Ως “πολλά υποσχόμενη” και “αναπτυσσόμενη” χαρακτήρισαν την αγορά της Νότιας Κορέας Έλληνες κονσερβοποιοί, που μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ επισήμαναν ότι η αύξηση των τελευταίων ετών στις εξαγωγές κονσέρβας ροδάκινου προς τη συγκεκριμένη χώρα “δεν είναι τυχαίο γεγονός”. “Η αύξηση των ελληνικών εξαγωγών είναι αποτέλεσμα της σκληρής δουλειάς των Ελλήνων κονσερβοποιών, που επί σειρά χρόνων τρέχουν στη συγκεκριμένη αγορά προγράμματα προώθησης της ελληνικής κονσέρβας ροδάκινου, αλλά και συνέπεια της Συμφωνίας Ελευθέρων Συναλλαγών Ε.Ε. -Ν. Κορέας τον Ιούλιο του 2011. Η συμφωνία αυτή αντέστρεψε πλήρως τη δυσμενή τάση, αφού προέβλεπε σταδιακή κατάργηση του υψηλότατου εισαγωγικού δασμού, της τάξης του 50%, σε οκτώ ισόποσες δόσεις. Έτσι, ο εισαγωγικός δασμός μηδενίστηκε τελικά κατά το τρέχον έτος” επισήμαναν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της Ένωσης Κονσερβοποιών Ελλάδας (ΕΚΕ), Κώστας Αποστόλου και ο γενικός διευθυντής της “Venus Growers”, Στέλιος Θεοδουλίδης.
“Η αγορά της Νότιας Κορέας είναι υποσχόμενη και η αλήθεια είναι ότι την τελευταία εικοσαετία κάνουμε σοβαρές προσπάθειες για να διεισδύσουμε σημαντικά σε αυτήν” σημείωσε ο πρόεδρος της ΕΚΕ, Κώστας Αποστόλου, προσθέτοντας ότι “αποτελεί μια αξιόλογη και παραδοσιακή αγορά για τους Έλληνες κονσερβοποιούς και προσδοκούμε σε συνεχή βελτίωσης της παρουσίας μας”. Πρόσθεσε ότι “το κορεατικό κοινό και γνωρίζει, και είναι φαν του ελληνικού προϊόντος, αφού μόλις πριν από τρία χρόνια έτρεξε στην εκεί αγορά κοινοτικό πρόγραμμα προώθησης, που ουσιαστικά προλείανε το έδαφος για αυτό που συμβαίνει σήμερα”.
Χαρακτηριστικά σημείωσε πως “ο μηδενισμός των δασμών και η επένδυση εκ μέρους μας, σε συνδυασμό με τη διατήρηση των δασμών στην εκεί αγορά για τους άλλους προμηθευτές της νότιας Κορέας, όπως Κίνα, Νότιος Αφρική και Χιλή, δημιούργησαν το συγκριτικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα”.
Αντίστοιχη θέση διατύπωσε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γενικός διευθυντής της Venus Growers, Στέλιος Θεοδουλίδης, τονίζοντας ότι “με την υλοποίηση του τελευταίου προγράμματος προώθησης στην αγορά της νότιας Κορέας, έγινε γνωστή η γεύση, αλλά και η ποιότητα του ελληνικού ροδάκινου. Μετά, με τη συμφωνία που επετεύχθη σε επίπεδο ΕΕ, αποκτήσαμε το συγκριτικό πλεονέκτημα και φροντίζουμε από την πλευρά μας να μην χάσουμε, δείχνοντας συνέπεια στις παραδόσεις και παραμένοντας πιστή στην ποιότητα”.
Υπενθυμίζεται ότι από τα στοιχεία του γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της ελληνικής πρεσβείας στη Σεούλ, στο πλαίσιο σχετικής έρευνας που διενήργησε, προκύπτει ότι η ελληνική κονσέρβα ροδάκινου αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον προϊόν για τη Νότιο Κορέα, καθώς αρέσει πολύ στο κορεατικό κοινό και καταναλώνεται ευρέως, ενώ ουσιαστικά δεν υφίσταται εγχώρια παραγωγή και οι ανάγκες καλύπτονται από τις εισαγωγές.
Με βάση την προαναφερόμενη έρευνα, η Ελλάδα πραγματοποιούσε αξιόλογες εξαγωγές ελληνικής κονσέρβας ροδάκινου έως την περίοδο 2005- 2007, αλλά στη συνέχεια ξεκίνησαν να μειώνονται και το 2010 μηδενίστηκαν. Αυτό συνέβη συνεπεία και των πιέσεων που ασκήθηκαν από τις εξαγωγές της Κίνας και της Ταϊλάνδης στο κομμάτι των προϊόντων χαμηλών τιμών της αγοράς και από τη Νότια Αφρική -κυρίως- και τη Χιλή στις υψηλές τιμές (η χώρα στης Νοτίου Αμερικής μάλιστα συνήψε Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου με την Ν. Κορέα).
Σύμφωνα με το γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στη Σεούλ, το 2015, η αξία των ελληνικών εξαγωγών σημείωσε νέο ιστορικό υψηλό και συνέχισε να αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς, ξεπερνώντας το 30% των Κορεατικών εισαγωγών. “Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά το πρώτο επτάμηνο του 2018, οι εξαγωγές μας σημείωσαν νέα μεγάλη αύξηση της τάξης του 65,3%, αποσπώντας μερίδιο αγοράς 37,8% και καταλαμβάνοντας πλέον την πρώτη θέση μεταξύ των προμηθευτών της Νοτίου Κορέας” αναφέρεται στην έρευνα.
Επιπλέον, με βάση πάντα την έρευνα, “η Κίνα ακολουθεί σταθερά πτωτική πορεία, καθώς δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την Ελλάδα ούτε σε ποιότητα ούτε -πλέον- σε τιμή, καθώς υποχρεούται να πληρώνει ολόκληρο τον εισαγωγικό δασμό του 50%. Ταυτόχρονα, έχουν υποχωρήσει πολύ και η Νότιος Αφρική με τη Χιλή, οι οποίες δεν μπορούν να χορηγήσουν τις ποσότητες που ζητά η κορεατική αγορά, ενώ υπολείπονται και σε ποιότητα. Πτωτική τάση έχει αρχίσει να παρουσιάζει μάλιστα και η Ταϊλάνδη”.
Πώς γίνεται η εξαγωγή
Από την 1η Ιουλίου του 2011 τέθηκε σε ισχύ η “Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Κορέας”, η οποία, για τις κονσέρβες ροδάκινου (Δασμολογική Κλάση 2008700) προέβλεπε σταδιακή κατάργηση του βασικού εισαγωγικού δασμού του 50% σε οκτώ ισόποσες ετήσιες δόσεις. Κατά συνέπεια, οι ελληνικές κονσέρβες ροδάκινου εισέρχονται αδασμολόγητα στην Κορέα από το τρέχον ημερολογιακό έτος. Για να υπαχθεί το εξαγόμενο ελληνικό προϊόν στην Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών (ΣΕΣ), εφόσον η συνολική αξία του εμπορεύματος υπερβαίνει τις 6.000 ευρώ, ο εξαγωγέας θα πρέπει να ζητήσει την έκδοση “Άδειας Εγκεκριμένου Εξαγωγέα” από την Τελωνειακή Περιφέρεια στην χωρική αρμοδιότητα της οποίας είναι εγκατεστημένος, καθώς η εν λόγω συμφωνία δεν προβλέπει την έκδοση πιστοποιητικού κυκλοφορίας EUR.1. Οι όροι και οι προϋποθέσεις για την έκδοση Άδειας Εγκεκριμένου Εξαγωγέα καθορίζονται με την υπ’ αριθμ. Δ17Γ 5005477 ΕΞ2012/03-02-2012 Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Α.Υ.Ο.), η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ αρ. 588/Τεύχος Β΄/05-03-2012 και αναρτήθηκε στο διαδικτυακό τόπο “διαύγεια”, όπου και είναι προσβάσιμη.
Υπάρχει η δυνατότητα να πραγματοποιηθεί η εξαγωγή χωρίς να ακολουθηθεί η ανωτέρω διαδικασία. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με το γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στη Σεούλ, καταβάλλεται κανονικά ο βασικός δασμός του 50% και στη συνέχεια, εφόσον υποβληθεί η άδεια εγκεκριμένου εξαγωγέα, συν την δήλωση προτιμησιακής καταγωγής, εντός διαστήματος δώδεκα μηνών το ποσό αυτό επιστρέφεται.
“Είναι μια λύση την οποία δεν προκρίνουμε, ιδίως για το συγκεκριμένο προϊόν, διότι στη συνέχεια οι διάφοροι φόροι εντός της κορεατικής επικράτειας υπολογίζονται επί του 150% της αξίας (αξία CIF & εισαγωγικός δασμός), αντί για το 100% και επιβαρύνουν υπέρμετρα την τελική τιμή του προϊόντος, καθιστώντας το μη ανταγωνιστικό, καθώς βέβαια η διαφορά του φόρου δεν επιστρέφεται μαζί με τον καταβληθέντα δασμό. Η διαφορά αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική σε μια τόσο ανταγωνιστική αγορά και για ένα προϊόν με χαμηλά περιθώρια κέρδους. Σε κάποιες περιπτώσεις ωστόσο, η ανωτέρω επιλογή αποτελεί μια λύση εκτάκτου ανάγκης, προκειμένου να μην χαλάσει μια εμπορική συμφωνία και το προϊόν να εισέλθει στην αγορά”, τονίζεται στο κείμενο της έρευνας που διενεργήθηκε.