Σαφή περιγραφή των επιπτώσεων που προκαλεί η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στο εγχώριο πιστωτικό σύστημα, περιέλαβε ο Γιάννης Στουρνάρας στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημοσίευσε σήμερα η Τράπεζα της Ελλάδας

Συγκεκριμένα στην Έκθεση επισημαίνεται ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία διαμόρφωσε νέες συνθήκες, μετριάζοντας τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Η ενεργειακή κρίση επιτείνει τις πληθωριστικές πιέσεις αποτελώντας τροχοπέδη, ενώ η αβεβαιότητα σχετικά με τη διάρκεια του πολέμου και τις επιπτώσεις του στην πραγματική οικονομία λειτουργεί αποτρεπτικά για τη λήψη οικονομικών αποφάσεων από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, δεδομένης της αύξησης του κόστους παραγωγής και της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματός τους αντίστοιχα.

Στο πλαίσιο αυτό, ο τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί άμεσα, αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις που τον περιβάλλουν.

 

Οι τρεις προκλήσεις

 

  1. Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Η αποκλιμάκωση του αποθέματος ΜΕΔ που έχει συντελεστεί στον τραπεζικό τομέα είναι ιδιαίτερα σημαντική, εντούτοις ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων (Δεκέμβριος 2021: 12,8%) παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Δεκέμβριος 2021: 2%11).

Η επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων των τραπεζών θα οδηγήσει τον εν λόγω δείκτη σε μονοψήφιο ποσοστό μέχρι το τέλος του 2022 και θα σηματοδοτήσει σε μεγάλο βαθμό την επιτυχή ολοκλήρωση μίας πολύχρονης προσπάθειας.

Ωστόσο, υπό το πρίσμα των γεωπολιτικών αναταραχών, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τη σοβούσα ενεργειακή κρίση να έχουν τροφοδοτήσει τις πληθωριστικές πιέσεις που εμφανίζονται πλέον σε όλο το φάσμα των αγαθών και υπηρεσιών, είναι σαφές ότι δευτερογενώς θα υπάρξουν επιδράσεις στην ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα.

Η τελική επίδραση στη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων στην παρούσα χρονική συγκυρία δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια, αποτελεί όμως σαφώς πηγή ανησυχίας.

2. Η χαμηλή οργανική κερδοφορία.

Η αύξηση της οργανικής κερδοφορίας και η συνακόλουθη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου αποτελούν προϋπόθεση όχι μόνο για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας, αλλά και για τη συνολική ενδυνάμωση του τραπεζικού τομέα.

Με δεδομένη την επίδραση στην κερδοφορία των τραπεζών λόγω των συνεχιζόμενων προσπαθειών εξυγίανσης των ισολογισμών τους, καθίσταται σαφές ότι η βελτίωσή της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ενίσχυση της χρηματοδότησης.

Η απόσυρση των έκτακτων διευκολυντικών μέτρων νομισματικής πολιτικής που ελήφθησαν από την ΕΚΤ για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας θα επιβαρύνει τα έξοδα τόκων, ενώ πρόσθετη επιβάρυνση θα προκύψει και από τις ανάγκες για την έκδοση ομολόγων (Additional Tier 1, Tier 2 και κυρίου χρέους) για την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL). Ενέργειες οι οποίες στοχεύουν στον περιορισμό του λειτουργικού κόστους, όπως η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των τραπεζών (digitalisation), θα αμβλύνουν την τελική επίδραση στο λειτουργικό αποτέλεσμα.

3. Το ύψος της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών σε συνδυασμό με τη χαμηλή ποιότητα των εποπτικών τους κεφαλαίων.

Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα, ωστόσο υφίστανται σημαντικές προκλήσεις οι οποίες σχετίζονται με το κόστος υλοποίησης της στρατηγικής τους για τη μείωση των υφιστάμενων ΜΕΔ και το σχηματισμό επαρκών προβλέψεων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου από τυχόν νέα ΜΕΔ, καθώς και με τη σταδιακή εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 και την ανάγκη ενίσχυσης του διαμεσολαβητικού τους ρόλου μέσω της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.

Στο πλαίσιο αυτό η υφιστάμενη συμμετοχή των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs), που ήδη βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, αναμένεται να ενισχυθεί.

Στο τομέα της ενίσχυσης της χρηματοδότησης, οι τράπεζες έχουν στηρίξει διαχρονικά την ελληνική οικονομία, ακόμα και σε περιόδους κρίσης, αξιοποιώντας τα μέτρα στήριξής τους, τόσο μέσω κρατικών κεφαλαιοποιήσεων όσο και κρατικών εγγυήσεων.

Συνεπώς, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, σε συνδυασμό με την παροχή πρόσθετης χρηματοδότησης από τις τράπεζες, θα συμβάλουν στη στήριξη της οικονομίας και την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Καθίσταται σαφές ότι συνολικά η χρηματοδότηση θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από την ύπαρξη αξιόλογων επενδυτικών σχεδίων με βιώσιμα χαρακτηριστικά.

  • Κατά συνέπεια, οι τράπεζες οφείλουν να επιταχύνουν την υλοποίηση των επιχειρησιακών τους σχεδίων σχετικά με τη χρηματοδότηση υγιών επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και νοικοκυριών, εφαρμόζοντας συνετά πιστοδοτικά κριτήρια. Παράλληλα, καλούνται να αναπτύξουν περαιτέρω εναλλακτικές πηγές εσόδων στο πλαίσιο της αποτελεσματικής διαχείρισης αποταμιευτικών πόρων.

Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Η ανάπτυξη ενός διατηρήσιμου επιχειρηματικού υποδείγματος που θα επιτρέπει την επίτευξη ενός ικανοποιητικού επιπέδου οργανικής κερδοφορίας θα ενισχύσει την ικανότητα του τραπεζικού τομέα να απορροφά τις επιπτώσεις ενδεχόμενων αναταράξεων (είτε ενδογενών, είτε εξωγενών) και θα συμβάλει στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.