Περί το ένα δισ. ευρώ υπολογίζεται ότι έχασε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης η λιανική αγορά κρέατος στην Ελλάδα, με το αιγοπρόβειο και βοδινό κρέας να παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη πτώση, καθώς οι καταναλωτές έχουν στραφεί σε φθηνότερα είδη, όπως το κοτόπουλο, αλλά και το χοιρινό.
Η συρρίκνωση της κατανάλωσης στην ελληνική αγορά ήταν ένας από τους παράγοντες που προκάλεσαν μείωση της εγχώριας παραγωγής κρέατος, ενώ αντίθετα αύξηση παρουσίασαν οι εισαγωγές κρέατος, όχι μόνο από τους παραδοσιακούς προμηθευτές της Ελλάδας, τη Γαλλία, την Ολλανδία, τη Γερμανία και την Ιταλία, αλλά και από νέους εμπορικούς “παίκτες”, όπως η Πολωνία και η Ρουμανία, που διεκδίκησαν την είσοδό τους στα ψυγεία των ελληνικών σουπερμάρκετ ιδίως μετά το 2015. Πάντως, από τις αρχές του 2017 τείνει να υπάρξει σταδιακά μια σταθεροποίηση.
Τα παραπάνω υπογράμμισε ο καθηγητής, Ανδρέας Γεωργούδης, γενικός διευθυντή της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Κρέατος (ΕΔΟΚ) που μίλησε σε ημερίδα, με θέμα την αγορά κρέατος, που διοργάνωσε το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, σε συνεργασία µε τον Γερμανικό Σύνδεσμο Τροφίμων και Αγροτικών Προϊόντων (GEFA Exportservice GmbH) και µε πρωτοβουλία του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Τροφίμων και Αγροτικής Ανάπτυξης της Γερμανίας, στο πλαίσιο επίσκεψης οκτώ γερμανικών επιχειρήσεων του κλάδου στην Ελλάδα.
“Στο διάστημα από το 2008 μέχρι σήμερα η συνολική δαπάνη για αγορά βοδινού κρέατος στην Ελλάδα υπολογίζουμε ότι μειώθηκε λόγω της κρίσης κατά περίπου 25%, χοιρινού κατά 7,5%, πρόβειου – γίδινου κατά 45% και κοτόπουλου κατά 9%. ‘Εχει χαθεί ένα δισ. ευρώ από τη λιανική αγορά από το 2008 έως σήμερα, αλλά από το 2013 για το κοτόπουλο και τις αρχές του 2017 για το χοιρινό σημειώνεται κάποια σταθεροποίηση.
Μεγάλη πτώση, της τάξης του 20%, υπολογίζουμε ότι υπάρχει στα αλλαντικά. Συνολικά, η μέση εβδομαδιαία κατανάλωση κρέατος ανά νοικοκυριό ανέρχεται στα 25 ευρώ”, επισήμανε ο κ. Γεωργούδης, ενώ ερωτηθείς αν η είσοδος χιλιάδων προσφύγων στην Ελλάδα αντισταθμίζει ώς προς την κατανάλωση κρέατος την έξοδο χιλιάδων Ελλήνων από τη χώρα λόγω του brain drain, απαντά: “Δεν έχουμε ακόμη σαφείς ενδείξεις για κάτι τέτοιο, παρότι έχει ξεκινήσει η συζήτηση για το χαλάλ, ώστε να μπορούμε να έχουμε στην Ελλάδα σφαγές με ειδικό τρόπο, που να απευθύνονται και στον συγκεκριμένο πληθυσμό. Βέβαια, οι μουσουλμάνοι τρώνε κυρίως αιγοπρόβειο κρέας και έχουν προτίμηση στα βαρύτερα σφάγια, της τάξης των 25-30 κιλών, ενώ στην Ελλάδα δεν έχουμε πολλά τέτοια”.
Κατά τον καθηγητή και γενικό διευθυντή της ΕΔΟΚ, οι εξελίξεις στη λιανική αγορά είναι ένας από τους παράγοντες που έχουν επηρεάσει και την εγχώρια παραγωγή, η οποία έχει μειωθεί, ενώ αντίθετα αυξήθηκαν οι εισαγωγές, “γιατί έρχεται φθηνό κρέας απ΄έξω”.
Εκτός από τους παραδοσιακούς προμηθευτές της Ελλάδας, με πρώτη τη Γαλλία, από το 2015 και μετά ξεκίνησαν περισσότερες εξαγωγές και από την Πολωνία και δευτερευόντως τη Ρουμανία, από όπου το κρέας είναι ακόμη φθηνότερο. ‘Ολο αυτό δημιουργεί μεγάλες πιέσεις στην εγχώρια παραγωγή, καθώς τα ελληνικά κρέατα προσπαθούν πλέον “να ανταγωνίζονται τα εισαγόμενα σε φθήνια και αυτό είναι καταστροφή για τους Ελληνες παραγωγούς, που έχουν πολύ μεγαλύτερο κόστος παραγωγής”, τόνισε.
Κρέας με ταυτότητα και προϊόντα “γκουρμέ” για τον τουρισμό
“Η αγορά κρέατος στην Ελλάδα ακολούθησε την πορεία της κρίσης. Χρειάζεται να προσπαθήσουμε αφενός μεν να ενισχύσουμε την εγχώρια παραγωγή και αφετέρου να δώσουμε ταυτότητα στο ελληνικό κρέας. Δεν αρκεί να λέμε ελληνικό κρέας, πρέπει η αναφορά αυτή να συνοδεύεται και από μια ταυτότητα, πχ, ποιοτικό ελληνικό κρέας, με προέλευση και ιδιαίτερη κατηγοριοποίηση. Επιπλέον, θα πρέπει να δούμε τις μαζικές καταναλώσεις της τουριστικής αγοράς, όπου μπορούμε να βάλουμε και κάποια προϊόντα γκουρμέ. Δεν υπάρχει ακόμη ανάλογη οργάνωση ώστε να συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά η ΕΔΟΚ έχει ήδη ξεκινήσει προσπάθεια να έρθει σε επαφή με φορείς τουριστικών επιχειρήσεων για να δρομολογηθεί σταδιακά κάτι τέτοιο” επισήμανε ο κ. Γεωργούδης, ενώ ιδιαίτερη μνεία έκανε στις ελληνοποιήσεις, που αποτελούν μάστιγα για τους Ελληνες παραγωγούς.
Η τάση που αναδεικνύει το …μενού στο γεύμα Μακρόν-Τραμπ
Ο ίδιος υπενθύμισε ότι κατά την επίσκεψη του Γάλλου Προέδρου Μακρόν στον Ντόναλντ Τραμπ το κυρίως πιάτο είναι αρνί, γεγονός που αναδεικνύει μια διεθνή τάση. “Πρέπει να αξιοποιήσουμε αυτή την τάση και να ενισχύσουμε την κατανάλωση πρόβειου και γίδινου κρέατος στην Ελλάδα”, τόνισε. Κατά τον κ.Γεωργούδη, η κατανάλωση βόειου κρέατος στην Ελλάδα ανέρχεται σε περίπου 145.000 τόνους ετησίως, οι εισαγωγές σε 99.000 τόνους και οι εξαγωγές είναι μηδενικές, ενώ το ποσοστό αυτάρκειας της ελληνικής αγοράς σε βοδινό προσεγγίζει το 32%. Στο χοιρινό, οι εισαγωγές φτάνουν στους 209.000 τόνους, οι εξαγωγές στους 5.000, η κατανάλωση στους 312.000 τόνους και η αυτάρκεια στο 35%. Στην περίπτωση του αιγοπρόβειου κρέατος, η αυτάρκεια είναι υψηλή (93%), οι ποσότητες των εισαγωγών/εξαγωγών ανέρχονται σε 13.000 και 4.000 τόνους αντίστοιχα και η κατανάλωση φτάνει τους 147.000 τόνους.
Πέντε αλυσίδες ελέγχουν πάνω από το 70% των πωλήσεων τη Γερμανία
Στην πορεία των διμερών εμπορικών σχέσεων Ελλάδας – Γερμανίας, στο πεδίο των αγροδιατροφικών προϊόντων το διάστημα 2006-2017, αναφέρθηκε από την πλευρά του ο Holger Hübner, CEO της GEFA Exportservice GmbH.
‘Oπως επισήμανε, οι γερμανικές εξαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων προς την Ελλάδα έφτασαν το 2017 στα 814 εκατ. ευρώ σε αξία, έναντι 771 εκατ. το 2006 και 788 εκατ. το 2016, ενώ αντίστροφα οι ελληνικές προς Γερμανία διαμορφώθηκαν στα 671 εκατ. ευρώ, έναντι 587 εκατ. το 2006 και επίσης 671 εκατ. το 2016. Το κυριότερο γερμανικό προϊόν του κλάδου, που εισάγει η Ελλάδα είναι (με βάση τα προκαταρκτικά στοιχεία για το 2017) είναι τα γαλακτοκομικά κι΄ ακολουθούν κατά σειρά το κρέας και τα λουκάνικα, τα γλυκά, τα αρτοποιήματα, τα φρούτα – λαχανικά, η μπίρα και τα ζώντα ζώα.
Ο κ.Χούμπνερ, επισήμανε ,πάντως, ότι ο ανταγωνισμός στη λιανική αγορά τροφίμων της Γερμανίας είναι ισχυρός, ενώ πρόσθεσε ότι οι πέντε κορυφαίες αλυσίδες ειδών παντοπωλείου στη χώρα πραγματοποιούν το 72,4% των πωλήσεων τροφίμων. Η τοπική βιομηχανία τροφίμων παρουσιάζει αυξημένα χαρακτηριστικά καινοτομίας, καθώς λανσάρονται περίπου 40.000 νέα προϊόντα ετησίως.