Στο «μικροσκόπιο» έρευνας του ΔΝΤ τέθηκαν οι οικονομίες οκτώ χωρών: ΗΠΑ, Ιαπωνίας, Κίνας, Γερμανίας, Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Ισπανίας.
Η μελέτη αναφέρει πως, για να μετριάσουν τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε πριν από 10 περίπου χρόνια οι κεντρικές τράπεζες είχαν προχωρήσει σε μείωση των επιτοκίων τους σε μηδενικά επίπεδα. Η επιστροφή στην ομαλότητα όμως, εν προκειμένω σε φυσιολογικά επιτόκια, δεν επήλθε ποτέ. Το αποτέλεσμα; Ποτέ άλλοτε δεν μπορούσε να δανειστεί κανείς φθηνότερα απ΄ ότι σήμερα.
«Οι αγορές αναμένουν ότι το ένα πέμπτο όλων των κρατικών ομολόγων θα έχει αρνητική απόδοση και δη για τουλάχιστον τρία ακόμη χρόνια», επισήμανε ο υψηλόβαθμος αξιωματούχος του ΔΝΤ Τομπάιας Άντριαν κατά την χθεσινή παρουσίαση της έκθεσης για την Παγκόσμια Χρηματοοικονομική Σταθερότητα στην Ουάσιγκτον.
Τεράστια χρέη
«Τα συνολικά εταιρικά χρέη στις οκτώ αυτές μεγάλες οικονομίες ανέρχονται σήμερα σε 51 τρις δολάρια. Το 2009 ήταν ‘μόλις’ 34 τρις. Πρόκειται για σημαντική αύξηση», εξηγεί η Άννα Ίλγινα η οποία συνυπογράφει την τελευταία έκθεση του Ταμείου, σύμφωνα με τη DW.
Το ποσοστό των δανείων «υψηλού ρίσκου», το οποίο ενδεχομένως να μην μπορεί να εξυπηρετηθεί, είναι ήδη σήμερα μεγάλο και συνεχώς αυξάνει, όπως λέει η ειδικός. Σε ορισμένες χώρες μάλιστα αντιστοιχεί ήδη στο 25% επί του συνόλου των δανείων. Τι θα γίνει λοιπόν εάν υπάρξει περαιτέρω επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας;
Προκειμένου να μπορεί να απαντήσει σε αυτό, το ΔΝΤ προχώρησε σε προσομοίωση κρίσης που ανταποκρίνεται κατά 50% στην κρίση του 2008/2009. Τι θα γινόταν εάν ξεσπούσε μια τέτοια κρίση; «Τα χρέη των επιχειρήσεων που δεν θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν το δανεισμό τους με δικά τους έσοδα θα ανέρχονταν στα 19 τρις δολάρια».
Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 40% περίπου όλων των εταιρικών χρεών των οκτώ χωρών που διερεύνησε το ΔΝΤ.
Κίνδυνοι και στις αναδυόμενες
Όπως σχολιάζει η Άννα Ίλγινα, «αυτό καταδεικνύει ότι εκτός χρηματοπιστωτικού κλάδου υπάρχουν πολλές αδύναμες επιχειρήσεις που μπορούν και εξυπηρετούν τα χρέη τους μόνον λόγω των υφιστάμενων χαμηλών επιτοκίων».
Πρόκειται αναμφίβολα για ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό σενάριο, το οποίο εγείρει και το ερώτημα πόσο ελεύθερα και ανεξάρτητα μπορούν να αποφασίζουν εν τέλει οι κεντρικοί τραπεζίτες για αυξομείωση επιτοκίων, όταν γνωρίζουν ότι οι συνέπειες ενδέχεται να έχουν τόσο μεγάλο εύρος;
Στις αναδυόμενες οικονομίες η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Οι μαζικές ξένες επενδύσεις που προσέλκυσαν τα τελευταία χρόνια -απόρροια της πολιτικής των χαμηλών επιτοκίων σε ΗΠΑ και ΕΕ και της συνακόλουθης αναζήτησης εναλλακτικών επενδύσεων- οδήγησε σε κατακόρυφη αύξηση του χρέους τους. Το χρέος των αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων χωρών είναι σήμερα 60% υψηλότερο από την εποχή της οικονομικής κρίσης. Σε περίπτωση ύφεσης, πολλοί οφειλέτες δεν θα μπορούσαν πιθανότατα να το εξυπηρετήσουν.
Σε αυτά τα συμφραζόμενα το ΔΝΤ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και καλεί τις χώρες να τερματίσουν, καταρχήν, τις εμπορικές διενέξεις που εντείνουν ακόμη περισσότερο την ανασφάλεια και τα ρίσκα.