Της Κυρέλας Πέτρου
Το 60% των προωθητικών ενεργειών που πραγματοποιούνται στα σούπερ μάρκετ είναι ζημιογόνες. Μόλις το 16% αυτών των ενεργειών είναι αμοιβαία επωφελής για σούπερ μάρκετ και βιομηχανία (προμηθευτές), σύμφωνα με τα στοιχεία της Nielsen.
Το ποσοστό είναι τεράστιο και κάνει κάτι περισσότερο από προφανές το γιατί οι προσφορές έχουν εξελιχθεί σε θηλιά που «πνίγει» λιανεμπόριο και βιομηχανία, με τις δύο πλευρές να αναζητούν τρόπους εξορθολογισμού της κατάστασης.
Οι προσφορές εντάθηκαν την περίοδο της κρίσης, με στόχο την αύξηση των μεριδίων τόσο των σούπερ μάρκετ όσο και των προμηθευτών. Το εγχείρημα αρχικά πέτυχε, ωστόσο, η συνεχής και εντεινόμενη εφαρμογή αυτής της πρακτικής, εκπαίδευσε τους καταναλωτές, μετατρέποντάς τους σε κυνηγούς προσφορών.
Λόγω του ευκαιριακού χαρακτήρα της καταναλωτικής συμπεριφοράς, η πιστότητα στο brand έχει κατρακυλήσει στο 4%. Παράλληλα, οι βιομηχανίες έχουν περικόψει την διαφημιστική δαπάνη για την ενίσχυση των brands τους, επενδύοντας αυτά τα κεφάλαια στις προωθητικές ενέργειες.
Τα περισσότερα προϊόντα που μπαίνουν σήμερα στο καλάθι του καταναλωτή βρίσκονται σε κάποιου είδους προσφορά -έκπτωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι πάνω από το 50% των επώνυμων προϊόντων είναι σε προώθηση, ενώ σε συγκεκριμένες κατηγορίες, όπως τα απορρυπαντικά, το ποσοστό ξεπερνάει το 70%.
To αποτέλεσμα; Αύξηση πωλήσεων σε όγκο, ενίσχυση ή διατήρηση μεριδίων αγοράς, αλλά ισχνή ανάπτυξη κερδοφορίας ή οριακά πτωτική.
Λιανέμποροι και βιομηχανίες συμφωνούν ότι πρέπει να βρεθεί τρόπος επανασχεδιασμού των μηχανισμών προώθησης, με διενέργεια στοχευμένων προσφορών.
Η δυσκολία του εγχειρήματος βρίσκεται στην εκ νέου «εκπαίδευση» των καταναλωτών, οι οποίοι σε ποσοστό 70% δηλώνουν ότι επιλέγουν οικονομικές λύσεις στις αγορές τους στα σούπερ μάρκετ, με το 35% αυτών να δηλώνει ότι θα συνεχίσει να ψωνίζει με τον ίδιο τρόπο, ακόμα και όταν βελτιωθεί η οικονομία και αυξηθεί το εισόδημά του.
Σημειώνεται ότι το 2017 η μέση μηνιαία δαπάνη για τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ διαμορφώθηκε στα 284 ευρώ (πρώτη χρονιά που αυξήθηκε), από 280 ευρώ το 2016 και 306 ευρώ το 2015, με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο να βρίσκεται στα 306 ευρώ.