Η Ελληνική οικονομία θα έπρεπε ήδη να κατέχει την επενδυτική βαθμίδα ανέφερε ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Θεόδωρος Πελαγίδης κατά τη διάρκεια επαφών που είχε με επενδυτικές εταιρείες και διαχειριστές κεφαλαίων κατά τη διάρκεια επίσκεψης που πραγματοποίησε στο Λονδίνο.

Ο κ. Πελαγίδης βρέθηκε στο Λονδίνο  για συνάντηση με τον υποδιοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας Ben Broadbent, αλλά και ενημερωτικές επαφές και συναντήσεις με επενδυτές και διαχειριστές κεφαλαίων. 

Με τον υποδιοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας, συζήτησαν τα επίκαιρα θέματα των αναταράξεων στις διεθνείς αγορές, την ανάγκη για ορθό μείγμα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά και την περίπλοκη προσπάθεια τιθάσευσης του πληθωρισμού με τις λιγότερες δυνατές επιπτώσεις στην απασχόληση και την ανάπτυξη.

 

Στα κεντρικά γραφεία της Goldman Sachs στο City του Λονδίνου ο υποδιοικητής της ΤτΕ παρουσίασε τα μάκρο στοιχεία και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Την ίδια παρουσίαση πραγματοποίησε σε συναντήσεις, αλλά και σε γεύμα εργασίας με τους ακόλουθους επενδυτές και διαχειριστές κεφαλαίων:

  1. Ambrosia

  2. Exodus Point Capital Management UK, LLP

  3. Alphadyne Asset Management (UK) LLP

  4. Amundi (UK) Limited

  5. Aptior Capital Services UK Ltd

  6. Bluebay Asset Management LLP

  7. Covalis Capital LLP

  8. Eaton Vance Management Int Ltd

  9. Emso Asset Management Limited

  10. Goldentree Asset Management UK LLP

  11. Helikon Investments Limited

  12. Melqart Asset Management UK Ltd

  13. Oak Hill Advisors (Europe) LLP

  14. TFG Asset Management UK LLP

  15. BlackRock

 

 Ο Θ. Πελαγίδης υποστήριξε την άποψη ότι η επενδυτική βαθμίδα δεν έχει δοθεί στην ελληνική οικονομία πιθανόν για λόγους υπερβολικής αποφυγής ρίσκου -αλλά και αδράνειας- από τις εταιρείες αξιολόγησης, ενώ οι αγορές δείχνουν να προεξοφλούν το γεγονός.

Παρουσίασε δε, μεταξύ των άλλων, τον Δεκάλογο των επίσημων στοιχείων που στηρίζουν την άποψη αυτή:

 

1. ΑΕΠ Μ.Ο. επτά τελευταίων τριμήνων (2021-2022) γύρω στο 8%

2. Άμεσες ξένες επενδύσεις 4,678 δις, Jan.-Aug., +21.1% y-o-y

3. Αποταμιεύσεις νοικοκυριών 139 δις. Σεπτ. 2022 (134.7 δις, Ιαν. 2022)

    Αποταμιεύσεις επιχειρήσεων 41 δις. 2022 (Ιαν. 2022, 38 δις.)

4. 4.7 δις αύξηση χρηματοδότησης αποκλειστικά στις επιχειρήσεις για το 2022 (8 μήνες)

5. 30,7 δισ. Χρηματοδότηση αναμένεται στο αμέσως προσεχές διάστημα από το RRF

6. 18.2 έτη  ωρίμανση χρέους, 1,3 επιτόκιο Μ.Ο., 2,6% Μ.Ο. από το 2026 και μετά, με ομαλή χρονικά «ετήσια εξυπηρέτηση χρέους» (debt service) μέχρι το 2070. Χρέος 169.1 ως % του ΑΕΠ  για το 2022, σε ισχυρή πτώση λόγω πληθωρισμού.

7. Χρηματοδοτικές ανάγκες του δημοσίου την περίοδο 2023-2040 γύρω στο 10% του ΑΕΠ και μετά μεταξύ 5-9% του ΑΕΠ.

8. Βιομηχανική παραγωγή, κύκλος εργασιών στη βιομηχανία, απασχόληση, πραγματικές εξαγωγές αγαθών, κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων, δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης, πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα, καταναλωτική δαπάνη, κύκλος εργασιών λιανεμπορίου και χονδρεμπορίου, τουριστικά έσοδα, εγχώριες επενδύσεις, όλα προσώρας σε ισχυρή άνοδο παρά τον υψηλό πληθωρισμό.

9. Δανειακές ανάγκες του δημοσίου για το 2023 γύρω στα 7.5 δις (με «κεφαλαιακό μαξιλάρι» που πλησιάζει συνολικά τα 40 δις), ενώ για παράδειγμα η Ιταλία θα χρειαστεί γύρω στα 370 δις.

10. Δημοσιονομικά αποτελέσματα εντός των στόχων που έχουν τεθεί.

 

Τόνισε δε ότι οι επιδόσεις αυτές επιτυγχάνονται χωρίς ακόμη να έχουν αξιοποιηθεί τα κεφάλαια του RRF, ούτε καν υποστηρίζονται από τις αποταμιεύσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων καθώς αυτές συνεχίζουν να αυξάνονται, ενώ ακόμη και τα έσοδα από τον τουρισμό βρίσκονται τελικώς μόνον ελαφρά άνωθεν του επιπέδου του 2019. 

  • Από την άλλη πλευρά τόνισε το εξαιρετικά αβέβαιο, στάσιμο-πληθωριστικό διεθνές οικονομικό περιβάλλον, αλλά και τα λεγόμενα «κόκκινα δάνεια» που παραμένουν αρρύθμιστα μέσα στην ελληνική οικονομία δηλητηριάζοντας και υπονομεύοντας τις συνθήκες λειτουργίας της.

Στη μακροχρόνια περίοδο, τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας συνεχίζουν να εντοπίζονται στη γήρανση του πληθυσμού, στο χαμηλό επίπεδο της εκπαίδευσης που δεν υποστηρίζει πλέον το ανθρώπινο κεφάλαιο και την αγορά εργασίας, την αργοπορία και την ποιότητα της Δικαιοσύνης, αλλά και τις υψηλές λειτουργικές δαπάνες του Κράτους.