Το 72,8 % των εργαζομένων έχουν μηνιαίες αποδοχές κάτω από 1.000 μηνιαίως.
Αυτό δείχνει η Ενδιάμεση Έκθεση 2018 που παρουσίασε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, η οποία αξιολογεί το α΄ εξάμηνο του τρέχοντος έτους και εξάγει συμπεράσματα για την κατάσταση και τις προοπτικές της οικονομίας.
Όσον αφορά τις μισθολογικές εξελίξεις, παρατηρεί ότι η μείωση των ονομαστικών ωριαίων μισθών και ημερομισθίων κατά την περίοδο 2010-2018, δηλαδή συμπεριλαμβάνοντας και τη μερική ανάκαμψη των τελευταίων χρόνων, φτάνει στο 20%. Την ίδια περίοδο η παραγωγικότητα της εργασίας μειώνεται κατά 6% αποτυπώνοντας έτσι και τις μεσοπρόθεσμες συνέπειες της καταστροφής του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας. Σχετικά με την κατανομή των μισθών, το 72,8% των εργαζομένων λαμβάνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω από 1.000 ευρώ, ενώ μόλις το 10% πάνω από 1.300 ευρώ.
Η παρούσα Ενδιάμεση Έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ παρουσιάζεται σε μια περίοδο αυξανόμενης οικονομικής, τραπεζικής και πολιτικής αβεβαιότητας με εμφανείς αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις. Η κατάσταση αυτή, η οποία αποτυπώνει τις πρώτες μεταμνημονικές εξελίξεις, είναι, όπως εκτιμάται, ως έναν βαθμό αποτέλεσμα εξωγενών διαταραχών, αλλά κυρίως αποτελεί συνέπεια των επιπτώσεων των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής που εφαρμόζονται στη χώρα μας μετά το 2010, τα οποία κατέστησαν την ελληνική οικονομία εύθραυστη και χωρίς ισχυρούς και διατηρήσιμους ενδογενείς επεκτατικούς μηχανισμούς, οι οποίοι θα στήριζαν την αναπτυξιακή δυναμική και την αξιοπιστία της, σημειώνει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ. Ο συνδυασμός των επιπτώσεων αυτών και της αβεβαιότητας καθιστά τη χώρα μας ευάλωτη στις κερδοσκοπικές πρακτικές των χρηματοπιστωτικών αγορών, σύμφωνα με την έκθεση.
Ειδικότερα, στα βασικά συμπεράσματα της Ενδιάμεσης Έκθεσης 2018 επισημαίνεται από το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ ότι η παρούσα Ενδιάμεση Έκθεση για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση του έτους 2018 παρουσιάζεται σε μια περίοδο αυξανόμενης οικονομικής, τραπεζικής και πολιτικής αβεβαιότητας με εμφανείς αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις.