του Νικήτα Καστή[1]

Διατρέχοντας το κείμενο που επιγράφεται «Ελλάδα: μια στρατηγική ανάπτυξης για το μέλλον» (Μάιος 2018), δηλαδή το περίφημο «πρόγραμμα ολιστικής ανάπτυξης», εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι η κοινοτοπία περί «στρατηγικής» και «μέλλοντος», όπως στον τίτλο του, χαρακτηρίζει το σύνολο του κειμένου αυτού. Και το καθιστά εν πρώτοις ανούσιο, αλλά και άχρηστο και εντέλει κάκιστο υπόδειγμα κειμένου, που υποτίθεται ότι υπηρετεί την «τεκμηρίωση της πολιτικής» – υπερβαίνοντας δήθεν ιδεολογικές προτιμήσεις και πολιτικές προθέσεις.

Επιπλέον, με μια γρήγορη ανάγνωση του ως άνω κειμένου κατηγορηματικά διαψεύδονται όσες αμφιβολίες – ή γιατί όχι και ελπίδες «αποφυγής» – μπορούσαν να υπάρχουν σχετικά με το σχεδόν μοιραίο σενάριο του αναπτυξιακού τέλματος, στο οποίο μαθηματικά βαδίζει η οικονομία και η ελληνική κοινωνία μαζί της. Και ταυτόχρονα επιβεβαιώνεται με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο, με τις κοινοτοπίες και τα ευχολόγια, τα οποία περιλαμβάνονται εν είδει ενθυμημάτων της πάλαι ποτέ καταστροφικής πολιτικής πρακτικής, εκείνης που οδήγησε στα σημερινά αδιέξοδα – και που μάλιστα οι νυν κυβερνώντες καταγγέλουν (χωρίς να καταλαβαίνουν τί!) -, επιβεβαιώνεται λοιπόν η μορφωτική, τεχνοκρατική και εντέλει «ολιστική» ανεπάρκεια διακυβέρνησης που χαρακτηρίζει τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση.

Δεν φθάνουν μόνον τα φραστικά «μαργαριτάρια» και οι πλήρεις αυτοαναφορών διατυπώσεις, σ’ αυτά προστίθενται και τα επαναλαμβανόμενα δείγματα έλλειψης γραμματισμού. Απολύτως χαρακτηριστική άλλωστε η επανειλημμένη χρήση των λέξεων «περεταίρω» και «επειδήνωση» (!), με αυτήν ακριβώς τη γραφή, όπως έχει προταχθεί και στον τίτλο τούτου του σημειώματος.

Και ας μην υποτιμήσουμε αυτήν την έλλειψη γραμματισμού. Δεν πρόκειται για τυχαία εσφαλμένη γραφή, αλλά για «καραμπινάτη» ανορθογραφία ημιμαθών. Χαρακτηριστική του λειτουργικού αναλφαβητισμού, που εντοπίζεται διάχυτος παντού στο κείμενο, μια και παρά μόνον σε πολύ περιορισμένα σημεία του κειμένου μπορεί κανείς να διαπιστώσει ορθολογική διατύπωση, που να τεκμηριώνεται από τα συμφραζόμενα. Αντ’ αυτών, το κείμενο βρίθει επιστημονικής προχειρότητας και πολιτικού αμοραλισμού.

Συγκεκριμένα λοιπόν, σε ένα τέτοιο κείμενο θα έπρεπε να περιλαμβάνεται η αναφορά σε κρίσιμους τομείς πολιτικής, στην πορεία των όποιων παρεμβάσεων καθώς και η παράθεση των επιδιωκόμενων αλλά και των αντικειμενικά μετρήσιμων αποτελεσμάτων. Και βέβαια η υιοθέτηση ή και περαιτέρω ενδυνάμωση εκείνων των πολιτικών, οι οποίες αναμένεται να βοηθήσουν την επιτάχυνση της ανάπτυξης.

Δυστυχώς, καμιά αναφορά δεν γίνεται σε σενάρια ή και δείκτες επιτυχίας, στα σχετικά τμήματα του κειμένου περί της «Δίκαιης και χωρίς αποκλεισμούς» και στα περί «Χρηματοδότησης της Ανάπτυξης».

Αντ’ αυτών, διατυπώσεις χωρίς ουσία και με επίφαση ευρηματικότητας, η οποία εξαντλείται στους τίτλους των επιμέρους κεφαλαίων – όπως στο περί της «Προώθησης μιας οικονομίας με κοινωνικό προσανατολισμό» (!!) ή περί της «Νέας γενιάς στην κορυφή της ατζέντας» (ουάου!! κατά τον τραγικό «δήθεν υπουργό» των οικονομικών της πρώτης κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ!..).

Ενώ, εκεί όπου οι αναφορές γίνονται συγκεκριμένες, στα προαναφερθέντα κεφάλαια και στα συνοδευτικά παραρτήματα, αφορούν σε δράσεις ή και νομοθετήματα και ρυθμίσεις, που έχουν συμφωνηθεί προ πολλού, ήδη στο προηγούμενο και στο τρέχον Πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας (Μνημόνιο). Και των οποίων η υλοποίηση έχει καθυστερήσει, ιδιαίτερα λόγω της πολιτικής πρακτικής της παρούσης κυβέρνησης. Η οποία ξεκίνησε με την απόλυτη άρνηση όλων των σχετικών μεταρρυθμίσεων με αναπτυξιακό προσανατολισμό, στο ίδιο μήκος κύματος με την πλήρη άρνησή της να ολοκληρώσει τον τότε καταλήγοντα κύκλο της δημοσιονομικής προσαρμογής, για να υποχρεωθεί να υιοθετήσει στη συνέχεια βαριά μέτρα, εκ νέου εξισορρόπησης των δημόσιων οικονομικών, με παρεπόμενη ύφεση, συντηρώντας παράλληλα μια διαρκή προσπάθεια αποφυγής νομοθέτησης ή και εφαρμογής των λοιπών (αναπτυξακών) μεταρρυθμίσεων.

Τις μεταρρυθμίσεις αυτές εν πολλοίς ξαναδιαβάζουμε στο κείμενο για τη «στρατηγική του μέλλοντος» (μας!!) και μάλιστα διατυπωμένες με τρόπον που ο αναγνώστης εύκολα μπορεί να αναγνωρίσει την παντελή έλλειψη «κυριότητας» της ελληνικής κυβέρνησης επί των μέτρων – σε πλήρη αντίθεση με ό,τι διευκρινίζεται κατά την εισαγωγική αναφορά στις αμοιβαίες δεσμεύσεις. Χαρακτηριστικό, κοινό γνώρισμα όλων των σχετικών αναφορών στην υποστήριξη της ανάπτυξης, συνιστά η υιοθετηθείσα στο κείμενο οπτική και πολιτική προσέγγιση, κατά την οποία το κράτος, εκτός της αποκλειστικής διαχείρισης των πόρων που προσανατολίζονται γι’ αυτόν τον σκοπό, εμφανίζεται να είναι και υπεύθυνο, εν μέρει ή στο σύνολο, για την εφαρμογή των λύσεων. Με δραματικές καθυστερήσεις και συστηματική υστέρηση, συντήρηση του οικονομικού τέλματος.

Τυπικό παράδειγμα συνιστά το πεδίο της σύνδεσης εκπαίδευσης και απασχόλησης, με τις λεγόμενες «ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης», όπου κατά την ευρωπαϊκή εμπειρία χρειάζονται συνδυασμένες πρακτικές εκπαιδευτικής και πολιτικής για την απασχόληση και βέβαια συνεργασία των αρμόδιων εθνικών αρχών – υπουργείων, ΟΑΕΔ κ.α.

Το πεδίο θεωρείται πολλά υποσχόμενο, με βάση την εν λόγω ευρωπαϊκή εμπειρία, για την αντιμετώπιση της ανεργίας και δη αυτής των νέων και με άμεσες συνέπειες στην ανάπτυξη, και, υποτίθεται, πεδίο δόξης λαμπρό για τις ελληνικές κυβερνήσεις, ήδη από το 2013!

Παρά ταύτα, η παρούσα κυβέρνηση, αφού μέχρι πρότινος αντιδρούσε συστηματικά στις κατάλληλες και απολύτως απαραίτητες ρυθμίσεις για την επαγγελματική εκπαίδευση και τη μαθητεία, μόλις το τελευταίον έτος, όπως και στο κείμενο διατυπώνεται, ξεκίνησε να εφαρμόζει τη μαθητεία – συνεχίζοντας τον παρωχημένο τρόπο του παρελθόντος – και μόνο για τη δημόσια διοίκηση και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα!

Ενώ υποτίθεται ότι είναι στις προθέσεις της να επεκτείνει το μέτρο και για τις επιχειρήσεις, αυτές για τις οποίες θα είχε νόημα άλλωστε να εφαρμοσθεί εξαρχής, ακριβώς για την ενδυνάμωση της προσφοράς μακροπρόθεσμα βιώσιμων θέσεων απασχόλησης, με θετικές συνέπειες στην ανάπτυξη.

Σκεφθείτε λοιπόν τί, ανάλογα, περιλαμβάνονται στο κείμενο, ως τεκμηρίωση, αλλά και τί αναφέρεται, ως μελλοντική πράξη, και στους άλλους τομείς πολιτικής. Όπου οι σχετικές υποσχέσεις για ρυθμίσεις ή «δράσεις», άλλοτε συνδέονται άμεσα με τη (μη) διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την ανάπτυξη, όπως οι σχετικές ρυθμίσεις και οι (υποσχέσεις για) πολιτικές διασφάλισης επαρκούς ανθρώπινου δυναμικού (εκπαίδευση, κατάρτιση και απασχόληση), ή εκεί όπου, ακόμη πιο καταστροφικό, οι εσφαλμένες πολιτικές μπορεί να έχουν άμεση αρνητική επίδραση στα δημοσιονομικά. Όπως οι περιπτώσεις των πολιτικών για την υγεία και την κοινωνική πρόνοια και την ασφάλιση!

Εάν θα θέλαμε να εντοπίσουμε σημεία του κειμένου αυτού, όπου οι αναφορές ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, θα ‘ταν εκείνα περί των επιτευγμάτων στην εξισορρόπηση των δημόσιων οικονομικών και στην ανεργία. Και εδώ να υπενθυμίσουμε ότι η τελευταία μειώθηκε, όσον ήταν δυνατόν με τις σχετικές ρυθμιστικές παρεμβάσεις του Μνημονίου, ακριβώς με τις πολιτικές που εφαρμόσθηκαν στην αγορά εργασίας από το 2013. Όπως άλλωστε ένας οποιοσδήποτε απόφοιτος οικονομικής σχολής γνωρίζει, ανάλογες πολιτικές διακρίνονται από κύκλους εφαρμογής που υπερβαίνουν συνήθως αυτούς μιας διετίας. Και επίσης ο ίδιος απόφοιτος καταλαβαίνει ότι καμιάν επίδραση σ’ αυτήν τη μείωση δεν θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε πολιτική αυτής της κυβέρνησης στο συγκεκριμένο πεδίο. Οι προσπάθειες της οποίας, αντίθετα, παραμένουν στην κατεύθυνση της άρσης των εν λόγω ρυθμίσεων, χωρίς από την άλλη να έχουν τουλάχιστον αντιμετωπισθεί τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της οικονομίας, τα οποία συνεχίζουν να παράγουν την ανεργία αυτή.

Και τέλος, επίσης να υπενθυμίσουμε ότι τα – υπερβολικά – θετικά δημοσιονομικά αποτελέσματα προέρχονται από ρυθμίσεις, οι οποίες ξεκίνησαν με το πρώτο και το δεύτερο Μνημόνιο και εντάθηκαν, με την υιοθέτηση ανώφελα υψηλών φορολογικών συντελεστών, από τη σημερινή κυβέρνηση. Η οποία επαίρεται – πόσον άραγε το μέγεθος της ανοησίας ή (χειρότερα) της υποκρισίας –, στο ίδιο αυτό κείμενο, για τη «δίκαιη» και δήθεν αποτελεσματική φορολογική της πολιτική, στην κατεύθυνση της δίκαιης κατανομής των σχετικών βαρών. Όταν, όπως καταγράφεται (ΕΛΣΤΑΤ, Εurostat κ.α.), τα βάρη αυτά ήδη έρχονται να εντείνουν, παρά να αμβλύνουν, όπως η κυβέρνηση επιμένει υποκριτικά, τις κοινωνικές ανισότητες, πολλαπλασιάζοντας το μέρος του πληθυσμού που βρίσκεται στα όρια πλέον της αξιοπρεπούς διαβίωσης και μεγενθύνοντας το χάσμα των εισοδημάτων των περισσότερων, από τα σχετικά διαρκώς υψηλότερα εισοδήματα των ολίγων!

Πρόκειται για τραγέλαφο…

 

28/5/2018

[1] Ο Δρ Ν. Καστής είναι εμπειρογνώμονας σε θέματα Εκπαίδευσης & Ανάπτυξης