Συνέντευξη στον Χρήστο Ν. Κώνστα
Η μεγάλη εμπειρία του στον χρηματοοικονομικό κλάδο συνδυάζεται με την αποδεδειγμένη ικανότητά του να ηγείται ομάδων τεχνοκρατών σε δύσκολες καταστάσεις ραγδαίας αλλαγής συνθηκών.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, η Ελλάδα πέρασε, δυστυχώς, από πολλές τέτοιες καταστάσεις. Σήμερα, ο Άρης Αρβανιτάκης ηγείται μιας εξειδικευμένης εταιρείας διαχείρισης τραπεζικών απαιτήσεων, της UCI Greece Loan Management Services, που προσπαθεί να συνδυάσει την πολυετή τραπεζική εμπειρία των στελεχών της με τη βαθιά γνώση της αγοράς ακινήτων και την εντυπωσιακή διείσδυση και επιρροή στην ελληνική επιχειρηματική κοινότητα.
Ο Άρης Αρβανιτάκης ανοίγει τα χαρτιά του στο ΧΡΗΜΑ, προβλέπει το μέλλον της διαχείρισης των κόκκινων δανείων και, κυρίως, χαράζει τον χάρτη των μεγάλων επιχειρηματικών ευκαιριών που διανοίγονται από αυτήν τη «νέα μεγάλη βιομηχανία των NPEs», η αξία της οποίας ανέρχεται σε 100 δισ. ευρώ.
Εσείς που κάποτε πρωταγωνιστούσατε στη χορήγηση καινοτόμων στεγαστικών δανείων, σήμερα, έχετε περάσει στον τομέα της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων. Ποιες επαγγελματικές και οικονομικές ευκαιρίες δημιουργεί αυτή η νέα αγορά;
Έχει ήδη προκύψει ανάγκη για νέα εξειδικευμένα στελέχη, δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας και νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες. Βρισκόμαστε μόνο στα πρώτα χρόνια λειτουργίας αυτής της καινούργιας αγοράς, των εταιρειών διαχείρισης από δάνεια και πιστώσεις.
Αυτή η νέα αγορά είναι δημιούργημα της κρίσης. Της κρίσης που, την τελευταία δεκαετία, τουλάχιστον στον τραπεζικό χώρο, οδήγησε στο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (περίπου 40%, ενώ ο μέσος όρος της Ευρώπης είναι κάτω του 4%), σε μια συρρίκνωση των τραπεζών που λειτουργούσαν στην Ελλάδα σήμερα σε 4 συστημικές και λίγες μικρές, πάγωμα σχεδόν όλων των παραδοσιακών τραπεζικών εργασιών (καταθέσεις, επενδύσεις, δανειοδοτήσεις), capital controls, και σε μια σημαντική μείωση του στελεχιακού δυναμικού που εργαζόταν στον τραπεζικό χώρο.
Οι στόχοι που ο SSM έχει επιβάλει στις ελληνικές τράπεζες είναι φιλόδοξοι, με μείωση των NPEs μέχρι το τέλος του 2021 κατά 53 δισ. ευρώ και μονοψήφιο ποσοστό στις επισφάλειες. Ο στόχος δεν είναι μόνο φιλόδοξος, αλλά και ασφυκτικός. Η μείωση θα έρθει κυρίως με πωλήσεις και τιτλοποιήσεις χαρτοφυλακίων αξίας περίπου 30 δισ., και τα υπόλοιπα από εσωτερικές αναδιαρθρώσεις, διαγραφές και πλειστηριασμούς.
Μπορείτε, δηλαδή, εσείς να λύσετε ένα πρόβλημα που το τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί, τόσα χρόνια τώρα, να διαχειριστεί;
Τα κόκκινα δάνεια δεν εξαφανίζονται ως διά μαγείας, με ένα «μαγικό ραβδί». Τα «εργαλεία» που σας ανέφερα προηγουμένως είναι χρήσιμα για να φύγει το πρόβλημα από τους ισολογισμούς των τραπεζών και να μεταφερθεί ιδιοκτησιακά σε funds και επενδυτές, που με τη σειρά τους τα αναθέτουν στις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων.
Από τα τέλη του 2016 ξεκίνησε αυτή η αγορά, με την αδειοδότηση της πρώτης εταιρείας διαχείρισης. Σήμερα, έχουμε 21 εταιρείες που έχουν λάβει την άδεια από την ΤΤΕ και περίπου άλλες 10 περιμένουν, έχουν καταθέσει αίτηση.
Αυτές οι εταιρείες, που σήμερα διαχειρίζονται περί τα 80 δισ., είναι που θα σηκώσουν στους «ώμους» τους το βάρος της ευθύνης, αφού φύγουν τα «τοξικά» δάνεια από τους ισολογισμούς των τραπεζών, θα καθαρίσουν την «κόπρο του Αυγεία» και θα κάνουν την ουσιαστική δουλειά.
Εξηγήστε μου όμως γιατί οι εταιρείες διαχείρισης μπορούν να πετύχουν εκεί που απέτυχαν οι τράπεζες;
Οι εξειδικευμένες αυτές εταιρείες έχουν την ευχέρεια να δουλέψουν με μεγαλύτερη ευελιξία: Πρώτον, διαθέτουν την εξειδίκευση πάνω στο αντικείμενο αυτό, ως ειδικές στη διαχείριση απαιτήσεων, σε σύγκριση με τις τράπεζες, που οφείλουν και πρέπει να γυρίσουν στον παραδοσιακό τους ρόλο. Οι εταιρείες διαχείρισης μεταφέρουν «εργαλεία» και λύσεις από τη διεθνή εμπειρία, προσφέροντας πραγματικά μια «δεύτερη ευκαιρία» σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Δεύτερον, έχουν ένα πιο ευέλικτο πλαίσιο λειτουργίας, πάντα κάτω από την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδας, που δίνει δυνατότητα για παροχή αποτελεσματικών και βιώσιμων λύσεων.
Τρίτον, δεν έχουν τον κίνδυνο που έχουν οι τράπεζες από τη μόλυνση του υγιούς μέρους του πορτοφολιού μετά από διαγραφές και «γενναίες ρυθμίσεις» (moral hazard).
Τέλος, δεν υπάρχουν εξαρτήσεις με την επιχειρηματική κοινότητα, ώστε να δημιουργούνται «αναχώματα» σε αποφάσεις για δικαστική επίλυση των προβλημάτων, κυρίως σε περιπτώσεις υπερχρεωμένων επιχειρήσεων.
Σ’ αυτήν, λοιπόν, τη νέα αγορά –για να ξαναγυρίσω στην πρώτη σας ερώτηση–, ήδη απασχολούνται πάνω από 3.000, κατά κύριο λόγο, πρώην τραπεζικά στελέχη, με άμεση αύξηση σε πάνω από 5.000 στον επόμενο χρόνο. Παράλληλα, έχει αυξηθεί η απασχόληση σε δορυφορικούς χώρους γύρω από αυτήν την αγορά, όπως δικηγορικά γραφεία, διαμεσολαβητές, συμβολαιογράφοι, μηχανικοί, εξειδικευμένες εταιρείες λογισμικού, λογιστές, μεσίτες, εκτιμητές ακινήτων, εταιρείες συμβούλων και άλλοι.
Χωρούν στη μικρή ελληνική αγορά περισσότερες από 21 εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων; Ποιοι και πώς θα επιβιώσουν;
Θα είμαι ξεκάθαρος. Θα επιβιώσουν αυτοί που θα έχουν να δώσουν προστιθέμενη αξία στους πελάτες και στους συνεργάτες τους. Το ανησυχητικό δεν είναι οι 21, και σύντομα πάνω από 30, εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, αλλά η συγκέντρωση του 90% της αγοράς στις εταιρείες διαχείρισης που έχουν έντονους δεσμούς με τις συστημικές τράπεζες.
Οδηγούμαστε σε ένα μοντέλο τριών-τεσσάρων mega servicers, δύο-τριών άλλων servicers με σημαντικά χαρτοφυλάκια υπό διαχείριση, προερχόμενα από μητρικές εταιρείες ή συνεργαζόμενα funds, και σε μικρότερους ανεξάρτητους «παίκτες», όπως η UCI.
Πιστεύω ότι από την τρίτη κατηγορία αυτοί που θα επιβιώσουν σε μια τέτοια απαιτητική αγορά είναι τα ιδρύματα που μπορούν να προσφέρουν εξειδικευμένες υπηρεσίες σε ιδιαίτερα χαρτοφυλάκια που είναι «έντασης εξειδίκευσης» και όχι «έντασης κεφαλαίου ή εργασίας». Ενδεικτικά, αναφέρω χαρτοφυλάκια επιχειρηματικών δανείων ιδιαίτερων κλάδων, όπως τουρισμός, ναυτιλία, real estate, στεγαστικά δάνεια κ.λπ. Ένα μοντέλο “boutique servicer”.
Αυτό πρέπει να συνάδει με επιτυχή επίτευξη των KPIs που έχουν θέσει με τους συνεργάτες τους, αυστηρή τήρηση όλων των κανόνων εποπτείας, συμμόρφωση στις οδηγίες του επόπτη και ανάληψη συγκεκριμένων projects σε συνεργασία με funds, τράπεζες ή και άλλους servicers.
Εμείς, στην UCI, το βλέπουμε ως μια μεγάλη πρόκληση, και για αυτό και επενδύουμε σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, τεχνολογική υποδομή, ενίσχυση στην τήρηση των κανόνων εποπτείας και δημόσια παρουσία στους χώρους που κινούνται οι μελλοντικοί δυνητικοί μας πελάτες και συνεργάτες.
Παρατηρούμε ότι όλες οι συστημικές τράπεζες δημιουργούν τη δική τους εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων. Ποιος θα είναι ο ρόλος των ανεξάρτητων ιδιωτικών εταιρειών;
Τα funds που «κοιτάνε» με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την ελληνική αγορά ψάχνουν ανεξάρτητους servicers, που δεν είναι συνδεδεμένοι στο «άρμα» μιας τράπεζας, για να προσφέρουν ανεξαρτησία αποφάσεων, κινήσεων και λύσεων στα χαρτοφυλάκια που θα αγοράσουν και θα αναθέσουν προς διαχείριση.
Στην αγορά άρχισαν να μπαίνουν και μικρότερα funds, που ενδιαφέρονται για μικρότερα πορτοφόλια ή single tickets και ενδιαφέρονται για συνεργασία με έναν servicer που δεν έχει conflicts of interest στην αγορά.
Στο εξής, οι εταιρείες που αναλαμβάνουν διαχείριση απαιτήσεων δεσμεύονται με υψηλούς στόχους ανάκτησης, αλλιώς κινδυνεύει η αμοιβή τους. Είναι κάτι που δυσκολεύει τη δουλειά σας;
Δεν θα έλεγα ότι τη δυσκολεύουν. Μάλλον την κάνουν πιο απαιτητική. Επίσης, δεν κινδυνεύει μόνο η αμοιβή τους, αλλά κυρίως η φήμη τους και το αν θα έχουν πελάτες την επόμενη ημέρα. Είναι σημαντικό οι εταιρείες διαχείρισης να εκπληρώνουν τον σκοπό τους, που είναι διπλός: 1) Να φέρνουν σε πέρας το business plan που έχουν συμφωνήσει με τον πελάτη τους (τράπεζα ή fund) και 2) Να προσφέρουν μια πραγματική δεύτερη ευκαιρία στον δανειολήπτη, ιδιώτη ή επιχειρηματία, ώστε να βρεθεί μια βιώσιμη λύση για το δάνειό του και με αυτόν τον τρόπο να κρατήσει το ακίνητο, την επιχείρηση ή την περιουσία του.
Οι ξένοι έχουν ένα λογοπαίγνιο που μου αρέσει να χρησιμοποιώ συχνά: “Doing Things Right or Doing the Right Things?”. Στη δική μας περίπτωση, πρέπει να κάνουμε και τα δυο. Και να εκπληρώσουμε τον ρόλο μας αποτελεσματικά, εκπροσωπώντας τον πελάτη μας, αλλά και την ίδια στιγμή να βρούμε τον σωστό τρόπο να το κάνουμε, χωρίς να δημιουργήσουμε μεγαλύτερα προβλήματα στον οφειλέτη, την οικογένειά του, τους εργαζομένους της επιχείρησής του και την κοινωνία.
Μετά τον «Ηρακλή», ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων;
Η εφαρμογή του «Ηρακλή» είναι, από μόνη της, υψίστης σημασίας, διότι θα απελευθερώσει τις τράπεζες από ένα σημαντικό βάρος στον ισολογισμό τους, αλλά και η προσοχή τους θα φύγει επιτέλους από τις συνεχείς προσπάθειες που κάνουν να μειώσουν τις επισφάλειές τους. Θα τους δώσει ώθηση να ξαναγυρίσουν στον πρωταρχικό τους ρόλο. Να στηρίξουν την ανάπτυξη με νέες χρηματοδοτήσεις και εργαλεία ανάπτυξης, να ξαναχτίσουν την εμπιστοσύνη με τους πελάτες τους, ώστε να γυρίσουν οι καταθέσεις και οι επενδύσεις, και να ξεκινήσουν πάλι οι νέες χρηματοδοτήσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Από την άλλη πλευρά, τον όγκο της διαχείρισης των χαρτοφυλακίων που θα μεταφερθούν μέσω των τιτλοποιήσεων του «Ηρακλή» θα τον αναλάβουν οι εταιρείες διαχείρισης. Από μόνο του αυτό, και λόγω του ότι από την εισπραξιμότητα των underlying assets εξαρτάται η αξία των ομολόγων, συμπεριλαμβανομένου του ομολόγου ανώτατης διασφάλισης (senior note), δημιουργεί μια ιδιαίτερη πίεση προς τις εταιρείες διαχείρισης, που θα αναλάβουν αυτό το έργο, να κάνουν αποδοτικά τη δουλειά τους.
Σε περίπτωση που η εισπραξιμότητα που επιτυγχάνει η εταιρεία διαχείρισης είναι πολύ χαμηλότερη της προβλεπόμενης από τις αρχικές εκτιμήσεις, μπορεί να επηρεαστεί ακόμη και η αξία του senior note, επιδρώντας αρνητικά στον ισολογισμό του ιδρύματος που το διακρατεί. Για τον λόγο αυτό, προβλέπονται κυρώσεις, και ο συγκριμένος διαχειριστής που έχει αναλάβει ένα χαρτοφυλάκιο μπορεί ακόμη και να αντικατασταθεί. Αναμένουμε την τελική μορφή του «Ηρακλή», ώστε να έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα. Επίσης, η παροχή κρατικών εγγυήσεων προϋποθέτει αυξημένο reporting στους αρμόδιους εποπτικούς φορείς, όπως είναι ο SSM, η Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.
Εκτιμώ ότι το πλαίσιο εποπτείας των εταιρειών διαχείρισης στο άμεσο μέλλον θα είναι ιδιαίτερα πιεστικό, με αρκετή προσήλωση στην επίτευξη των business plans, στο reporting και στα πλαίσια της κανονιστικής συμμόρφωσης.
Εξηγήστε μας μερικές από τις τεχνικές που εφαρμόζετε για την ανάκτηση των απαιτήσεων που δεν μπορούν να εφαρμοστούν από ένα παραδοσιακό τραπεζικό ίδρυμα. Ας είμαστε αναλυτικοί, με συγκεκριμένα παραδείγματα…
Εκτός από τις λύσεις που αναφέρονται στον κώδικα δεοντολογίας, με ρυθμίσεις οφειλών, επεκτάσεις διάρκειας, μειώσεις επιτοκίου, σπάσιμο του δανείου στα δύο και μερικό πάγωμα του ενός μέρους, η UCI εφαρμόζει εδώ και πολλά χρόνια, λόγω της διεθνούς της εμπειρίας, λύσεις όπως η πώληση του ακινήτου σε έναν νέο ιδιοκτήτη και ρύθμιση του υπολοίπου της οφειλής ή, αντίστοιχα, εθελοντική παράδοση του ακινήτου στην τράπεζα και ρύθμιση του υπόλοιπου ποσού.
Το ύψος της ρύθμισης ή ακόμα και της όποιας διαγραφής υπολογίζεται πάντα σε συνδυασμό με το ύψος των προβλέψεων που έχουν ληφθεί, αν μιλάμε για δάνειο που ακόμα βρίσκεται στον ισολογισμό μιας τράπεζας, την αρχική τιμή του ακινήτου κατά τη διάρκεια σύναψης του δανείου και την τιμή πώλησης του ακινήτου στην αγορά. Στα χαρτοφυλάκια που χειριζόμαστε χρησιμοποιούμε διάφορες αντίστοιχες λύσεις.
Για παράδειγμα, μια αρκετά προσφιλής λύση είναι για το υπολειπόμενο ποσό της οφειλής να υπάρχει διαγραφή ισόποση με το ποσό που ο δανειολήπτης πληρώνει σε μηνιαία βάση, δίνοντάς του ένα σημαντικό κίνητρο να συνεχίσει τη συστηματική αποπληρωμή της υποχρέωσής του, επωφελούμενος της διαγραφής.
Υπάρχει ανταπόκριση από την πλευρά των δανειοληπτών;
Σημαντική. Όλοι καταλαβαίνουν ότι σκοπός μας δεν είναι να προχωρήσουμε σε δικαστικές ενέργειες αναγκαστικής εκτέλεσης. Καμία τράπεζα, fund και εταιρεία διαχείρισης δεν θέλει στο τέλος της ημέρας να λύσει το πρόβλημα των NPEs (Non–Performing Exposures) και να το μετατρέψει σε NPAs (Non–Performing Assets). Σε περιπτώσεις σαν τις παραπάνω, η UCI αναλαμβάνει επικουρικά να βοηθήσει τον δανειολήπτη σε εξεύρεση νέας κατοικίας, αναλαμβάνοντας ακόμα και τη μετακόμιση, διευκολύνοντάς τον στη νέα κατάσταση.
Αυτήν τη στιγμή, συνεργαζόμαστε με πάνω από 600 μεσίτες σε όλη την Ελλάδα, προωθώντας τα ακίνητα προς πώληση, αναλαμβάνοντας όλη τη διαδικασία της προώθησης, τακτοποίησης, μερικής επισκευής, πληρωμής όλων των υποχρεώσεων του ακινήτου και τελικής μεταβίβασης στον νέο ιδιόκτητη σε λιγότερο από έξι μήνες από τη στιγμή που αναλαμβάνουμε τη διαχείρισή του.
Ποια είναι η μέχρι σήμερα εμπειρία σας ως προς τη συνεργασία με δανειολήπτες που ανακαλύπτουν ότι το δάνειό τους έχει ανατεθεί σε κάποιον servicer;
Στην αρχή ήμασταν κι εμείς επιφυλακτικοί στο τι θα συναντήσουμε. Ένας πελάτης που χρωστάει σε παραπάνω από μία τράπεζα, κατά κύριο λόγο, που έχει δεχτεί εκατοντάδες τηλέφωνα από διευθύνσεις καθυστερήσεων, εταιρείες ενημέρωσης, νομικά γραφεία και άλλα, λαμβάνει πλέον μια επιστολή ότι το δάνειό του ανατίθεται από την τράπεζά του στην εταιρεία διαχείρισης, που είναι και υπεύθυνη από εδώ και στο εξής. Τι να περιμένεις σαν συμπεριφορά από αυτόν τον πελάτη… Μάλλον να σου μεταφέρει την εμπειρία της ταλαιπωρίας του.
Όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο αρνητικά. Αυτό που λείπει και πρέπει να χτίσεις από την αρχή είναι μια σχέση συνεργασίας και εμπιστοσύνης. Ειδικά για το στεγαστικό δάνειο, που είναι ίσως η πιο σοβαρή οικονομική απόφαση που καλείται να πάρει μια οικογένεια στη διάρκεια της ζωής της, πρέπει να μιλήσεις πρώτα με λογική και μετά με νούμερα.
Υπάρχουν τρία βασικά προβλήματα που πρέπει να δώσεις λύση: Το πρόβλημα της στέγασης της οικογένειας, το ύψος του ποσού που ίσως σήμερα να μην είναι δυνατόν να αποπληρωθεί και, τέλος, ο τρόπος ρύθμισης του δανείου, που μπορεί να έχει καταλυτικές συνέπειες και να επιφέρει σημαντικές αλλαγές στη ζωή του δανειολήπτη και, κατά συνέπεια, ολόκληρης της οικογένειάς του.
Μπορείτε να δώσετε απαντήσεις, λύσεις, σε αυτά τα τρία προβλήματα του δανειολήπτη;
Πιστεύουμε ότι για να μπορέσουμε να βρούμε μια ουσιαστική και βιώσιμη λύση σε αυτό το πρόβλημα, είναι αναγκαίο να μιλήσουμε ξανά από την αρχή με τον δανειολήπτη, σε μια καινούργια βάση, και να ξαναχτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης με αυτόν.
Πριν αρχίσεις να μιλάς ως εταιρεία διαχείρισης, πρέπει πρώτα να ακούσεις, να καταλάβεις, να είσαι έτοιμος και διατεθειμένος να βοηθήσεις. Έτσι χτίζεται η εμπιστοσύνη. Μια εμπιστοσύνη που ξεκινά από την παραδοχή ότι πρέπει να βρεθεί μια μακροχρόνια έντιμη λύση, αποδεκτή από όλα τα μέρη, και να την τηρήσουμε όταν δεσμευτούμε σε αυτή.
Η δουλειά μας ξεκινά, αρχικά, από την ειλικρινή συζήτηση με τον οφειλέτη και την κατανόηση των αιτιών του προβλήματος. Στη συνέχεια, μια ανάλυση της τωρινής οικονομικής του κατάστασης είναι απαραίτητη ώστε να καταλήξουμε στο αν υπάρχει τρόπος να καλύψει τις δανειακές του υποχρεώσεις με ρύθμιση και ποιος είναι αυτός.
Βέβαια, σε περίπτωση που διαπιστώνουμε ότι υπάρχει στρατηγικός κακοπληρωτής που εκμεταλλεύεται το νομικό καθεστώς, τις στρεβλώσεις του παλαιότερου νομικού πλαισίου και χρησιμοποιεί την ανοχή του συστήματος εις βάρος των υπόλοιπων δανειζομένων, που έχουν πραγματική ανάγκη, τότε ενεργούμε με αποφασιστικό τρόπο, χρησιμοποιώντας όλα τα νόμιμα μέσα που μας παρέχει ο νομοθέτης.
Ειδικά με τις νέες δυνατότητες του Ν. 3869, με την πρόσβαση σε στοιχεία των δανειοληπτών, υπάρχει η πληροφόρηση για τη σημερινή οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη.
Ποιες, κατά την άποψή σας, είναι οι προοπτικές του κλάδου στα επόμενα χρόνια;
Η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας περνάει μέσα από τον «γόρδιο δεσμό» που λέγεται «κόκκινα δάνεια». Όσο δεν λύνονται αυτά, δεν μπορεί να δημιουργηθεί ανάπτυξη, χρηματοδότηση της επιχειρηματικότητας της μικρομεσαίας επιχείρησης και εμπιστοσύνη εκ νέου στο τραπεζικό σύστημα.
Όσο οι τράπεζες δεν επιστρέφουν στον ουσιαστικό τους ρόλο και οι ιδιώτες ή επιχειρηματίες δεν έχουν βοήθεια σε χρηματοδότηση, δεν μπορούμε να πάμε μπροστά γρήγορα. Όλα αυτά, φυσικά, πρέπει να γίνουν με καινούργια κριτήρια και παραδοχές, και από τα δύο μέρη.
Ο ρόλος των εταιρειών διαχείρισης θα είναι σημαντικός στην επανεκκίνηση της οικονομίας. Να βοηθήσουν να ρυθμιστούν οι οφειλές νοικοκυριών και επιχειρηματιών και να εξυγιάνουν όσα δάνεια δεν είναι δυνατόν να εξυπηρετηθούν. Να χρηματοδοτούν μέσα από τα funds τις επιχειρήσεις που μπορούν να σωθούν και να προσφέρουν εκ νέου θέσεις εργασίας και ανάπτυξης. Να δώσουν δουλειά σε εργαζομένους που για πολύ καιρό βρίσκονταν σε αναζήτηση εργασίας. Και ένα τελευταίο: να εκπαιδεύσουμε μαζί με τις τράπεζες τις επόμενες γενιές, ιδιώτες και επιχειρηματίες, για μια πιο συνετή και προσεκτική χρήση του χρήματος.
Η Πολιτεία κινείται, πλέον, γρήγορα προς αυτήν την κατεύθυνση. Είναι χρέος μας να κινηθούμε κι εμείς.
…………………
Περιοδικό ΧΡΗΜΑ, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2019