Οι ΗΠΑ απώλεσαν την Τρίτη το AAA για πρώτη φορά από το 2011, καθώς ο οίκος αξιολόγησης Fitch Ratings υποβάθμισε το μακροπρόθεσμο αξιόχρεο του αμερικανικού δημοσίου κατά μια βαθμίδα, στο AA+. Ο Fitch επικαλέστηκε κυρίως τις επαναλαμβανόμενες κρίσεις γύρω από το όριο δανεισμού του ομοσπονδιακού κράτους, οι οποίες κατ’ αυτόν «διάβρωσαν» τη διακυβέρνηση.
Ο S&P ήταν ο πρώτος από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης που αποφάσισε να στερήσει από τις ΗΠΑ το «τριπλό άλφα» το 2011 και δεν τις έχει αναβαθμίσει έκτοτε, τις διατηρεί στο AA+. Μόνο ο Moody’s διατηρεί, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, στην υψηλότερη βαθμίδα ως προς την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Ο Fitch αιτιολόγησε την απόφαση αυτή επικαλούμενος ιδίως τις «επανειλημμένες» κρίσεις «για το όριο του χρέους», υπογραμμίζοντας πως οι «πολιτικές συγκρούσεις (…) και οι αποφάσεις της τελευταίας στιγμής διάβρωσαν την εμπιστοσύνη στη διαχείριση των δημοσιονομικών» στην Ουάσιγκτον.
Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, το όριο δανεισμού του ομοσπονδιακού κράτους πρέπει να αυξάνεται από το Κογκρέσο, ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος οι ΗΠΑ να κηρύξουν στάση πληρωμών. Αν και για δεκαετίες επρόκειτο απλά για τυπική διαδικασία, τα τελευταία χρόνια το ζήτημα έχει μετατραπεί επανειλημμένα στο αντικείμενο επαναλαμβανόμενων πολιτικών μαχών.
Στις αρχές του Ιουνίου, η κυβέρνηση του Δημοκρατικού προέδρου Τζο Μπάιντεν και η αντιπολίτευση, οι Ρεπουμπλικάνοι, κατέληξαν in extremis σε συμφωνία για το ζήτημα.
Μολαταύτα, πέραν της συμφωνίας αυτής, «υπήρξε διαρκής επιδείνωση των κανόνων της διακυβέρνησης κατά των διάρκεια των τελευταίων 20 ετών, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών και του χρέους», επιχειρηματολόγησε ο οίκος.
Δεν αναμένεται σοβαρός ή διαρκής αντίκτυπος στις αγορές
Η απόφασή του, απρόσμενη και χωρίς προηγούμενο την τελευταία δεκαετία, δεν φάνηκε πάντως να θορυβεί αναλυτές με τους οποίους συζήτησε το Γαλλικό Πρακτορείο χθες βράδυ.
«Δεν αναμένω ότι (…) θα έχει διαρκή αντίκτυπο» στις χρηματαγορές, διαβεβαίωσε ο Τζον Κάναβαν της Oxford Economics, προσθέτοντας πως δεν προβλέπει «μείζονες αναταράξεις» όταν ανοίξουν οι αγορές.
Βραχυπρόθεσμα, η απόφαση του οίκου «μπορεί να οδηγήσει ορισμένους επενδυτές να μειώσουν την έκθεσή τους» στα ομόλογα που εκδίδει το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών, εκτίμησε ο Μίκι Λέβι της Berenberg. Πιο μακροπρόθεσμα ωστόσο, ούτε αυτός βλέπει «καμιά σοβαρή επιπλοκή» καθώς «θεωρώ ότι όλος ο κόσμος είναι ενήμερος για την κατάσταση του αυξανόμενου χρέους» των ΗΠΑ.
Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του Fitch αντιμετωπίστηκε με οργή από την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν.
«Διαφωνώ έντονα με την απόφαση του Fitch Ratings. Η μεταβολή (…) είναι αυθαίρετη και βασισμένη σε παρωχημένα στοιχεία», ξεσπάθωσε η αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν στο δελτίο Τύπου που δημοσιοποιήθηκε από τις υπηρεσίες της.
Στο στόχαστρο της κυβέρνησης Μπάιντεν βρίσκεται ιδίως η φορολογική μεταρρύθμιση που προώθησε ο κ. Τραμπ το 2017, μειώνοντας τους συντελεστές για τους πλουσιότερους Αμερικανούς και για τις επιχειρήσεις.
Οι Ρεπουμπλικάνοι από την πλευρά τους κατηγορούν συχνά τους Δημοκρατικούς για αλόγιστες δαπάνες.
Έλλειψη δημοσιονομικού πλαισίου
Η μείωση των φόρων, καθώς επίσης οι μεγάλες δημόσιες δαπάνες, υποδείχθηκαν επίσης από τον Fitch στην αιτιολόγηση της κίνησής του, που πάντως δεν αναφέρθηκε σε κάποια συγκεκριμένη κυβέρνηση.
Η «αναμενόμενη δημοσιονομική επιδείνωση κατά τη διάρκεια των τριών προσεχών ετών», καθώς και το «άχθος του υψηλού και αυξανόμενου δημοσίου χρέους» αποτελούν σημαντικά ρίσκα, σύμφωνα με τον οίκο.
«Η κυβέρνηση δεν διαθέτει μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο (…) και έχει περίπλοκη διαδικασία κατάρτισης του προϋπολογισμού. Οι παράγοντες αυτοί, όπως και τα οικονομικά σοκ, οι μειώσεις των φόρων και νέες πρωτοβουλίες για δημόσιες δαπάνες, συνέβαλαν σε διαδοχικές αυξήσεις του χρέους κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας», ανέλυσε ο Fitch.
«Εξάλλου, μόνο περιορισμένες πρόοδοι σημειώθηκαν για την αντιμετώπιση μεσοπρόθεσμων προκλήσεων που συνδέονται με την αύξηση του κόστους του συστήματος συντάξεων και ασφάλισης υγείας λόγω της γήρανσης του πληθυσμού», σημείωσε ο οίκος αξιολόγησης.