Τόσο στην Αθήνα όσο, κυρίως, στη Φραγκφούρτη, κοινή είναι η εκτίμηση πως η έξοδος (και) του τραπεζικού συστήματος από τα μνημόνια θα είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, από την εξέλιξη των οποίων θα κριθεί η επόμενη ημέρα, περιλαμβανομένου και του χρόνου στον οποίο θα αρθούν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls).
Από τις βασικότερες παραμέτρους το κλίμα στις διεθνείς αγορές, επί της ουσίας, η διάθεση των ξένων funds να αναλάβουν και άλλο ρίσκο, ρίχνοντας για ακόμη μία φορά (τέταρτη) κεφάλαια στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Από το μέχρι τώρα, αρκετά ρευστό, διεθνές περιβάλλον, με τα… σκαμπανεβάσματα στη Wall Street και ορατό το ενδεχόμενο αύξησης (και) των ευρωπαϊκών επιτοκίων, σε δεύτερο χρόνο φαίνεται πως στην προοπτική ανάκαμψης ενός τραπεζικού συστήματος που θα περιόριζε δραστικά την έκθεσή του στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και καθάριζε τους ισολογισμούς του (με στόχο να δοθούν, κάποια στιγμή, και μερίσματα), θα μπορούσαν να επενδύσουν 2-5 δισ. ευρώ.
Σημαντικές παράμετροι είναι η προοπτική αναβάθμισης του outlook της ελληνικής οικονομίας και των προοπτικών της κατά 3 έως 5 βαθμίδες (σε ορίζοντα 12 μηνών) από τους οίκους αξιολόγησης, ενδεχόμενο που είναι εφικτό αν δεν συμβούν απρόοπτα προς την έξοδο στις αγορές. Σε ένα τέτοιο σενάριο, μειώνεται περαιτέρω η έκθεση των τραπεζών στον ακριβό ELA, αυξάνεται η αξία των ομολόγων που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους και ενισχύονται από «φρέσκο επενδυτικό χρήμα».
Καθοριστικός εκτιμάται πως θα είναι σε όλο αυτόν τον σχεδιασμό ο ρόλος του ΟΔΔΗΧ. Το σχέδιο επόμενων εκδόσεων (3ετούς και 10ετούς διάρκειας), αν υλοποιηθεί χωρίς προβλήματα, θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μείωση των υποχρεώσεων αποπληρωμής τόκων (και χρεολυσίων) –ήδη από την υλοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος εξοικονομούνται περί τα 1,2 με 1,5 δισ. ετησίως.
Η διαμόρφωση, επιτέλους, μιας στοιχειωδώς επενδύσιμης «καμπύλης επιτοκίων», που θα είναι ανταγωνιστικά προς τα ευρωπαϊκά, έμμεσα, επηρεάζει θετικά και τον τραπεζικό κλάδο.
Ήδη ο Οργανισμός εξετάζει το ενδεχόμενο να προχωρήσει στην έκδοση πρώτα ενός 10ετούς ομολόγου (τέλη Απριλίου-αρχές Μαΐου, αν βοηθήσει η συγκυρία) για 2 έως 4 δισ., με ένα επιτόκιο χαμηλότερο του 4,90%. Μια τέτοια έκδοση θα συγκέντρωνε θετικές βαθμολογήσεις από τους οίκους αξιολόγησης, με ό,τι αυτό θα μπορούσε να σημαίνει τόσο ευρύτερα για το κόστος χρήματος όσο και ειδικότερα για τα ομολογιακά χαρτοφυλάκια.