του Γεράσιμου Χ. Χαλιώτη, δικηγόρου
Η Υγεία αποτελεί το δίχως άλλο το πολυτιμότερο αγαθό και σε αυτό το ζήτημα δεν χωρούν πολλές διαφορετικές τοποθετήσεις.
Γι’ αυτό άλλωστε σπεύδουμε όλοι (και καλώς σπεύδουμε), να ασφαλιστούμε (πέραν τις υποχρεωτικής ασφάλισης) έναντι κάθε σχετικού κινδύνου.
- Τα ατομικά ασφαλιστήρια υγείας, τα οποία πραγματικά καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες των ασφαλισμένων με αξιόλογες παροχές δεν είναι φθηνά και αυτό είναι απόλυτα κατανοητό καθώς, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα πράγματα στη ζωή και όπως λέει ο θυμόσοφος λαός, «ό,τι πληρώνεις παίρνεις» ειδικά στον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλισης.
Πρόσφατα τέθηκε σε διαβούλευση το σχέδιο νόμου για την αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων υγείας, ένα σχέδιο στο οποίο αντιτάχθηκε σθεναρά με αιχμηρότατη επιστολή η Ένωση Ασφαλιστικών Διαμεσολαβητών Ελλάδος[1] επειδή, όπως υποστηρίζει και αναλυτικά εκθέτει στην επιστολή της:
Η εμπεριεχόμενη ρύθμιση αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων:
α. Επιχειρείται προφανώς κατ’ αποδοχή αιτημάτων των ασφαλιστικών εταιρειών,
β. φρονεί ότι δεν υφίσταται κενό προς ρύθμιση, εφόσον το σχετικό ζήτημα έχει επιλυθεί από τα Δικαστήρια με σειρά δικαστικών αποφάσεων[2],
γ. με το νόμο αυτό (εφόσον γίνει νόμος) θα ανατραπούν κεκτημένα των ασφαλισμένων και θα μεταβληθεί επί το χείρον αναδρομικά το status της ιδιωτικής τους ασφάλισης[3],
δ. είναι αόριστη η αναφορά των κριτηρίων υγείας και ηλικίας του ασφαλισμένου,
ε. η πρόβλεψη ότι οι κρίσιμοι δείκτες ή παράγοντες θα μπορούν να καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων θέτει εν αμφιβόλω τη μελλοντική θέση κάθε ασφαλισμένου ο οποίος δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τις μελλοντικές νομοθετήσεις.
Προφανώς η δυνητική ρύθμιση έχει τεθεί σαν ασφαλιστική δικλείδα για την περίπτωση που οι ασφαλιστικές εταιρείες προβούν σε υπερβολικές κινήσεις, γεγονός που -κατά την άποψη πάντα του γράφοντος- δεν είναι αναμενόμενο χωρίς βεβαίως να μπορεί ή να πρέπει να αποκλειστεί από την Πολιτεία.
Συνεπώς, η συγκεκριμένη ρύθμιση, καίτοι αντιτιθέμενη στην σκοπούμενη σε πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο αυτορρύθμιση (self-regulation) της ασφαλιστικής αγοράς, την οποία αν και σκοπούμενη δεν φαίνεται πάντοτε να της έχουν οι «παίκτες» της ιδιαίτερη εμπιστοσύνη.
- Προφανώς, επίσης, οι ασφαλιστικές εταιρείες ήθελαν και θέλουν να αντιμετωπίσουν την παγιωμένη νομολογία με νεότερη νομοθετική ρύθμιση που να τους παρέχει μεγαλύτερη ευελιξία στην αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων.
Αυτό είναι κατανοητό σε επίπεδο αγοράς και με δεδομένη την τεράστια διαφορά δυνάμεων των μερών (ασφαλιστικής εταιρείας και μέρους). Ο ασφαλισμένος, δεν έχει προφανώς ούτε τη δύναμη, ούτε την επιρροή, ούτε και τα μέσα να αξιώσει αναπροσαρμογή προς τα κάτω των ασφαλίστρων που καλείται να πληρώσει.
Άραγε ετέθη παράλληλα το ζήτημα σοβαρών αναπροσαρμογών προς όφελος των ασφαλισμένων ενόψει της πανδημίας και της συνεχόμενης με αυτήν οικονομικής κρίσης ή ακόμα και η παροχή δυνατότητας σε συγκεκριμένες ευπαθείς κοινωνικά, ηλικιακά και από απόψεως υγείας ομάδες να πάψουν να πληρώνουν ασφάλιστρα και να παραμένει σε ισχύ το ασφαλιστήριό τους σε ένδειξη επίδειξης κοινωνικής ευαισθησίας και ως έκφανση της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης[4];
Συμπερασματικά:
Για τα κρίσιμα ζητήματα που τίθενται με αυτή την επιστολή μπορούμε να πούμε και θα πούμε στο μέλλον αρκετά περισσότερα. Είναι γεγονός ότι κατά το στάδιο της κατάρτισης ενός σχεδίου νόμου θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα όλων των ενδιαφερόμενων πλευρών και να σταθμίζονται προσεκτικά και ακριβοδίκαια.
Οι παρεμβάσεις είναι επίσης δεδομένες με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο και ως ένα σημείο κατανοητές εφόσον εμπλέκονται συμφέροντα τα οποία κάθε μέρος θέλει να εξασφαλίσει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα έχουμε θετική θέση αν το δούμε σαν ένα εργαλείο εξορθολογισμού που έρχεται να προσφέρει η Πολιτεία στην αγορά, ένα εργαλείο που θα χρησιμοποιηθεί μόνον όταν χρειαστεί και υπό τους όρους που θα προβλέπει ο νόμος, όχι αποκλειστικά προς το συμφέρον των ασφαλιστικών εταιρειών αλλά προς το σκοπό της βελτίωσης των παρεχόμενων όρων έναντι δίκαιης τιμολόγησης.
Εάν δε, ξεπεράσουν οι τελευταίες τα όρια, τότε παρέχεται η δικλείδα ασφαλείας στην εκάστοτε Κυβέρνηση να προβεί σε ρύθμιση του ζητήματος[5].
Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, είναι ένα:
- Εμπιστευόμαστε την δυνατότητα της ασφαλιστικής αγοράς να αυτορυθμιστεί σταθμίζοντας τα συμφέροντα όλων των πλευρών και προστατεύοντας απόλυτα τα συμφέροντα του ασφαλισμένου υγείας;
- Αν η απάντηση είναι ναι, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας έναντι ουδενός σχεδίου νόμου.
[1] Με την από 21.10.2020 επιστολή της προς τον Γενικό Γραμματέα Εμπορίου & Προστασίας Καταναλωτή, κ.Παναγιώτη Σταμπουλίδη, η οποία κοινοποιήθηκε στον Υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων κ. Άδωνι Γεωργιάδη, στη Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης στην κα. Σεληνιωτάκη και στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών.
[2] Ενδεικτικά αναφέρονται στην άνω επιστολή οι ΑΠ 1030/2001, ΑΠ 22/2004, ΑΠ1407/2002 και ΑΠ413/2019
[3] Αναφέρεται σχετικά η αρχή «pacta sunt servanta» που περιλαμβάνεται στις Βασικές Αρχές του Αστικού μας Δικαίου («τα συμφωνημένα πρέπει να τηρούνται»)
[4] Προφανώς δεν εννοούμε την περίπτωση που είχε προβλεφθεί στο ασφαλιστήριο έναντι επασφαλίστρου το ενδεχόμενο αυτό αλλά κάνουμε λόγο για τις περιπτώσεις εκείνες που απρόβλεπτα γεγονότα οδηγούν τον ασφαλισμένο σε αδυναμία πληρωμής των ασφαλίστρων.
[5] Η χρησιμότητα της παρέμβαση αυτής, βέβαια, δεν μας είναι απόλυτα κατανοητή τη στιγμή που υφίσταται η Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία όχι απλώς εποπτεύει κατά τον καλύτερο και αποδοτικότερο τρόπο τις ασφαλιστικές εταιρείες αλλά και γνωρίζει πολύ καλύτερα τόσο τις ανάγκες όσο και τις παθογένειες του συστήματος.