αγορά. Για να το κατορθώσουμε, πρέπει να αυξήσουμε το τεχνολογικό μας αποτύπωμα και να ενισχύσουμε τις υποδομές μας. Τα ψηφιακά νομίσματα κεντρικής τράπεζας (CBDC) δυνητικά θα επιτρέψουν την πραγματοποίηση ασφαλών πληρωμών χονδρικής και λιανικής, επηρεάζοντας έτσι τους πολίτες εντός και εκτός συνόρων. Ο προσεκτικός σχεδιασμός των CBDC και των μοντέλων διανομής τους θα βοηθήσει να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες σχετικά με πιθανή αποδιαμεσολάβηση. Ζητήματα όπως οι πληρωμές μεταξύ διαφορετικών νομισμάτων σε CBDC και η δυνατότητα των ξένων χρηστών να αποκτήσουν πρόσβαση στο εγχώριο CBDC αξίζει να συζητηθούν σε διεθνές επίπεδο. Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε σε πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), οι γέφυρες ρευστότητας για διασυνοριακές πληρωμές μεταξύ των κεντρικών τραπεζών μπορούν να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα του παγκόσμιου αποθέματος ρευστότητας των τραπεζικών ομίλων που δραστηριοποιούνται σε διάφορα νομίσματα και να μειώσουν το κόστος που σχετίζεται με τη διατήρηση αποθεμάτων ρευστότητας σε πολλαπλά νομίσματα. Η αναβάθμιση των υποδομών της αγοράς τις οποίες διαχειρίζονται οι κεντρικές τράπεζες, ενδεχομένως με τη μορφή διαλειτουργικότητας με λύσεις κατανεμημένου καθολικού, μπορεί επίσης να ενισχύσει την υιοθέτηση της ψηφιακής χρηματοδότησης σε ρυθμιζόμενες υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων. Τέλος, η υιοθέτηση εποπτικής τεχνολογίας (SupTech) θα μας βοηθήσει να εκσυγχρονίσουμε την αλληλεπίδρασή μας με τις εποπτευόμενες οντότητες και να αλλάξουμε ριζικά τις δυνατότητες ελέγχου, επιτόπιου ή μη.