“Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι το 2020 σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής, ιδιαίτερα όσον αφορά τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης”, εκτιμά ο Αντρέας Βίρσινγκ, καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου και διευθυντής του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ιστορίας με έδρα το Βερολίνο και το Μόναχο. Ο ίδιος πιστεύει ότι ενώ τα τελευταία πενήντα χρόνια σημαδεύτηκαν από τη διεθνοποίηση και την παγκοσμιοποίηση, η εποχή αυτή “υφίσταται σοβαρές αλλαγές, αν δεν τερματίζεται κιόλας”. Και όλα αυτά λόγω κορονοϊού;
“Εδώ και μισό χρόνο η διασυνοριακή κινητικότητα, που αποτελεί κύριο γνώρισμα της παγκοσμιοποίησης, έχει συρρικνωθεί, για να μην πούμε ότι έχει εκλείψει” λέει ο Γερμανός ιστορικός. “Πρόκειται για μία εξέλιξη που κόβει την ανάσα. Αλλά και ο διεθνής καταμερισμός εργασίας- επίσης χαρακτηριστικό γνώρισμα της παγκοσμιοποίησης- επανεξετάζεται διαρκώς. Επιπλέον η πανδημία αποκάλυψε την εξάρτηση της Ευρώπης και της Δύσης από την Ασία στον κλάδο της μεταποίησης. Όλα αυτά δεν πρόκειται να μείνουν χωρίς συνέπειες”, τονίζει ο Αντρέας Βίρσινγκ στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (DPA).
Την ίδια στιγμή ενισχύεται εκ των πραγμάτων ο ρόλος του εθνικού κράτους, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στην παγκοσμιοποίηση. “Στη διάρκεια της πανδημίας μόνο το εθνικό κράτος και οι θεσμοί εθνικής εμβέλειας, όπως τα ομοσπονδιακά κρατίδια ή η Τοπική Αυτοδιοίκηση κατάφεραν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις”, λέει ο Αντρέας Βίρσινγκ. Αντιθέτως, κανένας από τους πολυεθνικούς ή υπερεθνικούς οργανισμούς, όπως η ΕΕ ή ακόμη και η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ) δεν ήταν σε θέση να λάβει αποτελεσματικά μέτρα. Πανδημίες γρίπης είχαν ασφαλώς εκδηλωθεί και παλαιότερα, για παράδειγμα το 1957 ή στην περίοδο 1968-70, αλλά δεν χρειάστηκαν τόσο αυστηρά περιοριστικά μέτρα. Από αυτή την άποψη δεν έχουν άδικο όσοι μιλούν για τη “μεγαλύτερη πρόκληση που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο”. Εξαιρείται η Πτώση του Τείχους και η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στα τέλη της δεκαετίας του ’80, εξέλιξη με ευρύτατες πολιτικές διαστάσεις που ασφαλώς δεν μπορεί να συγκριθεί με μία πανδημία.
Σοβαρές οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας
Το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ιστορίας ιδρύθηκε το 1949 στη Γερμανία και ήταν το πρώτο ακαδημαϊκό ίδρυμα που επιχείρησε να αναλύσει με κριτική διάθεση και επιστημονική νηφαλιότητα την πορεία και την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος. Μέχρι σήμερα ερευνά τη σύγχρονη γερμανική ιστορία με έμφαση στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Για τον Αντρέας Βίρσινγκ η σημερινή διάθεση της κοινής γνώμης, όπως αυτή εκφράζεται δημοσκοπικά, είναι μάλλον πιο αισιόδοξη από την πραγματικότητα. Ιδιαίτερα οδυνηρές θεωρούνται πλέον οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας. Σύμφωνα με την εκτίμησή του η ζήτηση στην οικονομία θα συρρικνωθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, προκαλώντας ένα κύμα πτωχεύσεων και τότε ο λογαριασμός με τις πολιτικές συνέπειες των σημερινών επιλογών μας θα αποδειχθεί μάλλον “τσουχτερός”, παρά τη φαινομενική συναίνεση που επικρατεί αυτή τη στιγμή.
Τί συμβαίνει όμως με τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε μία εποχή που τα περισσότερα κράτη-μέλη κλείνουν σύνορα κατά το δοκούν, επιχειρώντας να περιορίσουν την εξάπλωση του κορονοϊού; “Τα εθνικά σύνορα αποκτούν μεγαλύτερη σημασία”, σημειώνει ο Αντρέας Βίρσινγκ. “Ας ελπίσουμε ότι δεν θα αναιρεθεί και δεν θα αμφισβητηθεί η ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, μία εξέλιξη που αποτελεί άλλωστε ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της σημερινής ΕΕ”.
Η “καλή πλευρά” της πανδημίας
Δεν λείπουν ωστόσο και εκείνοι που βλέπουν μία “καλή πλευρά” στην πανδημία, αναφέροντας ως παράδειγμα την επιτάχυνση τεχνολογικών εξελίξεων. “Την άποψη ότι η πανδημία έχει και καλές πλευρές τη θεωρώ μυωπική και κυνική απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους που δίνουν αγώνα για να κρατηθούν στη ζωή” αντιτείνει ο Αντρέας Βίρσινγκ, για να συμπληρώσει ότι η πανδημία λειτουργεί περισσότερο ως καταλύτης που ενισχύει τις ήδη υπάρχουσες τάσεις. Όπως επισημαίνει, “αυτό μπορεί να επιφέρει θετικές εξελίξεις, όπως η τεχνολογική καινοτομία, η προστασία του κλίματος ή μία κριτική αντιμετώπιση του μαζικού τουρισμού, αλλά μπορεί επίσης να εντείνει φαινόμενα όπως ο εθνικισμός και οι κοινωνικές ανισότητες”.
Γκρέγκορ Τολ (DPA) Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου Πηγή: Deutsche Welle