Μια συγκεκριμένη πρόταση με δύο σκέλη καταθέτει ο έμπειρος τραπεζίτης Μιχάλης Σάλλας για την επανεκκίνηση της οικονομίας
Οι Ελληνικές Τράπεζες μπορούν να αναλάβουν ένα μεγάλο μέρος της χρηματοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων με δύο τρόπους:
Είτε
- μοχλεύοντας κεφάλαια που απελευθερώνονται λόγω των χαμηλότερων δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας που επιβάλει πλέον η Eυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Είτε
- συμμετέχοντας σε oμολογιακή έκδοση Δημοσίου μη τακτής λήξης που δεν επιβαρύνει το χρέος, χωρίς να χάνουν ρευστότητα , αφού αναχρηματοδοτούνται από την Eυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Στο αναλυτικό και εμπεριστατωμένο άρθρο του Μιχάλη Σάλλα στο ΒΗΜΑ της Κυριακής, περιγράφεται η χαλάρωση των δεικτών κεφαλαίου των ευρωπαϊκών τραπεζών από την Φρανκφούρτη.
- Ο Συνολικός Δείκτης μειώνεται κατά 3-4 μονάδες στοιχείο το οποίο οδηγεί σε μια αποδέσμευση κεφαλαίων της τάξης των 11 δις ευρώ τα οποία μπορούν να μοχλευτούν σε μία τριετία-τετραετία και με τον τρόπο αυτόν να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις και δραστηριότητες στο ύψος των 80-85 δις ευρώ.
Χορηγώντας αυτά τα δάνεια οι τράπεζες:
- μεταβάλουν τη σχέση των κόκκινων δανείων ως προς το συνολικό τους ενεργητικό
- δεύτερον δημιουργούν εργασίες , παράγουν κέρδη, και έτσι απομακρύνουν τον κίνδυνο κρατικοποίησης λόγω της αναβαλλόμενης φορολογίας.
Ο κ. Σάλλας υποστηρίζει ότι οι τράπεζες δεν έχουν άλλη επιλογή από την αποφασιστική συμμετοχή τους στην αποκατάσταση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης του ΑΕΠ της χώρας.
Οι τράπεζες πρέπει να επιταχύνουν την αποτελεσματική εξυγίανση τους και να διαμορφώσουν ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη.
- Το εγχείρημα με το APS Ηρακλής πρέπει να ολοκληρωθεί και να επιτύχει
Συγχρόνως οι τράπεζες θα πρέπει να επεκταθούν πιστωτικά και να ολοκληρώσουν το μετασχηματισμό του επιχειρηματικού τους μοντέλου στο πλαίσιο μετάβασης στην ψηφιακή εποχή.
Η βοήθεια την οποία μπορούν να παρέχουν σήμερα οι τράπεζες στο κράτος είναι η ενίσχυση της ρευστότητας του χωρίς ουσιαστική επιβάρυνση στο χρέος.
- Η έκδοση ενός μη τακτής λήξης ομολόγου επιβαρύνει τα δημοσιονομικά μόνον με τους τόκους του.
Αποτελεί επιλογή του Δημοσίου η αντικατάσταση ή η λήξη του μετά από δεκαετίες.
Αναφερόμενος στην ελληνική κρίση χρέους ο Μιχάλης Σάλλας επισημαίνει πως αν και η βιωσιμότητά του στηρίχθηκε κατ’ αρχήν στη σχέση χρέους προς ΑΕΠ (DEBT/ GDP) η οποία έπρεπε να βρίσκεται κάτω από το 120, η συζήτηση μεταφέρθηκε στις Ακαθάριστες Χρηματοοικονομικές Ανάγκες (Gross Financing Needs GFN ).
Πρόκειται για το συνολικό ποσό το οποίο απαιτείται για την εξυπηρέτηση του χρέους και για τη χρηματοδότηση των αναγκών του κράτους κάθε χρόνο.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ ένας λόγος GFN/GDP μικρότερος του 15 είναι ικανός να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του χρέους.
- Επομένως η έκδοση ενός μη τακτής λήξης ομολόγου δεν επιβαρύνει σχεδόν καθόλου τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους δεδομένου ότι στον δείκτη υπολογίζονται μόνον οι τόκοι χωρίς τα χρεολύσια.
Με τις πρόσφατες επίσης διευκολύνσεις της ECB τα ομόλογα του Δημοσίου αναχρηματοδοτούνται επομένως δεν στερούν ρευστότητα από τις τράπεζες.
Το κόστος των τοκομεριδίων θα υπερκαλύπτεται από τα έσοδα των εγγυήσεων που θα εισπράττει το Δημόσιο από το πρόγραμμα APS Ηρακλής.
Οι τράπεζες επομένως έχουν τη δυνατότητα να επενδύσουν σε τέτοιο ομόλογο δεδομένου ότι αυτή την περίοδο η έκθεσή τους σε τίτλους του Δημοσίου, ως ποσοστό επί των ενεργητικών τους είναι πιθανόν η χαμηλότερη σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
- Τα περιθώρια επομένως που υπάρχουν στις τράπεζες επιτρέπουν την έκδοση ενός μη τακτής λήξης ομολόγου άνω των 5 δισ ευρώ τουλάχιστον, που θα καλυφθεί από τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα.
Το ομόλογο αυτό μπορεί να αναχρηματοδοτηθεί από την ECB ή και να μεταπωληθεί αρκεί να είναι σωστά τιμολογημένο.
Ενα περίπου αντίστοιχο ομόλογο έχει εκδώσει η Αυστρία λήξεως 2117 με τοκομερίδιο 2,1 Αρα το 2,1 είναι η κατώτερη τιμολόγηση για μια τέτοια έκδοση θα μπορούσε ενδεχομένως το τοκομερίδιο να είναι αντίστοιχο της τιμολόγησης που θα έχει η εγγύηση του Δημοσίου για το HAPS.