Σε δηλώσεις του με αφορμή την ανακοίνωση των οικονομικών αποτελεσμάτων της Eurobank ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Φωκίωνας Καραβίας εξήγησε ότι καθώς η ελληνική οικονομία σταθεροποιείται σε τροχιά ανάπτυξης, η Eurobank συνεχίζει να υλοποιεί μια στρατηγική δύο πυλώνων:
- αφενός εφαρμόζει το σχέδιο για την εμπροσθοβαρή εξυγίανση του ισολογισμού της,
- ενώ σταδιακά εστιάζει όλο και περισσότερο στην ανάπτυξη των εργασιών και την αξιοποίηση, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, της τρέχουσας φάσης του οικονομικού κύκλου.
Τα καθαρά κέρδη της Eurobank σε ενοποιημένο επίπεδο διαμορφώθηκαν σε 149 εκατ. ευρώ το εννεάμηνο 2019, σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση της Τράπεζας.
- «Όσον αφορά το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs), μετά την ολοκλήρωση, το προηγούμενο τρίμηνο, της πρώτης τιτλοποίησης ενός χαρτοφυλακίου NPEs (Project Pillar), έχουμε λάβει δεσμευτικές προσφορές για τη μεγάλης κλίμακας τιτλοποίηση ενός σύνθετου χαρτοφυλακίου NPEs (Project Cairo) και για την πώληση πλειοψηφικού ποσοστού της θυγατρική μας FPS (Project Europe), που είναι η κορυφαία εταιρεία διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στην ελληνική αγορά, με σκοπό την υπογραφή δεσμευτικής συμφωνίας εντός του 2019.
- Οι σχετικές συναλλαγές αναμένεται να ολοκληρωθούν εντός του πρώτου τριμήνου του 2020. Σε συνέχεια των πρωτοβουλιών της ελληνικής Κυβέρνησης και των Ευρωπαϊκών Αρχών για τη δημιουργία του μηχανισμού Asset Protection Scheme (APS) για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, σχεδιάζουμε να κάνουμε χρήση του για όλα τα ομόλογα πρώτης διαβάθμισης (senior notes) του Project Cairo», αναφέρει ο κ. Καραβίας.
«Το πρώτο εννεάμηνο του έτους», τονίζει ο Φωκίωνας Καραβίας «το συνολικό απόθεμα NPEs μειώθηκε κατά 2,8 δις. ευρώ.
Ο δείκτης των NPEs βελτιώθηκε κατά σχεδόν 8 ποσοστιαίες μονάδες σε ετήσια βάση και διαμορφώθηκε στο 31,1%.
Τα συνολικά κέρδη ανήλθαν σε 149 εκατ. ευρώ, με διακριτή συμβολή από τις ισχυρές και αναπτυσσόμενες διεθνείς μας δραστηριότητες. Ο δείκτης CET1 αυξήθηκε κατά 40 μονάδες βάσης στο τρίτο τρίμηνο και διαμορφώθηκε στο 16,3%, ενώ ο δείκτης συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας (CAD) αυξήθηκε σε 18,6%, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην εγχώρια αγορά.