Μέσα στον ορυμαγδό και την αφόρητη σκόνη που έχει σηκώσει η κυβερνητική διχογνωμία στην εξωτερική πολιτική, την κακοσμία της ανερμάτιστης σκανδαλολογίας και την αδυναμία παραγωγής πολιτικής, η κυβέρνηση επιχειρεί να μεταφέρει το πρόβλημα της ανύπαρκτης οικονομικής πολιτικής στο τραπεζικό σύστημα.
Οι συνεχείς αναβολές επενδυτικών σχεδίων, οι αποχωρήσεις μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων από την Ελλάδα, η αλματώδης αύξηση των εισαγωγών, επειδή οι ανάγκες της κοινωνίας δεν καλύπτονται από την εγχώρια παραγωγή, επιβαρύνουν τη σπονδυλική στήλη της οικονομίας, το τραπεζικό μας σύστημα.
- Το 2015 οι καταθέσεις των Ελλήνων στις τράπεζες είχαν συρρικνωθεί στα 160 δισ. ευρώ. Σήμερα είναι κατά 30 δισ. ευρώ λιγότερες.
Το 2014, η τότε κυβέρνηση υιοθέτησε μια σχετικά νέα διεθνή πρακτική, τον Αναβαλλόμενο Φόρου (εφαρμόστηκε στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία) με βάση την οποία το Κράτος αναγνώρισε τις ζημίες των τραπεζών από το PSI και τις αναδιαρθρώσεις χρεών ως φορολογική πίστωση.
- Με απλά λόγια, οι τράπεζες έχουν το δικαίωμα να συμψηφίσουν με φόρους από μελλοντική κερδοφορία, τις μεγάλες ζημίες που υπέστησαν από το PSI και τις μαζικές διαγραφές μη εξυπηρετούμενων δανείων του παρελθόντος.
Η κυβέρνηση Τσίπρα κατέστησε τη ρύθμιση ακόμη πιο ευνοϊκή για τις τράπεζες.
- Οι ζημιές των τραπεζών συμψηφίζονται με τα κέρδη των επόμενων 20 ετών.
Οι τράπεζες δεν θα πληρώνουν, για 2 δεκαετίες, φόρο για τα κέρδη που θα εμφανίζουν έως ότου συμπληρωθεί το απαιτούμενο ποσό των περίπου 19 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί σήμερα στην αναβαλλόμενη φορολογία. Οι τράπεζες υποχρεωτικά εγγράφουν την αναβαλλόμενη φορολογία στους ισολογισμούς ως κεφάλαιο.
Έρχεται τώρα όμως η ίδια κυβέρνηση να ζητήσει το αντίτιμο γι’ αυτή την ρύθμιση.
Η «νέα ιδέα» της κυβέρνησης είναι να φορτώσει τις τράπεζες με επιπλέον κρατικά ομόλογα, επειδή ακριβώς ουδείς άλλος επενδυτής στον κόσμο είναι πρόθυμος να αγοράσει. Η κυβέρνηση έχει ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τη περαιτέρω χαλάρωση του ορίου που η ΕΚΤ είχε θέσει το 2015, για αγορά και διακράτηση ελληνικών κρατικών ομολόγων από τις εγχώριες συστημικές τράπεζες.
Υπενθυμίζεται ότι τα κρατικά ομόλογα που διέθεταν σε τεράστια ποσά στα χαρτοφυλάκια τους οι τράπεζες ήταν η βασική αιτία της χρεοκοπίας τους τον Μάιο του 2010. Το ελληνικό κράτος ήταν ο καλύτερος πελάτης των τραπεζών και όταν ο πελάτης αυτός χρεοκόπησε, καταστράφηκαν και όσοι τον δάνειζαν, ιδιώτες και επαγγελματίες επενδυτές.
Οι τράπεζες, αγοράζοντας ομόλογα, χρηματοδοτούσαν το ταμείο του Δημοσίου και κέρδιζαν από τα υψηλά επιτόκια. Μέχρι την ημέρα που το ελληνικό κράτος χρεοκόπησε.
Το ίδιο έργο επανέρχεται τώρα από την κυβέρνηση, με το πρόσχημα της ενίσχυσης της ρευστότητας των τραπεζών.
Με απλά λόγια, επειδή κανένας επενδυτής στον κόσμο δεν εμφανίζεται πρόθυμος να αγοράσει ελληνικά ομόλογα σε λογικά επιτόκια, η κυβέρνηση θέλει να εκδώσει ένα ακόμη 3ετές ή 5ετές ομόλογο για να ανταποκριθεί στις άμεσες δανειακές ανάγκες των επομένων μηνών, το οποίο όμως θα αγοράσουν οι ελληνικές τράπεζες «ώστε να επωφεληθούν αυτές από τα υψηλά επιτόκια» με τα οποία επιβαρύνονται οι φορολογούμενοι.
- Τη στιγμή που υπάρχουν ακόμη και σήμερα τράπεζες που είναι εξαρτημένες από τον Μηχανισμό Εκτακτης Ρευστότητας (ELA), για να αντιμετωπίσουν τις τρέχουσες υποχρεώσεις και ανάγκες τους, η κυβέρνηση προσπαθεί να τους φορτώσει με χαμηλής επενδυτικής διαβάθμισης κρατικά ομόλογα.
Η πρώτη απάντηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι ότι το θέμα αυτό εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), που αξιολογεί τα επίπεδα κινδύνου τα οποία αναλαμβάνει κάθε τράπεζα ξεχωριστά.
Η κυβέρνηση επιδιώκει την επέκταση του ορίου κατά 5 δισ. ευρώ, με τις συνολικές θέσεις των εγχώριων τραπεζών στα ελληνικά ομόλογα να αυξάνονται στα 11-12 δισ. ευρώ.
Σήμερα στη ρηχή ελληνική διατραπεζική αγορά διαπραγματεύονται κρατικά ομόλογα συνολικής αξίας 36 δισ. ευρώ. Από αυτά, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν κρατικά ομόλογα αξίας 7 δισ. ευρώ, το Κοινό Κεφάλαιο έχει ομόλογα ύψους 6 δισ. ευρώ, τα ασφαλιστικά ταμεία και Έλληνες επενδυτές κατέχουν κρατικά ομόλογα αξίας 15 δισ. ευρώ και τα υπόλοιπα βρίσκονται σε χαρτοφυλάκια ξένων επενδυτών.