του Μάνου Χατζηδάκη, Επικεφαλής Ανάλυσης, ΒΕΤΑ Χρηματιστηριακή

Μόνο ένα γεγονός με χαρακτηριστικά γεωπολιτικού ρίσκου και παγκόσμιο επιδραστικό αντίκτυπο ήταν ικανό να ανακόψει την επιστροφή του Γενικού Δείκτη στα υψηλά 15 ετών. Το σερί των έξι ανοδικών συνεδριάσεων διακόπηκε την Πέμπτη από την κλιμάκωση της έντασης στη Μέση Ανατολή, και, καθώς η εγχώρια αγορά δεν είχε κάποιο αντίβαρο νέων, η αύξηση της συσχέτισης με τον διεθνή παράγοντα ήρθε ως φυσιολογική εξέλιξη. 

Είναι σαφές, πλέον, ότι τα αντανακλαστικά των επενδυτών γίνονται πιο ευαίσθητα και η μεταβλητότητα θα επιστρέψει, μετά από δύο μήνες ανακωχής και αποτελεσματικής τιμολόγησης της κερδοφορίας και των επιχειρηματικών συμφωνιών στη εγχώρια αγορά. 

Παράλληλα, η πορεία προς την εκπνοή της προθεσμίας για τη συμφωνία των εμπορικών συναλλαγών ΕΕ και ΗΠΑ (9 Ιουλίου) βάζει έναν ακόμη παράγοντα στρες στις αγορές. Σε αυτό το μοτίβο αυξημένης συσχέτισης φαίνεται ότι θα κινηθεί η αγορά, δεδομένης της έλλειψης βραχυπρόθεσμων καταλυτών ώς το τέλος του μήνα. 

Επί του παρόντος, πάντως, η διένεξη Ισραήλ-Ιράν βρίσκεται στο προσκήνιο, με σημείο αναφοράς των αγορών τις διακυμάνσεις στην τιμή του «μαύρου χρυσού». Το Ιράν μπορεί να είναι ένα σχετικά μικρό μέγεθος πετρελαιοπαραγωγού, ωστόσο η γεωπολιτική θέση του είναι αυτή που επηρεάζει τη μεταβολή της τιμής του αργού πετρελαίου. Το 4,8% της παγκόσμιας παραγωγής ή 4,3 εκατ. βαρέλια ημερησίως παράγονται από το Ιράν. Στη μεγάλη εικόνα, όμως, το 31% της παγκόσμιας παραγωγής έρχεται από την ευρύτερη περιοχή του Περσικού Κόλπου, εκ του οποίου το 20% διακινείται με πλοία από τα Στενά του Ορμούζ και το υπόλοιπο 11% από αγωγούς. Στο στενότερο σημείο τους τα Στενά έχουν πλάτος 29 ναυτικά μίλια (54 χιλιόμετρα). Στη μία πλευρά των Στενών είναι το Ομάν και στην άλλη άκρη το Ιράν. Ένας ενδεχόμενος αποκλεισμός αυτού του περάσματος θα δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα στην εφοδιαστική αλυσίδα, αφού οι απώλειες τέτοιων ποσοτήτων από τις αγορές –και με δεδομένο τον μερικό αποκλεισμό της Ρωσίας από την προσφορά– θα σήμαιναν μετατόπιση του σημείου ισορροπίας σημαντικά υψηλότερα, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τον πληθωρισμό και τη στάση των κεντρικών τραπεζών. 

Τα υπόλοιπα σενάρια περί επιθέσεων σε βάθος χρόνου είναι σχετικά διαχειρίσιμα –στο παρελθόν, τουλάχιστον, η επίδραση τέτοιων γεγονότων είχε βραχυπρόθεσμο αντίκτυπο στις αγορές. Επομένως, αν τελικώς η κατάσταση εκτονωθεί με κάποια αντίποινα που δεν θα δημιουργούν πρόβλημα στην εφοδιαστική αλυσίδα, η παρούσα συγκυρία ενδεχομένως να δημιουργεί ευκαιρίες εισόδου στην αγορά τόσο για βραχυπρόθεσμους όσο και για μακροπρόθεσμους επενδυτές.