Το σίγουρο είναι ότι μία δεκαετία πρίν, όταν πρωτοξεκινούσε η μεγαλύτερη και πιο γνωστή σήμερα πλατφόρμα στον τομέα των βραχυχρόνιων τουριστικών μισθώσεων, κανείς δεν είχε προβλέψει τις μεγάλες αλλαγές που θα επέφερε το «φαινόμενο Αirbnb» καταρχάς στον τομέα της φιλοξενίας, αλλά και στην αγορά κατοικιών, ειδικά στα κέντρα των μεγαλουπόλεων και τους πιο δημοφιλείς προορισμούς.

Παγκοσμίως, τα νούμερα της πλατφόρμας κόβουν κυριολεκτικά την ανάσα: Από το 2008, όταν ιδρύθηκε η πλατφόρμα, μέχρι σήμερα, οι «οικοδεσπότες» της έχουν κερδίσει πάνω από 65 δισ. δολ. μέσα από την Airbnb. Μία δεκαετία μετά, τρεις επισκέπτες κάνουν check-in κάθε… μισό δευτερόλεπτο σε όλο τον κόσμο σε ένα κατάλυμα που διατίθεται μέσα από την πλατφόρμα, με μια επιλογή 6 εκατομμυρίων σπιτιών, ιγκλού, δεντρόσπιτων, σκαφών, πύργων, ξενοδοχείων και οτιδήποτε άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς σε κατάλυμα σε όλο τον κόσμο. Μέσα στον Μάρτιο, μάλιστα, η πλατφόρμα γιόρτασε ένα ακόμη ορόσημο: Αυτό του μισού δισεκατομμυρίου επισκεπτών διεθνώς.

Κι ενώ στο εξωτερικό οι περισσότεροι «οικοδεσπότες» βρήκαν στην οικονομία του διαμοιρασμού μια ευκαιρία να ενισχύσουν τα εισοδήματά τους, στην Ελλάδα η ανάπτυξη των βραχυπρόθεσμων τουριστικών μισθώσεων συνέπεσε με την οικονομική κρίση και την εκτόξευση της ανεργίας, και δεν είναι τυχαίο ότι, στην αρχή, πριν από 6-7 χρόνια, ένα μεγάλο ποσοστό των «οικοδεσποτών» ήταν μικροϊδιοκτήτες, ακόμη και άνεργοι, που αναζητούσαν εναγωνίως εισόδημα.

Μάλιστα, δεν είναι κρυφή η άποψη που έχει εκφραστεί κατά κόρον στα χρόνια των μνημονίων ότι οι «γκρίζες» τουριστικές μισθώσεις, για τις οποίες η φορολογική ρύθμιση με την εφαρμογή του Μητρώου Ακινήτων ήρθε με καθυστέρηση μόλις μέσα στο δεύτερο μισό του 2018, αποτέλεσαν λύση για πολλούς ιδιοκτήτες ακινήτων σε όλη την Ελλάδα, προκειμένου οι τελευταίοι να αντεπεξέλθουν στο περίφημο «χαράτσι» και, εν συνεχεία, τον πολυσυζητημένο ΕΝΦΙΑ για ακίνητα, τα οποία βρέθηκαν ξενοίκιαστα και ήταν στα αζήτητα για μακρό χρονικό διάστημα εν μέσω κρίσης.

Tο «φαινόμενο Airbnb», σε συνδυασμό και με τα συνεχή ρεκόρ του τουρισμού την τελευταία εξαετία, έσωσε την παρτίδα για την εγχώρια αγορά ακινήτων.

 Ειδικά στην Ελλάδα, το «φαινόμενο Airbnb», σε συνδυασμό και με τα συνεχή ρεκόρ του τουρισμού την τελευταία εξαετία, έσωσε σε πολλές περιπτώσεις την παρτίδα για την εγχώρια αγορά ακινήτων, δίνοντας ζωή σε παλιά διαμερίσματα και αυξάνοντας τις συναλλαγές, ειδικά στο κέντρο της Αθήνας, σε μια περίοδο κατά την οποία το εγχώριο real estate βρισκόταν κυριολεκτικά υπό κατάρρευση, με πτώση των τιμών των κατοικιών μεσοσταθμικά σε όλη την Ελλάδα σε ποσοστό άνω του 42% από το ξεκίνημα της κρίσης, στις αρχές του 2009.

Δεν είναι τυχαίο το ότι η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος στις τελευταίες εκθέσεις της κάνει ιδιαίτερη μνεία στις βραχυχρόνιες μισθώσεις: «O τομέας των βραχυχρόνιων μισθώσεων κατοικιών στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και σε περιοχές τουριστικού ενδιαφέροντος σε όλη τη χώρα, οδηγεί στη σταδιακή ανάδειξη μια νέας για τα ελληνικά δεδομένα επενδυτικής αγοράς για ακίνητα οικιστικής χρήσης. Ως απόρροια της νέας αυτής δυναμικής, οι πράξεις αγοραπωλησιών οικιστικών ακινήτων, σε συγκεκριμένες μάλιστα θέσεις, οι οποίες παλαιότερα χαρακτηρίζονταν ως υποβαθμισμένες, ειδικά στο κέντρο της Αθήνας, αυξάνονται σημαντικά, συμπαρασύροντας τοπικά τις τιμές» αναφέρει η ΤτΕ. «Η τρέχουσα δυναμική του τουρισμού που επηρεάζει θετικά τις κατοικίες μέσω της εξάπλωσης των βραχυχρόνιων μισθώσεων αποτελεί βασική κινητήρια δύναμη της αγοράς οικιστικών μισθώσεων» επισημαίνεται χαρακτηριστικά.

Η αγορά των βραχυχρόνιων μισθώσεων στην Ελλάδα στο τέλος του 2018 συνοπτικά

  • Η αγορά των βραχυπρόθεσμων μισθώσεων την περίοδο 2016-2018 αυξήθηκε από το 1,4 δισ. ευρώ στο 1,9 δισ. το 2018
  • Πάνω από τις προβλέψεις είναι τα εκτιμώμενα φορολογικά έσοδα, στα 186 εκατ. ευρώ το 2018, από 67 εκατ. ευρώ το 2017
  • Τα Χανιά είναι η πρώτη πόλη στην Ελλάδα με το υψηλότερο ποσοστό διαθέσιμων σπιτιών (95%) για βραχυπρόθεσμη μίσθωση
  • Στο κέντρο της Αθήνας, στο Ζάππειο, σημειώνεται το υψηλότερο ποσοστό διαθέσιμων σπιτιών (92%) για βραχυπρόθεσμη μίσθωση
  • Στις περιοχές Κουκάκι-Μακρυγιάννη, 17% του συνολικού αποθέματος (147 σπίτια) διατίθεται για μακροχρόνια ενοικίαση
  • Στον Κεραμεικό, 255 σπίτια προσφέρονται για βραχυπρόθεσμη και 40 σπίτια για μακροχρόνια μίσθωση

(Πηγή: Grant Thornton με επεξεργασία από Inside Airbnb, Airdna, REMAX, Χρυσή Ευκαιρία, Spitogatos)

Ωστόσο, η άλλη εικόνα, εν έτει 2019, είναι ότι οι συνθήκες στην εν λόγω αγορά έχουν αλλάξει άρδην, με τη συζήτηση στην Ευρώπη αλλά και την Ελλάδα να έχει ενταθεί γύρω από τη σύνδεση της οικονομίας του διαμοιρασμού με το πρόβλημα στέγασης και την άνοδο των ενοικίων ειδικά στα κέντρα των μεγαλουπόλεων και των πολύ δημοφιλών τουριστικών προορισμών, ενώ δεν λείπουν και οι διαμαρτυρίες από τους λοιπούς μόνιμους ενοίκους και ιδιοκτήτες για οχλήσεις από τους τουρίστες που διαμένουν σε αυτού του είδους τα καταλύματα: Για τη χώρα μας στο επίκεντρο των συζητήσεων έχουν βρεθεί την τελευταία διετία τόσο το κέντρο της Αθήνας όσο και φοιτητουπόλεις, όπως τα Χανιά, ή προορισμοί πρώτης γραμμής, όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, όπου δημόσιοι λειτουργοί, καθηγητές, φοιτητές και δάσκαλοι έρχονται αντιμέτωποι με υπέρογκα ενοίκια, δεδομένου του ότι έχει περιοριστεί δραματικά και η προσφορά για μακροχρόνιες μισθώσεις.

Ακριβώς σε αυτά τα επιχειρήματα στηρίχθηκε και η πρόσφατη απόφαση του δήμου της Μαδρίτης, ο οποίος ενέκρινε ειδικό πρόγραμμα για τη στέγαση, με το οποίο περιορίζεται η τουριστική μίσθωση κατοικίας σε λιγότερες από 90 μέρες ανά έτος, ενώ η παράβαση επιφέρει ανάκληση αδείας. Ο ιδιοκτήτης θα θεωρηθεί ότι ασκεί εμπορική δραστηριότητα στην περίπτωση που μισθώσει το διαμέρισμά του για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς το αδειοδοτικό καθεστώς και τις φορολογικές συνέπειες. Επιπλέον, η ισπανική πρωτεύουσα θέτει και επιπλέον περιορισμούς ως προς τα ίδια τα διαμερίσματα μέσα στην πόλη, π.χ. για ξεχωριστή είσοδο σε σχέση με την είσοδο που χρησιμοποιούν οι υπόλοιποι, μόνιμοι ένοικοι της πολυκατοικίας ή τη λειτουργία χωριστού ασανσέρ, σε μια εμφανή προσπάθεια να περιορίσει τον αριθμό των διαμερισμάτων που μισθώνονται για τον σκοπό αυτό.

Οι επιπλέον περιορισμοί –πέραν των φορολογικών ρυθμίσεων– για τη βραχυχρόνια μίσθωση έχουν αρχίσει να συζητούνται πλέον πιο έντονα και στην Ελλάδα, με το κυβερνητικό επιτελείο να έχει ήδη διαμηνύσει ότι ομάδα εργασίας με την εμπλοκή των αρμόδιων υπουργείων (Οικονομικών, Οικονομίας, Εργασίας και Τουρισμού) εξετάζει λύσεις για το θέμα της ρύθμισης της αγοράς, πέραν των φορολογικών ρυθμίσεων που έχουν ήδη θεσπιστεί.

Κι εδώ έρχεται η αντίδραση των ιδιοκτητών ακινήτων μέσω και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Ακινήτων, αλλά και του πιο νέου Συλλόγου Οικονομίας Διαμοιρασμού (ΣΟΔΙΑ), ο οποίος συστάθηκε τον Ιούνιο του 2017: «Είναι λες και κάποιοι έχουν βάλει σκοπό της ζωής τους όχι μόνο να εξαντλήσουν φορολογικά τους ιδιοκτήτες ακινήτων –κάτι που έχει ήδη συμβεί–, αλλά και να τους στερήσουν τη δυνατότητα να αυξήσουν τα εισοδήματά τους για να μπορούν να πληρώνουν αυτούς τους φόρους, επιφέροντας ταυτόχρονα καίριο πλήγμα σε ένα νέο θεσμό που έχει ήδη αρχίσει να συμβάλλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού» αναφέρουν χαρακτηριστικά οι ιδιοκτήτες.

Η Ελλάδα αποτελεί μία από τις καλύτερες αγορές διεθνώς για τη μεγαλύτερη ηλεκτρονική πλατφόρμα βραχυπρόθεσμων τουριστικών μισθώσεων.

Τα νούμερα της Airbnb

Η ίδια πάντως η πλατφόρμα, πέραν του οφέλους που έχουν οι ιδιοκτήτες, στέκεται ιδιαίτερα στο γεγονός ότι τα οφέλη του τουρισμού διαχέονται περισσότερο στους προορισμούς σε γειτονιές και καταστήματα τα οποία υπό άλλες συνθήκες δεν θα φιλοξενούσαν τουρίστες. «Πάνω από το 10% της διεθνούς οικονομίας στηρίζεται στον τομέα των ταξιδιών. Πώς διαχέουμε άραγε τα οφέλη του τουρισμού;» αναφέρει ο κ. Giulio del Balzo, Public Policy Associate της Airbnb για Ελλάδα, Ιταλία και Κροατία, ο οποίος βρέθηκε τον περασμένο Μάρτιο στη χώρα μας, με αφορμή το 4ο Συνέδριο Τουρισμού, που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στη διοργάνωση των 5 Διμερών Εμπορικών Επιμελητηρίων (Ελληνο-Αμερικανικό, Ελληνοβρετανικό, Ελληνογαλλικό, Ελληνογερμανικό και το Ελληνο-Ιταλικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης).

Πίνακας 2

Τα άδεια σπίτια σε όλο τον κόσμο
-Κίνα: 70 εκατομμύρια
-ΗΠΑ: 13,3 εκατομμύρια
-Ιαπωνία: 8 εκατομμύρια
-Ιταλία: 4 εκατομμύρια
-Ισπανία: 3,4 εκατομμύρια
-Ελλάδα: 300 χιλιάδες
Πηγή: Airbnb

 

Ακριβώς σε αυτό το ερώτημα έρχεται να απαντήσει η γνωστή πλατφόρμα, αξιοποιώντας ουσιαστικά και το μεγάλο απόθεμα των κενών κατοικιών σε παγκόσμια κλίμακα: Σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας, ενδεικτικά, τα κενά σπίτια στην Ελλάδα υπολογίζονται στα πέριξ των 300 χιλιάδων, την ίδια στιγμή που στην Ιταλία το αντίστοιχο νούμερο είναι στα 4 εκατομμύρια, στην Ισπανία στα 3,4 εκατ., και εκτός Ευρώπης, σε αγορές όπως η Ιαπωνία, είναι στα 8 εκατομμύρια, στην Κίνα κοντά στα 79 εκατομμύρια και στις ΗΠΑ στα 13,3 εκατ.

«Αν δεν αξιοποιείς τα περιουσιακά σου στοιχεία, ουσιαστικά είσαι αναγκασμένος μόνο να πληρώνεις γι’ αυτά» επισημαίνουν οι επιτελείς της εταιρείας, σε μια προσπάθεια να αναδείξουν τα οφέλη που έχουν λαμβάνειν μέσω της οικονομίας διαμοιρασμού οι ιδιοκτήτες σπιτιών σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η Ελλάδα αποτελεί μία από τις καλύτερες αγορές διεθνώς για τη μεγαλύτερη ηλεκτρονική πλατφόρμα βραχυπρόθεσμων τουριστικών μισθώσεων διεθνώς, με βάση το ποσοστό αύξησης των καταχωρίσεων τα τελευταία χρόνια, κάτι το οποίο πιστοποιούν και οι άλλες, αντίστοιχες πλατφόρμες που δραστηριοποιούνται στο ίδιο κομμάτι, όπως η booking.com, η Homeaway κ.ά.

Πίνακας 1

Η Airbnb στην Ελλάδα το 2018
Μέσο εισόδημα «οικοδεσπότη» 3.700 δολάρια
Μέσος όρος διανυκτερεύσεων 31 νύκτες
Μέσος όρος διαμονής 4,3 ημέρες
Συνολικός αριθμός καταχωρίσεων 90.000
Συνολικός αριθμός ενεργών «οικοδεσποτών» 50.000
Συνολικός αριθμός αφίξεων 2.150.000
Κατανομή τουριστών 70% από Ευρώπη, εκ των οποίων 20% από Ελλάδα
Μεγαλύτερη εθνικότητα μετά την Ελλάδα Αμερικανοί τουρίστες με 14%
Πηγή: Αirbnb

 

Με βάση τα στοιχεία της ίδιας της εταιρείας, στο τέλος του 2018 στη χώρα μας υπήρχαν κοντά στις 90 χιλιάδες καταχωρίσεις, με κοντά στις 50 χιλιάδες ενεργούς «οικοδεσπότες», ενώ, συνολικά, οι αφίξεις στα σπίτια των «οικοδεσποτών» έφθασαν τα 2,15 εκατ., νούμερο που επιβεβαιώνει το σημαντικό μερίδιο που έχει πλέον και στην Ελλάδα η πολυσυζητημένη πλέον οικονομία του διαμοιρασμού. Αντίστοιχα, το γεγονός ότι ο αριθμός των «οικοδεσποτών» υπολείπεται σημαντικά έναντι των καταχωρίσεων επιβεβαιώνει αυτό που λέγεται κατά κόρον ότι σε κάθε Έλληνα «οικοδεσπότη» αντιστοιχεί τελικά πάνω από μία ιδιοκτησία.

Tο 2017, η Airbnb είχε συνολικά 1,37 εκατ. αφίξεις επισκεπτών στην Ελλάδα, με το μέσο ετήσιο εισόδημα ανά οικοδεσπότη να αντιστοιχεί σε 3.200 δολάρια.

Από τα 2,15 εκατ. των αφίξεων –με βάση πάντα τα στοιχεία από την ίδια την πλατφόρμα–, όσον αφορά τις εθνικότητες, το μεγαλύτερο ποσοστό αφορά τις αφίξεις από τις ΗΠΑ, αφού ένα 14% επί του συνόλου αφορά Αμερικανούς επισκέπτες, ενώ ένα ποσοστό 70% είναι Ευρωπαίοι, περιλαμβανομένων και των Ελλήνων τουριστών, και ακολουθούν με πολύ μικρότερα ποσοστά άλλες εθνικότητες. Ειδικά οι Έλληνες επισκέπτες είναι κοντά στο 20%.

Από τις καταχωρίσεις της μεγαλύτερης πλατφόρμας βραχυχρόνιων τουριστικών μισθώσεων προκύπτει επίσης ότι στην Ελλάδα ποσοστό 90% των καταχωρίσεων είναι ολόκληρα σπίτια, ενώ το υπόλοιπο 10% είναι απλά δωμάτια.

Η Airbnb έχει συγκεντρώσει και νούμερα για την «τσέπη» των Ελλήνων «οικοδεσποτών»: Έτσι, με βάση τα στοιχεία για το 2018, το μέσο εισόδημα ενός «οικοδεσπότη» στην Ελλάδα ήταν στο τέλος της περασμένης χρονιάς στα 3.700 δολ., ο μέσος αριθμός των διανυκτερεύσεων σε ένα έτος ανερχόταν στις 31, με μια μέση διάρκεια διαμονής στις 4,3 ημέρες. Τα νούμερα «μέσο εισόδημα» και «μέση διάρκεια διανυκτερεύσεων», όπως είναι φυσικό, διαμορφώνονται ανάλογα με τον προορισμό. Για την Airbnb οι καλύτερες αγορές στη χώρα μας είναι τα δύο αστικά κέντρα –σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη–, ενώ και η Κρήτη, και ειδικά ο προορισμός των Χανίων, φιγουράρει στο τοπ 3.

Σημειωτέον ότι το 2017 η Airbnb είχε συνολικά 1,37 εκατ. αφίξεις επισκεπτών στην Ελλάδα από 150 και πλέον χώρες, με το μέσο ετήσιο εισόδημα ανά οικοδεσπότη να αντιστοιχεί σε 3.200 δολ., ενώ κάθε σπίτι ή κατάλυμα που φιλοξενήθηκε στην πλατφόρμα μέτρησε συνολικά κατά μέσο όρο 28 διανυκτερεύσεις, νούμερα που αποτυπώνουν την άνοδο της αγοράς το τελευταίο διάστημα.

Παγκοσμίως, όσον αφορά το εισόδημα των «οικοδεσποτών», τα μεγαλύτερα νούμερα εμφανίζονται στην αμερικανική αγορά, από όπου ξεκίνησε και η πλατφόρμα: Ενδεικτικά, στις ΗΠΑ, τα 87 χιλ. δολ. του 2008 έγιναν 1,5 δισ. το 2013, για να φθάσουν τα 16 δισ. στο τέλος του 2018.

Διεθνώς, οι γυναίκες είναι αυτές που επωφελούνται περισσότερο από την πλατφόρμα, αφού ποσοστό 55% επί του συνόλου των «οικοδεσποτών» της πλατφόρμας είναι γένους θηλυκού, ενώ πάνω από 10 δισ. δολ. υπολογίζονται τα κεφάλαια που έχει κερδίσει το γυναικείο φύλο μέσω της Airbnb, μισθώνοντας τις ιδιοκτησίες τους ακόμη και ως part-time εργασία.

Εντυπωσιακό, επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας διεθνώς, είναι το γεγονός ότι οι ηλικίες άνω των 60 ετών είναι αυτήν τη στιγμή η ταχύτερα αναπτυσσόμενη ηλικιακή ομάδα των «οικοδεσποτών» της πλατφόρμας, με ένα ποσοστό κοντά στο 12% των ιδιοκτητών παγκοσμίως να είναι 60+.

Συνεχώς αυξανόμενο είναι και το μερίδιο των «Εμπειριών» μέσα από την πλατφόρμα, με πάνω από 25.000 εμπειρίες που είναι διαθέσιμες σε πάνω από 1.000 πόλεις σε όλο τον κόσμο. Ενδεικτικά, για τις «Εμπειρίες» στην Ελλάδα, στην πλατφόρμα φιλοξενούνται δεκάδες προτάσεις στη φύση, στο κέντρο της πόλης, γαστρονομικές προτάσεις αλλά και εμπειρίες με κοινωνική επίδραση, στις οποίες τα χρήματα που θα καταβάλει ο ταξιδιώτης πηγαίνουν σε μια μη κερδοσκοπική οργάνωση, ενώ οι Αθηναίοι πρωτοστατούν προσφέροντας τη μεγαλύτερη ποικιλία.

Αλλά και στη Θεσσαλονίκη, στη Μύκονο, στη Σαντορίνη, στη Σύρο, στην Κρήτη, στη Χίο, στη Ζάκυνθο, στην Ικαρία, στη Ρόδο και στην Πελοπόννησο, από τους αμπελώνες της Νεμέας μέχρι την Καλαμάτα, επαγγελματίες και μη φαίνεται να αξιοποιούν πλέον τη δημοφιλή πλατφόρμα με μοναδικές προτάσεις στους ξένους τουρίστες.

Ποιοι είναι οι στόχοι για το μέλλον; Διεθνώς, ο στόχος της εταιρείας έως το 2028 αναφέρει 1 δισεκατομμύριο αφίξεις, όταν το 2016 ο αντίστοιχος αριθμός ήταν στα 80 εκατομμύρια και μία δεκαετία πριν, όταν ξεκινούσε η εταιρεία από τις ΗΠΑ, ήταν μόλις… 400.

Ραγδαία αύξηση του ανταγωνισμού στο συγκεκριμένο κομμάτι της αγοράς παρουσιάζει και η booking.com, η οποία, πέραν των ξενοδοχείων, το τελευταίο διάστημα έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση στα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης τόσο εντός Ελλάδας όσο και εκτός.

Διεθνώς, ολοένα και περισσότεροι επισκέπτες επιλέγουν αυτού του είδους τα καταλύματα για τις διακοπές τους: με βάση τα νούμερα του 2018, ποσοστό 35% ή 1 στους 3 πελάτες αναζητεί μια βίλα, ένα σπίτι κ.τ.λ., ενώ η αύξηση του αριθμού των καταχωρίσεων από ιδιοκτήτες σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη χρονιά είναι 20%, με τον συνολικό αριθμό στην πλατφόρμα της Booking να ξεπερνά παγκοσμίως τα 5,7 εκατ. σπίτια, διαμερίσματα μέχρι και «κάψουλες» στην Ιαπωνία!

Μόνο στην Ελλάδα και με το δεδομένο ότι η εταιρεία έδωσε έμφαση και ενίσχυσε πολύ τον συγκεκριμένο κλάδο πέρσι, από το 2017 έως το 2018, η αύξηση των καταλυμάτων είναι κοντά στο 250% (!), με επίκεντρο την Αθήνα, το Ιόνιο, τη Σαντορίνη, τη Μύκονο και κάποια άλλα νησιά των Κυκλάδων.

Εντυπωσιακή είναι και η εικόνα σε επίπεδο διανυκτερεύσεων, αν ληφθεί υπόψη ότι οι κρατήσεις που αφορούν μόνο τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης αυξήθηκαν πέρσι κατά 60%, ποσοστό που αποτυπώνει την άνοδο της αγοράς και σίγουρα δεν δικαιολογείται μόνο από την άνοδο του ίδιου του Βooking στη συγκεκριμένη κατηγορία καταλυμάτων.

Τι λένε οι τουριστικοί φορείς

«Η ασυδοσία δεν είναι ελευθερία» σχολιάζουν, από την πλευρά τους, οι τουριστικοί φορείς, και δη οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, οι ξενοδόχοι, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ενώ η συγκεκριμένη δραστηριότητα ξεκίνησε ερασιτεχνικά από μικροϊδιοκτήτες, πλέον έχει λάβει «επαγγελματικό» χαρακτήρα, με «οικοδεσπότες» στην Ελλάδα που μπορεί να έχουν καταχωρισμένες ακόμη και πάνω από 100 ιδιοκτησίες.

Πίσω από την «αθώα» εικόνα του κατοίκου που νοικιάζει το σπίτι του για να ενισχύσει το εισόδημά του, «κρύφτηκε» μια ανεξέλεγκτη δραστηριότητα με πρωταγωνιστές εταιρείες-μεγαθήρια.

Με βάση τα στοιχεία από την έρευνα της Grant Thornton για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, η αγορά των βραχυχρόνιων τουριστικών μισθώσεων αυξήθηκε κατά 25% εντός του 2018, φθάνοντας στο 1,9 δισ. ευρώ στο τέλος του περασμένου έτους και αντιπροσωπεύοντας πλέον το 10% της τουριστικής δαπάνης, όταν τα ξενοδοχεία υπολογίζεται ότι αντιπροσωπεύουν το 50%.

Κόφτης με όριο τις 60 ημέρες, ανάλογα με τον πληθυσμό και τον προορισμό ή ακόμη και τον αριθμό των ιδιοκτησιών που μισθώνει κάθε οικοδεσπότης, περιλαμβάνεται μεταξύ των προτάσεων που υποβάλλουν οι ξενοδόχοι, μέσω του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, ώστε να υπάρξουν συγκεκριμένοι κανόνες (πέραν των φορολογικών ρυθμίσεων μέσω του Μητρώου Ακινήτων), σε μια αγορά που αντιπροσωπεύει πλέον, όπως αναφέρουν, το 10% του εγχώριου τουριστικού κλάδου και σε μεγάλο βαθμό αφορά ιδιοκτήτες, αποκτώντας όμως πιο «επαγγελματικό» χαρακτήρα.

«Στον κλάδο της φιλοξενίας ζούμε το θέατρο του παραλόγου» σχολιάζει ο πρόεδρος του ΞΕΕ, κ. Αλέξανδρος Βασιλικός. «Από τη μια οι ξενοδόχοι, που δίνουμε καθημερινό αγώνα για να κρατήσουμε όρθια τα ξενοδοχεία μας και να συνεχίσουμε να προσφέρουμε στην οικονομία και την κοινωνία, και από την άλλη βρίσκονται όσοι παριστάνουν τους ξενοδόχους, χωρίς να είναι, χωρίς τις εγγυήσεις, τις πιστοποιήσεις, αλλά και τις υποχρεώσεις των ξενοδόχων. Πίσω από την “αθώα” εικόνα του κατοίκου που νοικιάζει το σπίτι του για να ενισχύσει το εισόδημά του, “κρύφτηκε” μια ανεξέλεγκτη δραστηριότητα με πρωταγωνιστές εταιρείες-μεγαθήρια, οι οποίες, μετά από μαζικές αγορές ακινήτων, ξεσπιτώνουν οικογένειες. Η πρόσφατη μελέτη που έκανε η Grand Thornton για λογαριασμό του ΞΕΕ είναι αποκαλυπτική της πραγματικής κατάστασης που διαμορφώθηκε. Αύξηση ενοικίων για τις οικογένειες, ζητήματα υγιεινής και ασφάλειας, επιβάρυνση υποδομών. Από τα 120.000 ακίνητα που υπολογίζεται ότι διατίθενται για βραχυχρόνιες μισθώσεις μέσα από τις γνωστές πλατφόρμες, στο επίσημο Μητρώο Ακινήτων εμφανίζονται μόνον τα 50.000. Τα υπόλοιπα κινούνται προφανώς στην “γκρίζα” ζώνη της παραοικονομίας. Σε 300 εκατ. ευρώ υπολογίζονται τα έσοδα που χάνει το Δημόσιο. Σε 36.560 οι θέσεις εργασίας που χάθηκαν στην τελευταία τριετία.

Το κοινωνικό αποτύπωμα είναι ξεκάθαρα αρνητικό και το ΞΕΕ τοποθετείται υπεύθυνα με τεκμηριωμένες προτάσεις, όπως ο χρονικός περιορισμός της δραστηριότητας σε 90 ημέρες ετησίως για όλη τη χώρα, με μείωση αυτού του ορίου στις 60 ημέρες για νησιά κάτω από 10.000 κατοίκους. Επίσης, να υπάρχει όριο δύο ακινήτων ανά εκμισθωτή, ο οποίος θα πρέπει να είναι φυσικό και όχι νομικό πρόσωπο, αλλά και να υπάρξει αναλογικότητα στις φορολογικές υποχρεώσεις για ακίνητα που διατίθενται για τουριστική διαμονή. Ρύθμιση και έλεγχος, όπως συμβαίνει σε όλους τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς προορισμούς, είναι η σωστή απάντηση πριν οδηγηθούμε σε μια ευρείας έκτασης κοινωνική απορρύθμιση με άγνωστες συνέπειες» επισημαίνει ο κ. Βασιλικός.

Τι λέει ο ΣΕΤΕ

Ισονομία στην αγορά βραχυχρόνιων μισθώσεων ζητά ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, κ. Γιάννης Ρέτσος, ο οποίος υποστηρίζει ότι η απουσία εφαρμόσιμου ρυθμιστικού πλαισίου στην οικονομία διαμοιρασμού στην Ελλάδα έχει δύο βασικές προεκτάσεις: «Καταρχάς την άνιση μεταχείριση μεταξύ των αδειοδοτημένων καταλυμάτων και των ακινήτων που διατίθενται για βραχυχρόνιες μισθώσεις, με οικονομικές επιπτώσεις όπως την πρόκληση/ενθάρρυνση αθέμιτου ανταγωνισμού, την απώλεια δημοσίων εσόδων και την ενίσχυση της αδήλωτης εργασίας κ.λπ. Επιπλέον, υπάρχουν παράπλευρα ζητήματα, που αφορούν στη λειτουργία προορισμών κυρίως κοινωνικού χαρακτήρα, όπως η δυνατότητα εξεύρεσης κατοικίας, οι αυξημένες τιμές ενοικίων μακροχρόνιας μίσθωσης, η μη εύρυθμη λειτουργία πολυκατοικιών (θέματα υγιεινής και ασφάλειας), ακόμα και η αλλοίωση της πολεοδομικής φυσιογνωμίας γειτονιών» αναφέρει ο ίδιος.

Σύμφωνα με τον κ. Ρέτσο, προκειμένου η εν λόγω δραστηριότητα να μπορέσει να ενσωματωθεί –με τρόπο που θα ενισχύει τις τοπικές οικονομίες και κοινωνίες– στο συνολικό τουριστικό προϊόν, θα πρέπει να υπάρξει εκείνο το πλαίσιο που θα διασφαλίσει καταρχήν ρυθμιστική και φορολογική συμμετρία, αλλά και δεν θα αφήνει ανεξέλεγκτες τις επιπτώσεις στη λειτουργία του προορισμού.

«Στην κατεύθυνση αυτή, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη διεθνείς πρακτικές που καταδεικνύουν, μεταξύ άλλων, ότι η φορολόγηση στην πηγή αποφέρει περισσότερα έσοδα και περιορίζει φαινόμενα φοροδιαφυγής, διευκολύνοντας ουσιαστικά το έργο των αρχών. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Δανίας και πόλεων της Γαλλίας, όπου το μέτρο ήδη εφαρμόζεται με επιτυχία.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, θα πρέπει να εξεταστεί η ενεργή εμπλοκή της τοπικής αυτοδιοίκησης, δεδομένου ότι Δήμοι και Περιφέρειες έχουν τη γνώση των ειδικών τοπικών συνθηκών (π.χ. ζήτηση, προσφορά, επίπεδο κορεσμού ανά περιοχή) και μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στη δημιουργία πλαισίων που θα ανταποκρίνονται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των προορισμών. Ενδεικτικό είναι το πολύ πρόσφατο παράδειγμα του Δήμου της Μαδρίτης που ενέκρινε Ειδικό Πρόγραμμα για τη Στέγαση, με στόχο τη ρύθμιση ενοικίασης κατοικιών σε τουρίστες, θέτοντας συγκεκριμένο ποσοστό κατοικιών που δύναται να ενοικιάζεται με βραχυχρόνια μίσθωση».

Τι λένε οι άνθρωποι της Οικονομίας Διαμοιρασμού

Ο αντίλογος στους ξενοδόχους και τους τουριστικούς φορείς έρχεται από τους ιδιοκτήτες, μέσω του Συλλόγου Οικονομίας Διαμοιρασμού (ΣΟΔΙΑ), ο οποίος στέκεται στον θετικό αντίκτυπο της συγκεκριμένης δραστηριότητας, η οποία αποτελεί παγκόσμιο, και όχι μόνο, ελληνικό φαινόμενο: «Χάρη στη βραχυχρόνια μίσθωση ενισχύεται η τοπική οικονομία για πρώτη φορά μετά την ύφεση των μνημονίων και μάλιστα σε γειτονιές που ήταν σε μεγάλη οικονομική και κοινωνική ύφεση» αναφέρει, από την πλευρά της, η πρόεδρος του Συλλόγου, κ. Θεοδώρα Δήμα. «Πολλές από τις κατοικίες που αξιοποιούνται θα ήταν κλειστές αν δεν ενοικιάζονταν με βραχυχρόνια μίσθωση. Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις προσφέρουν όχι μόνο εισόδημα στους ιδιοκτήτες κατοικιών που με δυσκολία τα συντηρούσαν πριν, αλλά και πολλά έσοδα στο κράτος και στήριξη σε τοπικές επιχειρήσεις. Τα φορολογικά έσοδα του κράτους, σύμφωνα με στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, έφτασαν στα 186 εκατ. ευρώ για το 2018.

Θεωρούμε πως πρέπει να διαφυλάξουμε τη δραστηριότητα, γιατί έχει βοηθήσει τη μικρομεσαία τάξη να ορθοποδήσει. Παρ’ όλα αυτά, κρούουμε των κώδωνα του κινδύνου σε όσους τώρα θέλουν να εμπλακούν με αυτήν την δραστηριότητα. Τα έσοδα από την εμπειρία μας δεν είναι κατά πολύ μεγαλύτερα από τη μακροχρόνια μίσθωση, με λίγες εξαιρέσεις κατά περιοχές με μεγάλη ζήτηση, όπως σε κάποια νησιά (Σαντορίνη, Χανιά) και στο κέντρο της Αθήνας (Κουκάκι), που όμως ακόμα και εκεί, λόγω ανταγωνισμού, η ημερήσια τιμή διανυκτέρευσης έχει πέσει κατά πολύ, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της εξειδικευμένης εταιρείας Airdna».

Όπως επισημαίνει η ίδια, ο ανταγωνισμός αυξάνεται ακόμη περισσότερο με τις μεγάλες εταιρείες που έχουν μπει στη βραχυχρόνια μίσθωση και με τις πολύ χαμηλές τιμές που μπορούν και διαθέτουν τα ακίνητα, καθώς αυτό που τους ενδιαφέρει περισσότερο είναι ο τζίρος και όχι τα άμεσα έσοδα, όπως συμβαίνει με τους μικροϊδιοκτήτες. Επιπλέον, είναι αρκετά και τα νέα ξενοδοχεία που έχουν ανοίξει, ειδικά στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η προσφορά των προσφερόμενων καταλυμάτων.

«Ήδη από τα στοιχεία που έχουμε, οι ξενοδοχειακές κλίνες στην Αθήνα αυξήθηκαν κατά 1.268 για το 2018, ενώ η μέση ημερήσια τιμή, σύμφωνα με στοιχεία της Αirdna, έχει μειωθεί στα ακίνητα βραχυχρόνιας μίσθωσης, όπως και οι πληρότητες των καταλυμάτων έχουν σημειώσει, αν όχι μείωση, μια στασιμότητα.

Θα πρέπει να έχουμε μια συγκρατημένη αισιοδοξία και όποιος θέλει πλέον να ασχοληθεί με τη βραχυχρόνια μίσθωση να έχει κατά νου πως πρέπει να το δει ως ένα είδος πλήρους απασχόλησης εάν θέλει να έχει κέρδος. Η σύγχρονη αυτή εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας μέσω της βραχυχρόνιας μίσθωσης είναι μια υβριδική μορφή αξιοποίησης ακινήτων. Συνδυάζει την αστική μακροχρόνια μίσθωση και κάποια χαρακτηριστικά διαχείρισης ενός ξενοδοχείου.

Ωστόσο, φορολογικά, πιστεύουμε πως ακόμη δεν αντιμετωπίζεται σωστά, καθώς στη βραχυχρόνια μίσθωση ο ιδιοκτήτης πρέπει να συνυπολογίσει και ένα αρκετά υψηλό κόστος διαχείρισης (κοινόχρηστα, νερό, ρεύμα, τηλέφωνο, Ίντερνετ, σεντόνια κ.τ.λ.), τα οποία θα ξοδευτούν για το κόστος παροχής ολόκληρου του διαμερίσματος. Αυτά τα έξοδα αφενός μεν στην αστική μίσθωση δεν τα επιβαρύνεται ο ιδιοκτήτης, αφετέρου σε ένα ξενοδοχείο εκπίπτουν από τα έξοδα ως επιχείρηση και επομένως ελαττώνει κατά πολύ το φορολογητέο εισόδημα» αναφέρει η κ. Δήμα.

Σύμφωνα με τους επιτελείς του ΣΟΔΙΑ, που συστάθηκε τον Ιούνιο του 2017 και έχει ξεκινήσει δράσεις για την ενημέρωση και επιμόρφωση των ανθρώπων που δραστηριοποιούνται στη βραχυχρόνια μίσθωση, είτε ως ιδιοκτήτες είτε ως διαχειριστές ακινήτων, ενδεικτικά, για ένα ακίνητο με ένα υψηλό μίσθωμα της τάξης των 100 ευρώ (για εύκολο υπολογισμό), το ποσό που μένει στην «τσέπη» του ιδιοκτήτη, αν αφαιρεθούν όλα τα έξοδά του, μπορεί να φθάνει τελικά στα 35 ευρώ: Κι αυτό γιατί ένα 5% πάει στην προμήθεια της πλατφόρμας (που μπορεί να φθάνει ακόμη και το 15%, ανάλογα με την πλατφόρμα), ένα 15% στη φορολόγηση, ένα 15% ακόμη για λειτουργικές δαπάνες (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, Ίντερνετ, κοινόχρηστα, αναλώσιμα), ένα 10% για τον καθαρισμό κι ένα 10% επιπλέον για τον καθαρισμό κλινοσκεπασμάτων, ενώ από 5% υπολογίζεται το κόστος του ιδιοκτήτη για τη μετάβαση του ιδιοκτήτη στο διαμέρισμα, κι ένα 5% ακόμη για τη συντήρηση και τις φθορές.

«Παρατηρούμε ότι σε ένα υψηλό, θεωρητικά, μίσθωμα, από τα 100 ευρώ είσπραξης το τελικό χρηματικό όφελος είναι κατά πολύ μικρότερο –πέραν φυσικά του γεγονότος ότι τα περισσότερα διαμερίσματα που ενοικιάζονται έχουν κατά μέσο όρο αρκετά μικρότερο μίσθωμα, επομένως το τελικό όφελος είναι αρκετά μικρότερο. Επιπλέον, η προμήθεια, ανάλογα με την πλατφόρμα, μπορεί να φθάνει το 15% και ο φόρος το 35% (σ.σ. εάν ξεπερνάει τις 12.000 έσοδα από ενοίκια τον χρόνο ο ιδιοκτήτης)».

Αυτό που επισημαίνει η κ. Δήμα είναι ότι η υπεραξία από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό στην προσωπική εργασία του ιδιοκτήτη, γι’ αυτό και οι τελευταίοι θα πρέπει να δουν τη δραστηριότητα αυτή ως μια πιο «πλήρη» απασχόληση, προκειμένου να αυξήσουν τα έσοδά τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, αυτό που προτείνεται είναι η μεγιστοποίηση των ημερών μιας κράτησης, ώστε τα έξοδα που υπάρχουν (καθαρισμός διαμερίσματος και κλινοσκεπασμάτων) να μειωθούν. «Στα 1.000 ευρώ είσπραξη, τα 350 ευρώ είναι καθαρά, όσο δηλαδή και στην αστική μίσθωση, αν το διαμέρισμα είναι σε περιοχή με ζήτηση από ενοικιαστές. Αν όμως το διαχειρίζεσαι μόνος σου, δηλαδή κάνεις και τον καθαρισμό και το πλύσιμο, τότε σου μένουν τα μισά –500 ευρώ».

Η κ. Δήμα αναφέρεται και στα προηγούμενα χρόνια της πλήρους κατάρρευσης της εγχώριας κτηματαγοράς, όταν πολλοί ιδιοκτήτες, εν μέσω απελπισίας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, λόγω απλήρωτων ενοικίων και λογαριασμών από ενοικιαστές, οδηγήθηκαν στη λύση της βραχυχρόνιας μίσθωσης και ακόμη και τώρα «δεν τολμούν να εμπιστευτούν ξανά τις περιουσίες τους σε επόμενους ενοικιαστές.

Τουλάχιστον, με τη βραχυχρόνια μίσθωση, ξέρουν πως θα πληρωθούν άμεσα για την υπηρεσία που προσφέρουν, ενώ στη μακροχρόνια υπάρχει η αβεβαιότητα για το αν θα πληρωθούν» αναφέρει η κ. Δήμα.

Εν μέσω της συζήτησης που έχει ανοίξει για τη θέσπιση περαιτέρω περιορισμών, πέραν των φορολογικών, στην αγορά οι ιδιοκτήτες θεωρούν ότι: «Οποιαδήποτε εφαρμογή των περιορισμών που είναι υπό συζήτηση αυτή τη στιγμή θα είναι καταστροφική για τη δραστηριότητά μας, καθώς θα ανακάμψει την εξέλιξή της και θα μας γυρίσει αυτόματα πίσω στα χρόνια της κρίσης και της ύφεσης. Προτείνουμε ψυχραιμία και να αφήσουμε χρόνο ώστε η αγορά να αυτορρυθμιστεί».

Αντί για περιορισμούς, ο ΣΟΔΙΑ προτείνει κάποιες ρυθμίσεις-μέτρα που θα μπορούσαν να γίνουν ώστε να ξεκαθαρίσει το τοπίο, και αυτά είναι τα εξής:

 

  • Φορολόγηση στην πηγή: Ως Σύλλογος Οικονομίας Διαμοιρασμού, υπάρχει η άποψη ότι πρέπει να επανεξεταστεί ο τρόπος φορολόγησης από την Πολιτεία και να αντιμετωπιστεί ως μια ιδιαίτερη μορφή εκμετάλλευσης ακίνητης περιουσίας. «Αντιλαμβανόμαστε ότι η φορολόγηση από το 15% στο 35% έχει μεγάλη απόκλιση. Θα ήταν ωφέλιμο για όλους να υπήρχε και ενδιάμεση τιμή κλίμακας 25%, όπως συμβαίνει και σε άλλα κράτη. Επιπλέον, υποστηρίζουμε σταθερά πως μια φορολόγηση 15% απευθείας στην πηγή (σ.σ. δηλαδή στις πλατφόρμες) θα ωφελούσε όλους, και κυρίως τα κρατικά έσοδα, και θα αποφεύγονταν στρεβλώσεις στην αγορά, καθώς αυτή η επιβάρυνση θα υπολογιζόταν αυτόματα από όλους στο κόστος διανυκτέρευσης».
  • Αναβάθμιση και άλλων υποβαθμισμένων περιοχών: Η βραχυχρόνια μίσθωση λειτούργησε ευεργετικά σε κάποιες γειτονιές της Αθήνας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα «εργαλείο» για περαιτέρω ανάπτυξη και αναβάθμιση γειτονιών που ακόμη βρίσκονται στο περιθώριο. «Θα μπορούσαν να δοθούν κάποιες φοροελαφρύνσεις για όσους θέλουν να ανοίξουν τα σπίτια τους και να τα νοικιάσουν είτε βραχυχρόνια είτε μακροχρόνια, και με αυτόν τον τρόπο να αναπτυχθούν και άλλες γειτονιές της Αθήνας, ώστε να αποφευχθεί η συγκεντροποίηση σε κάποιες γειτονιές».
  • Κανόνες ασφαλείας: Στο μείζον θέμα της ασφάλειας, προτείνεται να θεσπιστούν κανόνες ασφαλείας για την προστασία των τουριστών, αλλά και του ιδιοκτήτη. «Άτυπα, οι περισσότεροι από εμάς έχουμε προμηθευτεί ανιχνευτές καπνού, πυροσβεστήρες, έχει γίνει στα καταλύματά μας ασφάλιση πυρός και αστικής ευθύνης. Καλό θα είναι να υπάρχουν σε όλα τα καταλύματα που δίνονται για βραχυχρόνια μίσθωση, για την προστασία του τουρίστα, αλλά και έμμεσα και του διαχειριστή ακινήτου».
  • Εγγραφή όλων των ιδιοκτητών στο μητρώο: Σύμφωνα με τον ΣΟΔΙΑ, είναι απαραίτητο να γίνει η σωστή καταγραφή όλων των καταλυμάτων που δίνονται για βραχυχρόνια μίσθωση. «Όσοι ακόμη δεν πρόλαβαν να κάνουν την εγγραφή τους στο μητρώο τούς συμβουλεύουμε να το πράξουν, καθώς είναι άδικο για όσους έχουν ήδη εγγραφεί και δημιουργείται αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ της κοινότητας της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Απαιτούμε από το κράτος να γίνει η συνεργασία με τις πλατφόρμες και να διενεργηθούν οι απαραίτητοι έλεγχοι, ώστε να γνωρίζουμε πόσοι ακριβώς είμαστε οι νόμιμοι που ασχολούμαστε με αυτήν τη δραστηριότητα. Μέχρι τις 30 Νοεμβρίου του 2018, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, είχαν εγγραφεί 49.000 ακίνητα, γνωρίζουμε όμως από τις πλατφόρμες ότι είναι παραπάνω, ίσως και διπλάσια. Θεωρούμε υποχρέωση του κράτους να διαφυλάξει όσους ασχολούνται νόμιμα με τη δραστηριότητα από τους κερδοσκόπους που την έχουν δει ως ευκαιριακή απασχόληση».

Αναφορικά με την κριτική και τη συζήτηση που έχει ανοίξει για το στεγαστικό πρόγραμμα που αντιμετωπίζουν δημοφιλείς τουριστικοί προορισμοί, η απάντηση από πλευράς του ΣΟΔΙΑ είναι ότι η βραχυχρόνια μίσθωση ανέδειξε αρκετά κενά στη στεγαστική κοινωνική πολιτική που έχει το κράτος και υπάρχουν πολλά ακίνητα ανεκμετάλλευτα, τα οποία θα πρέπει να ξεκινήσουν να αξιοποιούνται.

Όπως επισημαίνει η κ. Δήμα, «τα ακίνητα του ευρύτερου δημοσίου τομέα είναι χιλιάδες και θα μπορούσαν σε ένα πλαίσιο στεγαστικής κοινωνικής πολιτικής να προσφερθούν στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, που παραπονιούνται πως δεν βρίσκουν ακίνητο να μείνουν. Το κράτος είναι υπεύθυνο να στεγάσει τους κοινωνικούς λειτουργούς του και τις ευάλωτες ομάδες και όχι οι ιδιώτες, που με κόπο κατάφεραν να διαφυλάξουν την περιουσία τους στα χρόνια της κρίσης» αναφέρουν χαρακτηριστικά.

 

(Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΧΡΗΜΑ, τευχ. Μάρτιος-Απρίλιος, της Στεφανίας Σούκη)