του Ανδρέα Κ. Φέζου, Deputy Chief Executive, BSS
Οι συνεχόμενες αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ, από το περασμένο καλοκαίρι, έχουν διαμορφώσει ήδη μια νέα πραγματικότητα σχετικά με το ύψος των επιτοκίων στην ευρωζώνη. Τα προηγουμένως αρνητικά επιτόκια Euribor, από τον περασμένο Σεπτέμβριο, παρουσιάζουν σημαντικά ανοδική πορεία, με το Euribor τριμήνου να ξεπερνά ήδη τα επίπεδα του 3% (τρέχουσα τιμή 24/03: 3,025%).
Στα τέλη του προηγούμενου έτους, οι τότε προβλέψεις για τη μελλοντική διαμόρφωση του Euribor ανέμεναν απότομη αύξηση εντός του Q1 του 2023 στα επίπεδα του 3% έως 3,8% και, στη συνέχεια, σταδιακή αποκλιμάκωση και διαμόρφωση μεταξύ 2,5% και 3%, από τα μέσα του 2024 και μετά.
Τους επόμενους μήνες, όμως, οι νέες συνθήκες στην παγκόσμια οικονομία, και κυρίως τα στοιχεία για την καθυστέρηση εξομάλυνσης του πληθωρισμού στην ευρωζώνη, ακύρωσαν τις αρχικές προβλέψεις. Οι νέες προβλέψεις διαμόρφωσαν την καμπύλη επιτοκίων πιο ψηλά και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Στο Q3 2023 το Euribor τριμήνου θα ξεπερνούσε το 4% και θα λάμβανε τιμές κάτω από το 3% μετά το 2025. Η νέα πρόβλεψη για σημαντικά μεγαλύτερο διάστημα παραμονής των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα δημιούργησε προβληματισμό-νευρικότητα στις αγορές και παράλληλα προγραμματισμό μεγαλύτερων κεντρικών επεμβάσεων από αυτές που αρχικά είχαν υπολογιστεί, στην προσπάθεια «παγώματος» της οικονομίας ως αντιπληθωριστικό εργαλείο.
Κι ενώ όλα τα παραπάνω ήταν σε εξέλιξη, ήρθε η αιφνιδιαστική απειλή κατάρρευσης τριών τραπεζών (SVB, Signature, Credit Suisse) να αλλάξει εκ νέου τα δεδομένα! Η αναστάτωση που προκλήθηκε από τον φόβο ενδεχόμενης κατάρρευσης –ειδικά της Credit Suisse– φαίνεται πως έκανε απρόσμενα μέρος της δουλειάς. Η ανησυχία μπορεί να λειτουργήσει ως αποπληθωριστικός παράγοντας, περιορίζοντας έτσι την ανάγκη περαιτέρω συστημικών αυξήσεων των επιτοκίων. Άλλωστε, οι αυξήσεις αυτές αποδείχθηκε ότι μπορούν να προκαλέσουν σοβαρούς τριγμούς σε πιστωτικά ιδρύματα με εγγενή προβλήματα, επηρεάζοντας, αντίστοιχα, συνολικά την παγκόσμια αγορά.
Ο συνδυασμός των παραπάνω έφερε, λοιπόν, νέο προβληματισμό για τη σκοπιμότητα συνέχισης του αρχικού πλάνου παρέμβασης των κεντρικών τραπεζών. Κι αν η ΕΚΤ δεν την είχε ήδη εκ των προτέρων προεξοφλήσει, η νέα αύξηση 50 μονάδων βάσης, που αποφασίστηκε στη συνεδρίαση στις 16 Μαρτίου, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είχε τελικά πραγματοποιηθεί. Με τα νέα δεδομένα, οι προβλέψεις παρουσιάζουν πια μια διαφορετική καμπύλη, με το υψηλό σημείο να μην ξεπερνά πλέον τα επίπεδα του 3,5% και να αποκλιμακώνεται εντός του 2024 σε επίπεδα κάτω του 3%.
Όπως φαίνεται, λοιπόν, οι αναταράξεις των αγορών και οι απρόβλεπτες καταστάσεις μπορούν να προκαλέσουν την αναθεώρηση του προγραμματισμού των συστημικών παρεμβάσεων.
Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, και παρά το γεγονός ότι οι επιπτώσεις από την αύξηση των επιτοκίων δεν έχουν ακόμα γίνει πλήρως αισθητές –υπολογίζεται ότι χρειάζεται χρονικό διάστημα περίπου 9 μηνών για να αποτυπωθεί η πραγματική επίδραση στην οικονομία–, είναι γεγονός ότι η εποχή του φθηνού χρήματος έχει, πλέον, περάσει στο παρελθόν.
Ο συνδυασμός των παραπάνω έχει σηματοδοτήσει ήδη σημαντική αύξηση στις ετήσιες υποχρεώσεις εξυπηρέτησης τραπεζικού δανεισμού τόσο για επιχειρήσεις όσο και για νοικοκυριά, με τον κίνδυνο διαμόρφωσης μιας νέας γενιάς προβληματικών δανείων στις τράπεζες να μη θεωρείται διόλου αμελητέος.
Με δεδομένη τη νέα επιτοκιακή πραγματικότητα, λοιπόν, είναι κρίσιμο για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να αναλύσουν τις υφιστάμενες και μελλοντικές δανειακές τους υποχρεώσεις με βάση τα νέα δεδομένα, αναζητώντας έγκαιρα τρόπους εξισορρόπησης των επιπτώσεων της νέας πραγματικότητας.
Από το περιοδικό ΧΡΗΜΑ (Μάρτιος-Απρίλιος)