Η ευχερής χρηματοδότηση της οικονομίας αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη. Έχει αποδειχθεί εμπειρικά ότι ανάπτυξη διατηρήσιμη και με υψηλούς ρυθμούς είναι πρακτικά αδύνατη όταν ταυτόχρονα η πιστωτική επέκταση είναι αρνητική. Επομένως, καθώς η ελληνική οικονομία επιχειρεί να επιταχύνει τους ρυθμούς ανάκαμψης, είναι εύλογο τα βλέμματα να στρέφονται προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Πολλοί παρατηρητές κατηγορούν τις ελληνικές τράπεζες ότι δεν δανειοδοτούν επαρκώς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, επιβραδύνοντας την ανάπτυξη.
Όπως αναφέρει ο Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου της Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών σε άρθρο του στην Καθημερινή με θέμα “Χρηματοδοτούν οι Τράπεζες την Οικονομία;” η χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, που είναι και το πιο κρίσιμο τμήμα για την ανάπτυξη, είναι ήδη σε θετικό έδαφος σε ετήσια βάση (2,9%, 2,9% και 2,2% κατά τον Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους αντιστοίχως). Η θετική αυτή αλλαγή αναγνωρίζεται και στην τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα. Μία ματιά στα κλαδικά στοιχεία αποδεικνύει ότι οι κλάδοι με τους υψηλότερους ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης είναι ο τουρισμός, η ενέργεια και οι υπηρεσίες εφοδιαστικής αλυσίδας, επιβεβαιώνοντας πλήρως σχετική μελέτη της Eurobank η οποία ανέδειξε αυτούς τους τρεις κλάδους μεταξύ αυτών με τις δυναμικότερες προοπτικές (Καραβίας-Αναστασάτος, ” Ενέργεια, Logistics, Τουρισμός: Προοπτικές των Κλάδων, Επενδυτικά Σχέδια σε Εξέλιξη και Συνεισφορά τους στο ΑΕΠ”, Επιθεώρηση Οικονομία & Αγορές, Τόμος XII, Τεύχος 1, Απρίλιος 2018). Με απλά λόγια, η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας έχει γυρίσει σε θετικό έδαφος, έστω κι αν αυτό δεν είναι ξεκάθαρα ορατό – για καθαρά τεχνικούς λόγους – στη συνολική στατιστική απεικόνιση, αναφέρει μεταξύ άλλων ο κ. Αναστασάτος.
Η εξέλιξη αυτή κατέστη δυνατή από τη σημαντική βελτίωση στην θέση ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών. Οι ιδιωτικές καταθέσεις αυξήθηκαν κατά περίπου 13 δις ευρώ μεταξύ Ιανουαρίου 2018 -Σεπτεμβρίου 2019, ενώ τα μετρητά εκτός τραπεζικού συστήματος μειώθηκαν κατά 19 δις ευρώ μεταξύ Απριλίου 2017- Αυγούστου 2019. Επιπλέον, η πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών σε χρηματοδότηση από τη διατραπεζική αγορά βελτιώθηκε σημαντικά (22 δις ευρώ το Σεπτέμβριο του 2019 έναντι 10 δις ευρώ το Νοέμβριο του 2015). Ως αποτέλεσμα, οι ελληνικές τράπεζες μηδένισαν την εξάρτησή τους από την έκτακτη χρηματοδότηση της ΤτΕ (ELA) και περιόρισαν την έκθεση στην ΕΚΤ σε μόλις 7,5 δις ευρώ το Σεπτέμβριο του 2019, έναντι συνδυασμένης έκθεσης 126,6 δις ευρώτον δραματικό Ιούνιο του 2015, μία πραγματικά εντυπωσιακή μεταστροφή. Η πλήρης άρση των κεφαλαιακών ελέγχων τον περασμένο Σεπτέμβριο λειτούργησε ως επιπλέον τόνωση της καταθετικής εμπιστοσύνης. Η πρόκληση την οποία πράγματι αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες αφορά τον ακόμη μεγάλο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Και σε αυτό το πεδίο όμως οι τράπεζες υπεραποδίδουν έναντι των στόχων οι οποίοι έχουν τεθεί από τις εποπτικές αρχές.
Όπως αναφέρει ο κ. Αναστασάτος ο πιο δεσμευτικός περιορισμός αυτή τη στιγμή για μια ακόμη ταχύτερη πιστωτική επέκταση δεν είναι η προσφορά δανείων όσο η ζήτηση. Παρότι η ζήτηση για δάνεια έχει ανακάμψει από πέρυσι, παραμένει ένα μικρό μέρος των προ κρίσης επιπέδων. Επιπλέον, δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις της ποιότητας που θα επέτρεπε τη χρηματοδότηση. Το μεγάλο μέρος των ιδιωτών και επιχειρήσεων που έλαβαν δάνεια τα προηγούμενα χρόνια δεν τα εξυπηρετούν και οι επενδυτικές ιδέες οι οποίες διεκδικούν χρηματοδότηση δεν συνοδεύονται πάντα από βιώσιμα επενδυτικά πλάνα. Αλλά και τα νοικοκυριά είναι πιο διστακτικά, όσο έχουν ακόμη αβεβαιότητα για τις οικονομικές τους προοπτικές. Η δύσκολη εμπειρία του παρελθόντος μειώνει τη διάθεση για υψηλά ποσοστά χρηματοδότησης. Κάποιος θα σκεφτεί ότι ένας λόγος για την ακόμη μειωμένη ζήτηση είναι τα επιτόκια. Ούτε αυτό είναι ακριβές όμως διότι τα πολύ χαμηλά επιτόκια παρέμβασης της ΕΚΤ έχουν οδηγήσει τα συνολικά επιτόκια σε χαμηλότερα επίπεδα από προηγούμενα χρόνια. Είναι αληθές ότι ο κίνδυνος χώρας οδήγησε τις ελληνικές τράπεζες να αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης (και άρα πιστοδότησης) έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο, η σταδιακή εξομάλυνση των μακροοικονομικών συνθηκών και ο περιορισμός της αβεβαιότητας έχει οδηγήσει σε σωρευτική μείωση των επιτοκίου δανεισμού των επιχειρήσεων κατά περίπου 300 μονάδες βάσης από το 2011. Όσο η μακροοικονομική βελτίωση συνεχίζεται, υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω συμπίεσης του κινδύνου χώρας και άρα των επιτοκιακών περιθωρίων (spreads), εκτιμά ο επικεφαλής οικονομολόγος.
Η πιστωτική επέκταση σε αυτό τον οικονομικό κύκλο θα ανακάμψει βαθμιαία, όσο η ανάκαμψη της οικονομίας αυξάνει τις επενδυτικές ευκαιρίες και τη διάθεση των επιχειρήσεων να αναλαμβάνουν ρίσκο, καθώς και τη σιγουριά των νοικοκυριών για τα μελλοντικά τους εισοδήματα. Αυτή η χαμηλότερη ταχύτητα σε σχέση με το παρελθόν όμως έχει και μία πολύ θετική συνέπεια: ότι δεν θα επαναληφθούν οι υπερβολές του παρελθόντος με την ταχύτατη αύξηση των πιστοδοτήσεων που κατευθύνθηκαν στην κατανάλωση και συνεισέφεραν στον εκτροχιασμό του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών. Αυτή τη φορά, οι πιστοδοτήσεις θα συνεισφέρουν στη στροφή της οικονομίας προς ένα πιο βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης με οδηγό τις επενδύσεις και τις εξαγωγές.