Μια εξαιρετικά χρήσιμη -ενόψει των κυβερνητικών ανακοινώσεων του Σεπτεμβρίου- μελέτη με τίτλο «Πληθωρισμός και Φορολογική Επιβάρυνση των Νοικοκυριών» ολοκλήρωσε και δημοσίευσε σήμερα, η Μονάδα Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας της Eurobank.

Την επιμέλεια της μελέτης είχαν 3 διακεκριμένοι οικονομολόγοι, οι Δρ. Τάσος Αναστασάτος (Επικεφαλής Οικονομολόγος), Δρ. Θεόδωρος Ράπανος (Ερευνητής Οικονομολόγος) και Δρ. Θεόδωρος Σταματίου (Ανώτερος Οικονομολόγος).

  • Βασικό συμπέρασμα της μελέτης είναι πως η απουσία τιμαριθμικής προσαρμογής στη φορολογικήκλίμακα επηρέασε τη φορολογική επιβάρυνση των φυσικών προσώπων την περίοδο 2022–2023, με ιδιαίτερη έμφαση στα μεσαία εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις.

Η μελέτη παρουσιάζει εναλλακτικά σενάρια προσαρμογής και αναδεικνύει τον ρόλο της φορολογικής πολιτικής στη διατήρηση της κοινωνικής ισορροπίας και της οικονομικής αποτελεσματικότητας.

Η μερίδα του λέοντος του φορολογητέου εισοδήματος φυσικών προσώπων στην Ελλάδα προέρχεται από μισθούς και συντάξεις, αγγίζοντας σχεδόν το 70% το 2023.

Πολύ χαμηλότερα, με 9%, ακολουθούν τα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα.

Συνεπώς, 4 στα 5 δηλωμένα ευρώ από φυσικά πρόσωπα εντάσσονται στην προοδευτική φορολογική κλίμακα των μισθωτών.

Αυτό σημαίνει ότι όσο αυξάνεται το εισόδημα, τόσο υψηλότερος γίνεται ο συντελεστής φορολόγησης.

  • Μια συνέπεια των προοδευτικών συστημάτων είναι η “ολίσθηση κλιμακίου”, δηλαδή η αυτόματη αύξηση της φορολογίας των νοικοκυριών λόγω πληθωριστικών πιέσεων όταν η φορολογική κλίμακα δεν προσαρμόζεται αναλόγως.

Ονομαστικές αυξήσεις αποδοχών, που στην πράξη καλύπτουν μόνο μείωση της αγοραστικής δύναμης, μπορεί να ωθήσουν τους φορολογούμενους σε υψηλότερα φορολογικά κλιμάκια.

Ακόμη και όσοι δεν είχαν αυξήσεις, πληρώνουν σταθερό φόρογια εισοδήματα που πλέον αξίζουν λιγότερο.

Αυτό ισοδυναμεί με έναν “πληθωριστικό φόρο”, που τονώνει τα δημόσια έσοδα αλλά ταυτόχρονα φρενάρει την κατανάλωση.

Η έκθεση εξετάζει τις επιπτώσεις των πληθωριστικών διαταραχών 2022-23 στη φορολογική επιβάρυνση μισθωτών, συνταξιούχων και επαγγελματιών. Εφαρμόζονται τρία σενάρια τιμαριθμοποίησης της κλίμακας (πλήρης, μερική και ήπια), και αξιολογούνται τέσσερις τομείς:

1) Η συμβολή της μη τιμαριθμοποίησης στην αύξηση των φορολογικών εσόδων.

2) Ο αντίκτυπος στα διαθέσιμα εισοδήματα μισθωτών και επαγγελματιών.

3) Οι διαφοροποιήσεις ανά εισοδηματικό κλιμάκιο.

4) Η συγκριτική φορολογική θέση της Ελλάδας έναντι άλλων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου.

Σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ, η φορολογική επιβάρυνση (ως ποσοστό των φορολογούμενων εισοδημάτων) αυξήθηκε από 9,9% το 2021 σε 11,1% το 2023.

Η μη τιμαριθμοποίηση εξηγεί το 37% αυτής της αύξησης.

Αν υπήρχε πλήρης τιμαριθμοποίηση, τα φορολογικά έσοδα του 2023 θα ήταν 9,2% χαμηλότερα.

Το ποσοστό αναμένεται να αυξηθεί το 2024.

Μελέτες δείχνουν ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών ενισχύει τη συμμόρφωση και μειώνει τη φοροδιαφυγή, περιορίζοντας τελικά την απώλεια εσόδων.

  • Ακόμα και με πλήρη τιμαριθμοποίηση, η απώλεια για το 2023 δεν υπερβαίνει τα €0,81 δισ. και για το 2025 τα €1 δισ., χωρίς να διακυβεύεται το πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ.

Με ήπια προσαρμογή, η απώλεια περιορίζεται στα €0,5 – €0,6 δισ., με ελεγχόμενες συνέπειες για τα δημοσιονομικά.

Η μη τιμαριθμοποίηση εξηγεί το 47% της αύξησης του φόρου για μισθούς και συντάξεις, αλλά μόλις 16% για τους ελεύθερους επαγγελματίες.

Για τους τελευταίους, ο φόρος αυξήθηκε κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα , εκ των οποίων μόνο 0,1 π.μ. λόγω μη τιμαριθμοποίησης. Αντίθετα, στους μισθωτούς, η μη προσαρμογή ευθύνεται για όλη την αύξηση του φόρου κατά 0,9 π.μ.

Η αναδιανομή των βαρών είναι άνιση: το μεσαίο 40%-70% πληρώνει έως και 32% περισσότερο φόρο, ενώ οι φτωχότεροι δεν ωφελούνται από την τιμαριθμοποίηση, επειδή δεν πληρώνουν καθόλου φόρο. Τα πλουσιότερα στρώματα κερδίζουν ελάχιστα. Η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης λειτούργησε ως αντιστάθμισμα, αλλά ωφέλησε περισσότερο τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα.

Αντί αυτής της κατάργησης, μια πλήρης τιμαριθμοποίηση θα ευνοούσε όλους πλην του πλουσιότερου 10%, με το μεγαλύτερο όφελος για τον διάμεσο μισθωτό (έως και 41% μικρότερος φόρος).

Σε σύγκριση με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση όσον αφορά τη φορολογική επιβάρυνση των μισθών. Ωστόσο, για ζευγάρια με παιδιά, η Ελλάδα εμφανίζει τη μεγαλύτερη συνολική επιβάρυνση, λόγω χαμηλότερων επιδομάτων και υψηλότερων εισφορών.

Το αφορολόγητο όριο βρίσκεται στο 62% του διάμεσου μισθού, αλλά ο ανώτατος συντελεστής εφαρμόζεται νωρίτερα από κάθε άλλη χώρα(στο 225% του διάμεσου μισθού).

Το ελληνικό φορολογικό σύστημα πρέπει να προσαρμοστεί στις ιδιαιτερότητες της οικονομίας: υψηλή εξάρτηση από κατανάλωση, χαμηλή αποταμίευση, αδήλωτη εργασία, και ανάγκη για επιστροφή εξειδικευμένων εργαζόμενων. Αυτοί είναι και οι πιο επιβαρυμένοι από την ολίσθηση της κλίμακας.

Προτάσεις πολιτικής:

  • Αυτόματος τιμαριθμικός μηχανισμός για τα κλιμάκια: σταθερότητα αλλά μικρή ευελιξία.
  • Στοχευμένη προσαρμογή μόνο για τα χαμηλά εισοδήματα: προστατεύει τους ευάλωτους αλλά αγνοεί τα μεσαία στρώματα.
  • Ευέλικτο θεσμικό πλαίσιο αξιολόγησης, που προσαρμόζεται στις ανάγκες και στόχους της εκάστοτε περιόδου.

Η τιμαριθμοποίηση είναι μια διαρθρωτική και ευέλικτη λύση στο πρόβλημα της ολίσθησης. Μπορεί να συνδυαστεί με άλλες μεταρρυθμίσεις (φορολογικές εκπτώσεις, στοχευμένες μειώσεις συντελεστών), προσφέροντας καλύτερη κατανομή βαρών, περισσότερες επενδύσεις και αύξηση της δηλωμένης εργασίας.

Τέλος, οι παρεμβάσεις στην άμεση φορολογία κρίνονται πιο αποτελεσματικές από αλλαγές στην έμμεση φορολογία, καθώς είναι ευθυγραμμισμένες με τους παραγωγικούς στόχους της χώρας: ενίσχυση της μισθωτής εργασίας και ενθάρρυνση της αποταμίευσης.