Θα ήθελα  να δούμε … το θέμα της στρατηγικής μας στον τραπεζικό τομέα, τις μεταρρυθμίσεις που υλοποιήσαμε και τι σηματοδοτούν αυτές για το μέλλον, ιδιαίτερα του τραπεζικού συστήματος.

Ακριβώς αυτό το μέλλον και αυτή την μεταρρυθμιστική στρατηγική, στην οποία εντάσσεται και η πρόσφατη αναθεώρηση του νόμου για το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, και βέβαια αυτό που αποτελεί και το κύριο αντικείμενο της σημερινής συζήτησης, το θέμα της COCOs αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς.

Επίσης, και αυτό αφορά το μέλλον, γιατί και για ποιο λόγο μπορεί μια τράπεζα αυτή τη στιγμή να σκέφτεται να προβεί σε ένα τόσο σημαντικό διάβημα, σε μια τόσο σημαντική διαδικασία, αν πραγματικά δεν βλέπει ότι υπάρχει ένα μέλλον στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Η στρατηγική της Κυβέρνησης,  συνοψίζεται σε τρία βασικά θέματα.

Το πρώτο είναι ο «Ηρακλής», που παρά τις διαφωνίες του ΚΚΕ και του κόμματος του κ. Βαρουφάκη, αποτελεί μια πλήρη και επιτυχημένη εφαρμογή ενός συστημικού σχήματος, αποτέλεσμα της προσπάθειας της Κυβέρνησής μας για τη μείωση των κόκκινων δανείων. Μόλις δύο εβδομάδες πριν, σε μια μεγάλη κυριακάτικη εφημερίδα, σε συνέντευξή του ο Πρωθυπουργός, μιλώντας για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, υπογράμμισε τη στρατηγική διάσταση του εγχειρήματος του «Ηρακλή» λέγοντας ότι αποτελεί ένα χρήσιμο και πολύτιμο εργαλείο για τη μείωση των προβληματικών δανείων και κατά την εκτίμησή του – εδώ είναι η βαρύτητα του θέματος – αποτελεί μία από τις τρεις προϋποθέσεις για να πραγματοποιήσει η Ελλάδα όχι απλώς ένα βήμα, αλλά το άλμα της δεκαετίας. Συνεπώς, είναι ένας εκ των ουκ άνευ παραγόντων τόσο για την πιστοληπτική αναβάθμιση της χώρας μας, όσο και για την ανάκαμψη και την ανάπτυξη της οικονομίας μας.

Μέχρι σήμερα μειώνουμε τα κόκκινα δάνεια με τη συμμετοχή και των τεσσάρων συστημικών τραπεζών και, όπως προειπώθηκε, με συνολική αξία τιτλοποιήσεων 32 δισεκατομμύρια ευρώ. Και δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αυτό έγινε με άντληση κεφαλαίων από τους διεθνείς επενδυτές, οι οποίοι ψηφίζουν εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία, και κυρίως χωρίς καμία επιβάρυνση του Έλληνα φορολογούμενου. Προϋπόθεση ήταν η εμπέδωση αξιοπιστίας και στους εταίρους και στους επενδυτές. Γιατί με τον «Ηρακλή», μετά από μια μακρά άγονη περίοδο αναζητήσεων, οι ελληνικές τράπεζες γίνονται και πάλι επενδύσιμες με προσφυγή στις διεθνείς αγορές.

Πρόκειται για σημαντικό σημείο καμπής για το τραπεζικό σύστημα και για τον Έλληνα φορολογούμενο διότι θα μπορούν πια απαλλαγμένες από το βάρος, το άγος των κόκκινων δανείων να παράσχουν την αναγκαία χρηματοδότηση που χρειάζεται. Τι κάναμε; Κατορθώσαμε με την πολύ συστηματική στρατηγική της Κυβέρνησης με το σχήμα των τιτλοποιήσεων, να μετατρέψουμε ανενεργά, παροπλισμένα στοιχεία κόκκινων δανείων σε στοιχεία επενδυτικής ευκαιρίας.

Τώρα, το δεύτερο σημείο είναι ο  «Ηρακλής 2», είναι η παράταση του σχήματος, για την οποία ελπίζουμε να έχουμε μέσα στις επόμενες μέρες την έγκριση από την Κομισιόν, βάσει της οποίας δρομολογούμε μία μείωση, σύμφωνα με τις ενδείξεις και των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, της τάξης των 32 δισεκατομμυρίων ευρώ.

  • Με τον «Ηρακλή 2», επιταχύνουμε το βήμα της μείωσης των κόκκινων δανείων. Κυρίως όμως, η χώρα μας στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα μεταρρυθμιστικής συνέχειας και συνέπειας στις διεθνείς αγορές και στους εταίρους μας.

Το τραπεζικό μας σύστημα αλλάζει σελίδα με σιγουριά και αυτό σημαίνει ότι από αυτή ήδη τη χρονιά τουλάχιστον δύο με τρεις τράπεζες θα φθάσουν σε μονοψήφια ποσοστά κόκκινων δανείων, σίγουρα δε, αναμένουμε την ερχόμενη χρονιά το μονοψήφιο ποσοστό κόκκινων δανείων να το πετύχουν και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες. Σκεφθείτε ότι ήδη πριν να έχει έρθει η έγκριση της Κομισιόν, και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν αναγγείλει ότι θα μπουν στον «Ηρακλή 2».

Εδώ τίθεται το ερώτημα, γιατί άραγε έχουμε επιδοθεί σε αυτή την κούρσα και ορισμένοι μας κατηγορούν;

  • Γιατί επείγει η μεταρρύθμιση του τραπεζικού μας συστήματος;

Είναι άραγε μια τεχνοκρατική άσκηση εμπειρογνωμόνων ή τραπεζιτών; Θα έλεγα ότι  η απάντηση βρίσκεται στο ότι είμαστε σε μια πολύ ουσιαστική, σημαντική διαδικασία αλλαγής η οποία, και εδώ είναι το ενδιαφέρον, συντελείται μετά από μία δεκαετή οικονομική κρίση που βίωσε η χώρα μας και μάλιστα μέσα και στην κρίση της πανδημίας. Πρόκειται όμως κυρίως  για ένα κύριο δείγμα αλλαγής οικονομικού μοντέλου, καθώς στο κέντρο της πολιτικής μας υπάρχει ο πολίτης και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που χρειάζονται άμεσα τη ρευστότητα που θα εισρεύσει από το Ταμείο Ανάκαμψης. Για να μπορέσουν να γίνουν όλα αυτά μέσα σε πολύ σφιχτά χρονικά περιθώρια, δηλαδή αυτές οι παραγωγικές επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, μας χρειάζεται τώρα ένα σταθερό και ευέλικτο, ανταγωνιστικό τραπεζικό σύστημα.

Το τρίτο θέμα είναι αυτό που συζητάμε, η μεταρρύθμιση του  Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που, όπως γνωρίζουμε και από τις συζητήσεις που είχαμε, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έχει σκοπό να συμβάλει στη διατήρηση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Παράλληλα με αυτή την αναθεώρηση που κάναμε, παρέχεται  η δυνατότητα να δρομολογηθούν αποτελεσματικά τα σχέδια αποεπένδυσης του Ταμείου από τον τραπεζικό τομέα. Δηλαδή, μιλάμε για μια συντεταγμένη έξοδο σύμφωνα με τους ενωσιακούς κανόνες και στόχος μας είναι να επιτευχθεί αυτή η έξοδος με την προσέλκυση επενδυτών σε ελληνικές τράπεζες και με νέα κεφάλαια. Έτσι μόνο θα μπορέσουν οι τράπεζες να υλοποιήσουν τα φιλόδοξα επιχειρηματικά τους σχέδια.

Θα ήθελα κύριε Πρόεδρε, να συνοψίσω σε τέσσερις πέντε ερωτήσεις τα διάφορα ερωτήματα που κρίνω σκόπιμο να απαντηθούν. Πρώτον, είναι ή όχι ανεξάρτητο όργανο το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, δηλαδή μπορεί να δέχεται ή όχι εντολές από κάποιον άλλον; Η απάντηση βρίσκεται στο άρθρο 1 του Καταστατικού Νόμου, όπου ορίζει ότι το Ταμείο «δεν ανήκει στο δημόσιο τομέα ούτε στον ευρύτερο δημόσιο τομέα». «Είναι αμιγώς ιδιωτικός ο χαρακτήρας του Ταμείου». Αυτό είναι κάτι σημαντικό γιατί αφορά ακριβώς την ανεξαρτησία του στη λήψη όποιων αποφάσεων αφορούν και την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου.

Το δεύτερο θέμα που πρέπει νομίζω να κατανοήσουμε σαφώς, για να μην γίνονται παρανοήσεις και δημιουργούνται αιτιάσεις, είναι ποιος κάνει τι σε αυτήν τη διαδικασία και εδώ νομίζω υπάρχουν τρεις βασικοί διακριτοί ρόλοι.

  1. Πρώτον, είναι ο ρόλος του Δημοσίου και της Κυβέρνησης, ρόλος που αφορά τη νομοθέτηση, την ψήφιση των νόμων, δηλαδή της εμπέδωσης του θεσμικού πλαισίου μέσα στο οποίο κινείται και θα κινηθεί το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
  2. Το δεύτερο είναι το ίδιο το Ταμείο, το οποίο έχει σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και, όπως είπαμε, το Ταμείο αυτό λειτουργεί ως ανεξάρτητο όργανο και έχει ως κύριο όργανο λήψης αποφάσεων το Γενικό Συμβούλιο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το Ταμείο έχει οριστεί ακριβώς για αυτό.

Ακριβώς για αυτό πληρώνονται τουλάχιστον 35 σημαντικοί εμπειρογνώμονες τους οποίους έχει, και επίσης μπορεί και να καλέσει οποιουσδήποτε κορυφαίους διεθνείς συμβούλους θέλει για να το συμβουλεύσουν στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων.

3. Η τρίτη διάκριση που πρέπει να γίνει είναι τι κάνει η κάθε τράπεζα, σήμερα η Πειραιώς. Είναι αυτή η ίδια η οποία αποφασίζει για τη μέθοδο που μας εξήγησε και θα μας εξηγήσει, βάσει της οποίας γίνεται μία αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, αλλά πάντα σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να πάω κατευθείαν στο τελευταίο κρίσιμο ερώτημα, το οποίο αφορά τη γενεσιουργό αιτία αυτής της διαδικασίας και μιλάμε για την περίφημη διαδικασία των COCOs. Εδώ θα πρέπει να συγκρατήσουμε ορισμένα σημεία και θα απαντήσω και στην κα. Αχτσιόγλου. Το πρώτο είναι ότι η σύναψη αυτής της σύμβασης των COCOs έγινε το 2015 από την τότε Κυβέρνηση και, όπως γνωρίζουμε, είχε και επαχθείς όρους, γιατί υπήρχε ένα προαιρετικό ετήσιο τοκομερίδιο της τάξης του 8%, το οποίο διακρατούσε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Το δεύτερο είναι ότι η Τράπεζα Πειραιώς είχε την υποχρέωση να πληρώσει τον τόκο, αλλά είχε και τη διακριτική ευχέρεια ώστε να πληρώσει είτε με μετρητά, είτε με μετοχές. Η Τράπεζα Πειραιώς τότε διάλεξε να πληρώσει με μετρητά. Το τρίτο θέμα είναι ότι υπάρχει ένα κανονιστικό πλαίσιο, όπου ο Επόπτης θα πρέπει να δώσει την προηγούμενη έγκρισή του σε οποιοδήποτε φορέα θέλει να πληρώσει και σε αυτήν την περίπτωση έπρεπε να δώσει την έγκρισή του για την πληρωμή των COCOs.  Ο Ευρωπαίος Επόπτης δεν επέτρεψε την πληρωμή αυτή σε μετρητά, στο πλαίσιο απαγορευτικής σύστασης για τη διανομή μερισμάτων εξαιτίας της πανδημικής κρίσης.

Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι υπάρχει μια σειρά περιορισμών σχετικά με τη διανομή κερδών για το κεφάλαιο CET1, που απορρέουν από άρθρα ειδικά της CRD και αφορούν τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία η διανομή κερδών ή πληρωμών θα μείωνε σε τέτοιο επίπεδο τα κεφάλαια, που θα δημιουργούσε πρόβλημα στην ποιότητά τους. Θέλω να πω ότι όλα αυτά που συζητήσαμε είναι αποφάσεις είτε της ίδιας της τράπεζας, της εκδότριας των COCOs, είτε της προηγούμενης Κυβέρνησης που συνήψε τότε τους όρους αυτού του δανείου, είτε του Ευρωπαίου Επόπτη. Είναι σημαντικό γιατί εκεί βρίσκονται οι δυσκολίες οι μεγάλες αυτού του προβλήματος.

Θα ήθελα να απαντήσω στην κα. Αχτσιόγλου ότι ο Επόπτης, ο οποίος απάντησε στον κ. Παπαδημούλη, δεν επέτρεψε τότε την πληρωμή βάσει της σύστασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η σύσταση αυτή είναι τυπικά μη νομικά δεσμευτική, ωστόσο όταν θα διαβάσετε προσεκτικά την απάντηση που έδωσε ο κ. Ενρία, στον κ. Παπαδημούλη, θα δείτε ότι του είπε πως,

  • «ενώ η σύσταση της Ευρωπαϊκής κεντρικής Τράπεζας δεν αποτελεί δεσμευτικό νομικό μέσο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προβαίνει σε ενέργειες παρακολούθησης των συστάσεών της στο πλαίσιο του εποπτικού διαλόγου που διενεργεί».

Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι είναι σαφής η υποχρεωτικότητα αυτής της ενέργειας.

Είπε ο κ. Τσακαλώτος ότι θα πρέπει να μιλήσουμε για το μέλλον. Η υλοποίηση της παρούσας στρατηγικής της Κυβέρνησης αφορά στο μέλλον. Η Κυβέρνηση πράττει με ρυθμούς ταχύτατους ότι χρειάζεται για να θέσει σε κίνηση και να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις.

Τώρα είναι πράγματι η ώρα και των τραπεζών να δράσουν και να λειτουργήσουν. Η Κυβέρνηση βλέπει το τραπεζικό σύστημα σαν τον αιμοδότη της πραγματικής οικονομίας στην μετά την κρίση ανάκαμψη και ανάπτυξη που χρειάζεται η χώρα μας.

Δεύτερον, ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος ως ενδιάμεσος στη διοχέτευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης είναι κρίσιμος.

Τρίτον, η Κυβέρνηση βλέπει το τραπεζικό σύστημα σαν καταλύτη στον αναγκαίο μετασχηματισμό της παραγωγικής βάσης της χώρας.

Αν μιλάμε για το μέλλον, το μέλλον είναι εδώ. Οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές. Προοιωνίζεται ο μεγαλύτερος μετασχηματισμός που έχει γίνει ποτέ.

Αυτός ο μετασχηματισμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς ένα στέρεο, ανταγωνιστικό τραπεζικό σύστημα. Ακριβώς αυτό το νέο μοντέλο της οικονομίας, που βρίσκεται ήδη εδώ, πρέπει να υπηρετήσει το τραπεζικό σύστημα για να συμβάλλει στη χρηματοδότηση της πράσινης ανάπτυξης, της ψηφιακής μετάβασης και όλων των θεμάτων που αφορούν στην στήριξη των υγειονομικών πολιτικών της Ευρώπης.

 

{Το κείμενο αποτελεί τμήμα της ομιλίας του Υφυπουργού Οικονομικών Αρμόδιου για το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα στη Βουλή την 1/4/2021}