Η πρόταση δυσπιστίας που υπέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας κοινοβουλευτικός συμβολισμός. Η μέγιστη αντιπολιτευτική πράξη εντός των κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Προϋποθέτει υπογραφές πενήντα βουλευτών. Συνεπώς μπορεί να υποβληθεί από την αξιωματική ή από μια ισχυρή ελάσσονα αντιπολίτευση που στην παρούσα Βουλή δεν υπάρχει.
Στο επίπεδο αυτό των κοινοβουλευτικών συμβολισμών, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που δεν έχουν παράσχει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση ή δεν έχουν δηλώσει την ανοχή τους προς αυτήν απέχοντας από την ψηφοφορία για την πρόταση εμπιστοσύνης, έχουν μια και μόνη λύση προκειμένου να μη υποδηλωθεί ούτε εμπιστοσύνη ούτε ανοχή προς την Κυβέρνηση: την υπερψήφιση της πρότασης δυσπιστίας.
Προφανώς με τη δική τους πολιτική αιτιολογία.
Αυτό επιβάλλεται από το Σύνταγμα. Η πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή (άρθρο 84 παρ. 6 εδ.β), μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
- Η πολιτική διαφοροποίηση από την κυβέρνηση πρέπει συνεπώς να εκφραστεί με ψήφο υπέρ της πρότασης δυσπιστίας.
Αντιθέτως, η πρόταση εμπιστοσύνης που υποβάλλει η κυβέρνηση γίνεται αποδεκτή ( άρθρο 84 παρ.6 εδ.α ) με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών που δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δυο πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών (120/300). Παρέχεται συνεπώς στην περίπτωση αυτή, η εναλλακτική δυνατότητα της αποχής / ανοχής.
Άρα το ΚΙΝΑΛ / ΠΑΣΟΚ ήταν συνταγματικά υποχρεωμένο να υπερψηφίσει την πρόταση δυσπιστίας προς αποφυγή όχι μόνο πολιτικών αλλά και θεσμικών παρεξηγήσεων.
Συνταγματικά η πρόταση δυσπιστίας δεν οδηγεί αυτομάτως σε εκλογές αν γίνει – θεωρητικά – αποδεκτή. Οδηγεί στην εφαρμογή των διαδικασιών σχηματισμού κυβέρνησης με τη χορήγηση διερευνητικών εντολών κατά το άρθρο 37.
Πρακτικά, με τα αριθμητικά δεδομένα της παρούσας Βουλής, τη δύσκολη απόφαση για τη στιγμή διεξαγωγής των εκλογών θα τη λάβει μόνος του ο κ. Μητσοτάκης.
Πολιτικά όμως η άμεση κατάθεση πρότασης δυσπιστίας από τον ΣΥΡΙΖΑ απλώς μεταφέρει τη δημόσια συζήτηση από το διάχυτο και συνεπώς ανεξέλεγκτο κοινωνικό επίπεδο της δυσαρέσκειας για την αδυναμία διαχείρισης κρίσεων, στο ασφυκτικά συγκροτημένο πολιτικό και μάλιστα κομματικό επίπεδο της «επίσημης» και «μετωπικής» αντιπαράταξης κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.
Σε ένα επίπεδο γεμάτο κουραστικές κοινοτοπίες, βολικό για μια κυβέρνηση που παραμένει πάντα ικανοποιημένη από τον εαυτό της γιατί επικαλείται διαρκώς τη χειρότερη ποιότητα της προκατόχου της και μια αντιπολίτευση που δεν μπορεί να μετασχηματίσει την ανάγκη έκφρασης της κοινωνίας σε πρωτότυπο πολιτικό λόγο.
Λόγο που δεν εγκλωβίζεται σε μονοψήφιο αριθμό στερεοτύπων.
Αυτό είναι τώρα το στοίχημα.