Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα με θέμα:

«Ο ρόλος της βιομηχανίας στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας»

στην Ανοιχτή Εκδήλωση που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της Ετήσιας Τακτικής Γενικής Συνέλευσης του Συνδέσμου Βιομηχανιών Στερεάς Ελλάδας (ΣΒΣΕ) με τίτλο:

«Η Ελλάδα Ενώπιον Νέων Αναπτυξιακών και Επενδυτικών Προοπτικών»

  1. Η συμβολή της βιομηχανίας στην ελληνική οικονομία
  • Ανθεκτικότητα και δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής βιομηχανίας

Η ελληνική βιομηχανία κατέγραψε σημαντική ανάκαμψη την περίοδο 2017 – 2022, μετά από μία περίοδο έντονης ύφεσης, 2011-2015. Μάλιστα, η ανάκαμψη αυτή ήταν μεγαλύτερη από αυτή του συνόλου της οικονομίας. Η παραγωγή στον κλάδο της βιομηχανίας, και ιδίως η μεταποιητική παραγωγή, κατέγραψε υψηλούς ρυθμούς ανόδου, ακόμη και κατά την περίοδο της πανδημικής κρίσης, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η συμμετοχή του κλάδου της βιομηχανίας στο συνολικό παραγόμενο προϊόν της οικονομίας. Συγκεκριμένα, η πραγματική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ) στον τομέα της μεταποίησης αυξήθηκε κατά μέσο όρο κατά 4% την περίοδο 2017-2019 και κατέγραψε ακόμη υψηλότερη άνοδο το 2020 (7,5%) και το 2021 (12,1%). To 2022, η ανάπτυξη του τομέα της μεταποίησης συνεχίστηκε, αλλά με ηπιότερους ρυθμούς (4,5%). To ποσοστό συμμετοχής της ΑΠΑ της βιομηχανίας στη συνολική ΑΠΑ της οικονομίας αυξήθηκε ιδιαίτερα την περίοδο 2020-2022, φτάνοντας το 17% το 2022, από 13,8% το 2019. Ωστόσο, το ποσοστό συμμετοχής της ΑΠΑ της βιομηχανίας (17%) στη συνολική ΑΠΑ της οικονομίας και ιδίως το ποσοστό συμμετοχής της μεταποίησης (10%) υπολείπεται του αντίστοιχου ποσοστού στη ζώνη του ευρώ το 2022 (20% και 16,5%, αντίστοιχα). 

Η υψηλή ανάπτυξη στον τομέα της μεταποίησης την περίοδο 2017-2021 συνοδεύθηκε από άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής και αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Οι πιο δυναμικοί κλάδοι της μεταποίησης σε όρους ανάπτυξης και παραγωγικότητας που αναδείχθηκαν ήταν τα “πετρελαιοειδή”, η “κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών”, η “κατασκευή μηχανοκίνητων οχημάτων”, η “κατασκευή μηχανημάτων και ειδών εξοπλισμού”, η “κατασκευή μεταλλικών προϊόντων”  και η “παραγωγή βασικών φαρμακευτικών προϊόντων”.

  • Αύξηση των επενδύσεων και της εξωστρέφειας

H ανάκαμψη της μεταποιητικής παραγωγής αποτυπώνεται στις αυξημένες επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν ιδίως το 2021 (+16,5% σε σχέση με το 2020 και +8,1% σε σχέση με το 2019). Ως αποτέλεσμα, το επίπεδο το επενδύσεων στη μεταποίηση το 2021 αντιστοιχούσε σε  9,8% των συνολικών επενδύσεων στην οικονομία. Οι κλάδοι που απορρόφησαν τις υψηλότερες επενδύσεις ήταν οι ακόλουθοι: “τρόφιμα-ποτά-καπνός”, “πετρελαιοειδή”, “βασικά μέταλλα και κατασκευή μεταλλικών προϊόντων”, παραγωγή βασικών φαρμακευτικών προϊόντων”, “κατασκευή προϊόντων από πλαστικό και παραγωγή μη μεταλλικών ορυκτών προϊόντων”, “χημικά” και “βιομηχανία ξύλου και χαρτοποιία”. Επίσης, οι επενδύσεις σε Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) στον τομέα της μεταποίησης αντιστοιχούσαν στο 34,2% του συνόλου των ιδιωτικών επενδύσεων σε Ε&Α το 2021. 

Η ανάκαμψη του τομέα της μεταποίησης και η άνοδος της παραγωγικότητάς του συνδέονται με σημαντική άνοδο της εξαγωγικής του επίδοσης. Συγκεκριμένα, η εξαγωγική επίδοση στη μεταποίηση, που ορίζεται ως ο λόγος των εξαγωγών στον τομέα της μεταποίησης προς το συνολικό ακαθάριστο προϊόν της μεταποίησης, αυξήθηκε από 55,3% κατά μέσο όρο την περίοδο 2017-2020 σε 61% το 2021.

  • Συνέχιση της ανόδου της βιομηχανικής παραγωγής το 2023 και διατήρηση των θετικών προσδοκιών

Η βιομηχανική παραγωγή, μετά την αύξηση κατά 2,3% το 2022, συνέχισε να κινείται οριακά ανοδικά (0,7%) και την περίοδο Ιανουαρίου- Ιουλίου 2023, κυρίως λόγω της ισχυρής ανόδου της μεταποιητικής παραγωγής (4,2%). Οι προσδοκίες στον τομέα της βιομηχανίας είναι βελτιωμένες (την περίοδο Ιανουαρίου- Αυγούστου 2023) σύμφωνα με τον δείκτη οικονομικού κλίματος (ESI) που καταρτίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ενώ και ο δείκτης PMI τον Αύγουστο του 2023 παρέμενε σε επίπεδα άνω του 50 (από τον Φεβρουάριο του 2023) υποδηλώνοντας ενίσχυση της μεταποιητικής δραστηριότητας, εν αντιθέσει με την πορεία του δείκτη PMI για την ζώνη του ευρώ που υποδηλώνει συρρίκνωση της δραστηριότητας.   

  1. Αδυναμίες και προκλήσεις της ελληνικής βιομηχανίας

Οι Ελληνικές επιχειρήσεις έχουν διαχρονικά μικρότερο μέγεθος σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Συγκεκριμένα, η μέση βιομηχανική επιχείρηση στην Ελλάδα απασχολούσε περίπου 5-6 εργαζόμενους την περίοδο 2011-2018 έναντι περίπου 15 που ήταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Το γεγονός αυτό συνδέεται με την αδυναμία ανάπτυξης οικονομιών κλίμακας, τη δυσκολία στην εύρεση χρηματοδότησης, καθώς και τη δυσκολία επέκτασης σε νέες αγορές. Οι εν λόγω παράγοντες μειώνουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.

Την περίοδο της κρίσης χρέους, οι επιχειρήσεις προχώρησαν σε σημαντική μείωση των επενδύσεων, λόγω αυξημένης αβεβαιότητας και μειωμένης ζήτησης. Ως συνέπεια, οι βιομηχανικές επενδύσεις περιορίστηκαν σε χαμηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα να παρατηρείται χαμηλός βαθμός ανανέωσης του παραγωγικού εξοπλισμού και των διαδικασιών και μεθόδων παραγωγής, αποθήκευσης και διάθεσης των προϊόντων και υπηρεσιών.  

Παρόλο που την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα το ποσοστό ατόμων με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αυξήθηκε κατά 11,5 ποσοστιαίες μονάδες, οι δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού βρίσκονται ακόμη σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με την Ε.Ε. Επομένως, το σύστημα εκπαίδευσης και κατάρτισης δεν ανταποκρίνεται στο βαθμό του επιθυμητού στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Ταυτόχρονα, πέραν της σημασίας της ανάπτυξης του ανθρώπινου κεφαλαίου, εξόχως σημαντική είναι και η οικονομικά ορθολογική κατανομή του, καθώς η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό υπερκατάρτισης στον ΟΟΣΑ (28%, έναντι 11% που είναι ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ). Η αναντιστοιχία δεξιοτήτων στην ελληνική αγορά εργασίας έχει πολλαπλές συνέπειες. Οι υπερκαταρτισμένοι εργαζόμενοι αισθάνονται μικρότερη εργασιακή ικανοποίηση, λαμβάνουν χαμηλότερο μισθό από εργαζομένους με παρόμοιες δεξιότητες, ενώ οι επιχειρήσεις στερούνται ταλαντούχου εργατικού δυναμικού. Η σωστή αντιστοίχιση δεξιοτήτων είναι ιδιαίτερα σημαντική σε μια οικονομία που έχασε σημαντικό μέρος του ανθρώπινου δυναμικού της λόγω της μετανάστευσης και μπορεί να βοηθήσει στην άνοδο της παραγωγικότητας. 

Η Ελλάδα έχει τη χαμηλότερη μέση βαθμολογία στην Παγκόσμια Έρευνα Μάνατζμεντ σε δείγμα επιλεγμένων οικονομιών του ΟΟΣΑ, γεγονός που υπονομεύει την παραγωγικότητα των ελληνικών βιομηχανικών επιχειρήσεων. Ειδικότερα, οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν τις χαμηλότερες επιδόσεις σε θέματα διαχείρισης ανθρώπινων πόρων, προγραμματισμού, εποπτείας των εργαζομένων, καθώς και ανάπτυξης συνεργειών, διαλόγου και συνεργασίας. Αντιθέτως τείνουν να τα καταφέρνουν καλύτερα στη λήψη αποφάσεων, ενδεχομένως από μόνο ένα άτομο. Τα παραπάνω υποδηλώνουν σαφώς τον κεντρικό ρόλο που παίζει ο οικογενειακός χαρακτήρας της πλειονότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, όπου η εταιρική κουλτούρα περιστρέφεται γύρω από τον ιδρυτή, με ελάχιστα περιθώρια για την ανάπτυξη ταλέντων, την άσκηση κρίσης και διακριτικής ευχέρειας από τους υπαλλήλους. Οι εργαζόμενοι στις ελληνικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν επίσης τα χαμηλότερα επίπεδα αυτονομίας στον ΟΟΣΑ, ένδειξη χαμηλής εμπιστοσύνης.

Η Ελλάδα κατατάσσεται χαμηλά στον Ευρωπαϊκό Δείκτη Καινοτομίας. Επιπλέον, σημαντική υστέρηση καταγράφεται και στις δαπάνες που προέρχονται από επιχειρήσεις για Ε&Α, με τις ελληνικές επιχειρήσεις να δαπανούν το 0,59% του ΑΕΠ για το 2019 έναντι των ευρωπαϊκών που δαπανούν το 1,42% του ΑΕΠ για το ίδιο έτος. Το γεγονός αυτό, υπονομεύει την καινοτομική ικανότητα της ελληνικής βιομηχανίας, περιορίζοντας τη δυνατότητά της να καταστεί ανταγωνιστική έναντι των λοιπών ευρωπαϊκών χωρών.

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός οικονομίας και επιχειρήσεων στη χώρα κινείται ταχύτερα σε σχέση με το παρελθόν αλλά όχι ακόμα αρκετά ώστε να κλείσει η ψαλίδα με την ΕΕ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας Community Innovation Survey (CIS) για την περίοδο 2018-2020, στον τομέα της Βιομηχανίας, το ποσοστό καινοτόμων επιχειρήσεων ανέρχεται σε 72,1%, σε σχέση με 62,4% την περίοδο 2016-2018, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 9,7 ποσοστιαίες μονάδες. Το ποσοστό καινοτομίας και ο βαθμός συνεργασίας για την ανάπτυξη καινοτομικών δραστηριοτήτων αυξάνεται με την αύξηση του μεγέθους της επιχείρησης, καθώς οι μεγάλες επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν εσωτερικά κεφάλαια, έχουν πρόσβαση σε πρόσθετες πηγές χρηματοδότησης και μπορούν να εκμεταλλευτούν τις οικονομίες κλίμακας για να προωθήσουν την Ε&Α.

Παρά την πρόοδο των τελευταίων χρόνων, ο δείκτης ψηφιακής έντασης για επιχειρήσεις στον τομέα της μεταποίησης με πάνω από 10 απασχολούμενους (βλ. Eurostat) ήταν, το 2022, 12,6% στην Ελλάδα, έναντι 24,4% για τη ζώνη του ευρώ. Σημαντικές προκλήσεις παραμένουν τόσο η υιοθέτηση ολοκληρωμένης στρατηγικής, ώστε να βελτιωθεί ο συντονισμός των σχετικών δημόσιων πολιτικών, όσο και η αντιστροφή της διστακτικότητας πολλών επιχειρήσεων να υιοθετήσουν τεχνολογίες αιχμής και να προχωρήσουν σε υποκατάσταση ξεπερασμένων διοικητικών πρακτικών. 

Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα συνεχίζει να καταγράφει χαμηλές επιδόσεις, όσον αφορά την ενσωμάτωση ψηφιακών τεχνολογιών με βάση τα στοιχεία του δείκτη DESI (2021). Ειδικότερα, βρίσκεται στην 21η θέση της ΕΕ όσον αφορά τις ψηφιακές δεξιότητες, καθώς καταγράφει χαμηλό ποσοστό απασχολούμενων ειδικών σε Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ), 2%, σε σύγκριση με 4,3 % της ΕΕ, ενώ μόλις το 12% των ελληνικών επιχειρήσεων πρόσφεραν προγράμματα κατάρτισης σε ψηφιακές δεξιότητες στους εργαζομένους τους σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ, που είναι 20%. Επίσης, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ελλιπείς υποδομές ΤΠΕ και χαμηλή επίδοση όσον αφορά τη συνδεσιμότητα, με αποτέλεσμα να κατατάσσεται στην 27η θέση στην ΕΕ. Οι επιχειρήσεις εμφανίζουν αργή ενσωμάτωση ψηφιακών τεχνολογιών,  με αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρίσκεται στην 22η θέση της ΕΕ, με χαμηλές επιδόσεις ιδίως στο ηλεκτρονικό εμπόριο και την ενσωμάτωση προηγμένων τεχνολογιών (πχ. υπολογιστικό νέφος, τεχνητή νοημοσύνη κ.α.) από τις επιχειρήσεις. Τέλος, παρά την πρόοδο που καταγράφεται στη ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, η Ελλάδα βρίσκεται στην 26η θέση στην ΕΕ ως προς τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες, υστερώντας σημαντικά ως προς τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες σε επιχειρήσεις, με επίδοση 54 έναντι 84 μέσου όρου της ΕΕ.

Πρόσθετες προκλήσεις για την ελληνική βιομηχανία αποτελούν, μεταξύ άλλων, το μη ανταγωνιστικό ενεργειακό κόστος με την εγχώρια χονδρική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας να είναι υψηλότερη σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γεγονός το οποίο προϋπήρχε της ενεργειακής κρίσης, η απώλεια επιστημονικού προσωπικού προς χώρες του εξωτερικού λόγω του “brain drain”, και oι αδυναμίες στο πλαίσιο αδειοδότησης και χωροθέτησης επιχειρήσεων λόγω μη ύπαρξης καθορισμένων χρήσεων γης.

 

  1. Προτάσεις πολιτικής

Η Ελλάδα πρέπει να κινηθεί ταχύτατα με μία ρεαλιστική και συνεκτική βιομηχανική πολιτική, η οποία θα δημιουργεί προϋποθέσεις για μια ανταγωνιστική βιομηχανία που καινοτομεί, παράγει, εξάγει, δημιουργεί εισοδήματα και νέες υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Σήμερα η πρόκληση της μετάβασης από μια οικονομία χαμηλής εξειδίκευσης και χαμηλής εντάσεως τεχνολογίας, σε μία οικονομία μέσης και υψηλής εντάσεως τεχνολογίας είναι τεράστια, καθώς και η ενίσχυση της συμμετοχής της Ελλάδας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Στο πλαίσιο αυτό η ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας θα πρέπει να βασίζεται στους επόμενους τέσσερις άξονες: 

  • Εξωστρέφεια και διεθνοποίηση
  • Πράσινος μετασχηματισμός
  • Καινοτομία, Έρευνα και Ανάπτυξη και εξειδίκευση
  • Βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος
    1. Εξωστρέφεια και διεθνοποίηση

Η ενίσχυση του εξωστρεφούς προσανατολισμού του κλάδου μέσα από την ανάπτυξη διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και τη συμμετοχή των ελληνικών βιομηχανιών σε διεθνείς αλυσίδες αξίας, πρέπει να είναι στο επίκεντρο της βιομηχανικής πολιτικής. Έμφαση πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση κλάδων και προϊόντων που αξιοποιούν συγκριτικά πλεονεκτήματα και υψηλή προστιθέμενη αξία. Στο Σχέδιο Δράσης της Εθνικής Στρατηγικής Βιομηχανίας αναδείχθηκαν πέντε μείζονα βιομηχανικά οικοσυστήματα για την ελληνική οικονομία: αγροδιατροφή, δομικά υλικά, υγεία, ψηφιακές τεχνολογίες και εφαρμογές, πράσινες τεχνολογίες/κυκλική οικονομία. Παράλληλα, εντοπίζονται επτά εξειδικευμένες αγορές στην Ελληνική Βιομηχανία: τρόφιμα Value for Money, υλικά νέας γενιάς, τεχνολογίες και εφαρμογές υγείας, εφαρμογές ρομποτικής, ηλεκτροκίνηση, αμυντική βιομηχανία, επισκευή και ναυπήγηση πλοίων. 

Απαιτείται προσανατολισμός του παραγωγικού ιστού της μεταποίησης στη διεθνή αγορά και στο πλαίσιο των Διεθνών Δικτύων Παραγωγής (ΔΔΠ) που αναπτύσσονται ακόμα και σε περιφερειακό επίπεδο (π.χ. ενεργειακά δίκτυα στη ΝΑ Μεσόγειο, θύλακες καινοτομίας στη Θεσσαλονίκη και Β. Ελλάδα, κλπ.). Οι μεγάλες αλλαγές που παρατηρούνται στην παγκόσμια οικονομία, δηλαδή η ψηφιοποίηση και πράσινη μετάβαση, καθιστούν εφικτή τη συμμετοχή του παραγωγικού ιστού της μεταποίησης σε Διεθνή Δίκτυα Παραγωγής και συνεπώς την περαιτέρω διεθνοποίησή του. Η συμμετοχή της ελληνικής μεταποίησης στα ΔΔΠ, και κυρίως στα περιφερειακά ΔΔΠ, απαιτεί οριζόντιες παρεμβάσεις που θα δημιουργήσουν, και ακόμα θα βελτιώσουν, τις δομές και το περιβάλλον, από τη δημόσια διοίκηση, την εφοδιαστική αλυσίδα και το κόστος ενέργειας έως τα χρηματοδοτικά εργαλεία και τις υποδομές, για να μπορέσει η ελληνική μεταποίηση να δράσει ανταγωνιστικά στο πλαίσιο των περιφερειακών ΔΔΠ. Τέλος, έμφαση θα πρέπει να δοθεί και στην ανάπτυξη στρατηγικών συνεργασιών και την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, οι οποίες θα προσθέσουν τεχνογνωσία και θα παρέχουν τη δυνατότητα εισόδου σε νέες αγορές.

    1. Πράσινος μετασχηματισμός

Ο πράσινος μετασχηματισμός προωθείται μέσω της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) το οποίο αναδεικνύει ως πρωταρχικό στόχο για τη βιομηχανία τη μείωση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων, αυξάνοντας τη χρήση εναλλακτικών καυσίμων και βελτιώνοντας την ενεργειακή αποδοτικότητα της. Αυτό όμως  προϋποθέτει την κινητοποίηση σημαντικών επενδύσεων και την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου για την ενεργό παραγωγή αλλά και αποθήκευση ενέργειας μέσω ΑΠΕ, καθώς και τη λήψη μέτρων για τη βελτίωση της ενεργητικής και παθητικής ενεργειακής αποδοτικότητας της βιομηχανίας. Οι ενέργειες αυτές, πέρα από τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος, δύνανται να έχουν και οικονομικές προεκτάσεις μειώνοντας τις εισαγωγές ενέργειας και συμβάλλοντας στη μείωση του ενεργειακού κόστους, παράγοντας που είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τις βιομηχανικές επιχειρήσεις, καθώς η Ελλάδα έχει διαχρονικά μη ανταγωνιστικό ενεργειακό κόστος. Ο στόχος αυτός αφορά το σύνολο της βιομηχανίας, προτεραιοποιώντας ωστόσο τους ενεργοβόρους κλάδους. 

Η μετάβαση της βιομηχανίας σε καθαρές μορφές ενέργειας, σε ένα πιο πράσινο παραγωγικό πρότυπο και σε νέα μοντέλα ανάπτυξης, κυρίως μέσα από τις αρχές της κυκλικής οικονομίας και με τη βοήθεια της καινοτομίας και της ψηφιακής τεχνολογίας, είναι πλέον απαραίτητη. Η εφαρμογή μοντέλων κυκλικής οικονομίας δημιουργεί σημαντικές επιχειρηματικές ευκαιρίες και περιθώρια ανάπτυξης νέων καινοτόμων και περιβαλλοντικά βιώσιμων (πράσινων) προϊόντων. Η αξιοποίηση των ευκαιριών αυτών από τις επιχειρήσεις προϋποθέτει την ενίσχυση της βιομηχανικής καινοτομίας στον τομέα των πράσινων προϊόντων, τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, καθώς και την ανάπτυξη αγορών για πράσινα προϊόντα.   

    1. Καινοτομία, Ε&Α και εξειδίκευση

Η άμεση και αποτελεσματική προώθηση του ψηφιακού μετασχηματισμού, με έμφαση στην αξιοποίηση τεχνολογιών Βιομηχανίας 4.0, δύναται να ενδυναμώσει τις προοπτικές ανάπτυξης της βιομηχανίας, δημιουργώντας νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες και συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση εμποδίων και περιορισμών που αντιμετωπίζουν σήμερα οι επιχειρήσεις χρησιμοποιώντας προγενέστερες τεχνολογίες. Ο ψηφιακός εκσυγχρονισμός των μεταποιητικών επιχειρήσεων απαιτεί, εκτός από επενδύσεις φυσικού κεφαλαίου, και νέες πρακτικές λειτουργίας των επιχειρήσεων, καθώς και ανθρώπινο κεφάλαιο με κατάλληλες δεξιότητες. Απαιτεί επίσης μακροπρόθεσμη στρατηγική από το κράτος, με κύριο άξονα την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών του δημοσίου, τη βελτίωση των υποδομών συνδεσιμότητας, τη δημιουργία κόμβων ψηφιακής καινοτομίας, αλλά και τη βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου. 

Για την βελτίωση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου κεφαλαίου απαιτούνται συντονισμένες παρεμβάσεις αναβάθμισης τόσο της τριτοβάθμιας όσο και της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς.  Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να περιλαμβάνει την καλύτερη διασύνδεση μεταξύ του εκπαιδευτικού συστήματος και των επιχειρήσεων, με διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων και πανεπιστημίων για τη χρηματοδότηση ερευνητικών προσπαθειών. Επίσης, αξιολόγηση των αναγκών της μεταποιητικής βιομηχανίας σε βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο, και ενσωμάτωσή τους στον σχεδιασμό για την εκπαίδευση και κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού. 

Όσον αφορά τις πρακτικές διοίκησης, το κράτος μπορεί να επιτελέσει σημαντικό ρόλο προωθώντας βέλτιστες πρακτικές, ενώ είναι ιδιαίτερα σημαντική η αποσύνδεση της λειτουργίας της επιχείρησης από τους ιδρυτές της (με πρότυπο, π.χ., το γερμανικό Mittelstand). 

Προκειμένου να ενισχυθεί η Ε&Α και η καινοτομική δραστηριότητα θα μπορούσαν να εξεταστούν: φορολογικές εκπτώσεις για την αγορά ή αντικατάσταση εξοπλισμού καθώς και για την κατασκευή ή ανακαίνιση μιας κτιριακής εγκατάστασης η οποία πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για δραστηριότητες Ε&Α, ο συμψηφισμός δαπανών Ε&Α με ασφαλιστικές εισφορές, καθώς και φορολογικές εκπτώσεις επί των κερδών από δραστηριότητες Ε&Α. 

Επιπλέον, θα μπορούσε να εξεταστεί η αύξηση της χρηματοδότησης των νεοφυών επιχειρήσεων και των ανερχόμενων τεχνολογιών, καθώς και της δημιουργίας δομών για την υποστήριξή τους κατά τα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής τους. Και αυτό με σκοπό την ανάπτυξη του εγχώριου οικοσυστήματος νεοφυών επιχειρήσεων και την παροχή υπηρεσιών για στάδια υψηλής τεχνολογικής ωριμότητας, ενισχύοντας τις προσπάθειες (ιδίως των ΜμΕ) για την εμπορευματοποίηση νέων ιδεών και ερευνητικών αποτελεσμάτων. Η βελτίωση της χρηματοδότησης μπορεί να συμβάλει στον ψηφιακό μετασχηματισμό των βιομηχανικών επιχειρήσεων μέσω της εγκατάστασης και αναβάθμισης βασικού εξοπλισμού και ψηφιακών λειτουργιών, καθώς και μέσω της ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής ψηφιακών συστημάτων και τεχνολογιών. 

    1. Βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος

Η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος μπορεί να επιτευχθεί με μείωση της γραφειοκρατίας, μέσω της ψηφιοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών και της απλοποίησης εκείνων των διαδικασιών με μεγάλο διοικητικό κόστος. Καθοριστικός παράγοντας για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος είναι και η αντιμετώπιση των φορολογικών αντικινήτρων. Για παράδειγμα, η αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου με καθιέρωση των επιταχυνόμενων φορολογικών αποσβέσεων σε πάγια περιουσιακά στοιχεία (κυρίως μηχανήματα και μηχανολογικό εξοπλισμό) με στόχο τη παροχή κινήτρων για την υλοποίηση επενδύσεων στη βιομηχανία. Η δυνατότητα προσαρμογής ή επιλογής από τις επιχειρήσεις της μεθόδου απόσβεσης, καθώς και του ρυθμού απόσβεσης, θα μπορούσε να συμβάλλει θετικά στη δημιουργία νέων επενδύσεων λόγω αυξημένης ρευστότητας, καθώς και να βελτιώσει τις προοπτικές δυναμικής ανάπτυξης της βιομηχανίας. 

Στο ίδιο πλαίσιο απαιτούνται πρόσθετες ενέργειες περιορισμού του ενεργειακού κόστους το οποίο επιδρά αρνητικά κυρίως στους ενεργοβόρους βιομηχανικούς κλάδους. Τα μέτρα ενίσχυσης των ενεργειακών διασυνδέσεων με γειτονικές χώρες, η αποτελεσματικότερη λειτουργία της αγοράς ενέργειας, η επανεξέταση των ρυθμιζόμενων χρεώσεων και της υψηλής φορολογίας καθώς και οι επιδοτήσεις για την υλοποίηση της πράσινης μετάβασης είναι μέτρα που θα μπορούσαν να εξεταστούν. Τέλος η βελτίωση των διαδικασιών αδειοδότησης και χωροθέτησης θα μειώσει το κόστος λειτουργίας για τις ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις, συμβάλλοντας επίσης στην καλύτερη προστασία του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να θεσπιστούν κίνητρα για την εγκατάσταση εντός οργανωμένων περιοχών τόσο για νέες όσο και για υπάρχουσες επιχειρήσεις. 

  1. Προτάσεις για το ευρωπαϊκό πλαίσιο βιομηχανικής πολιτικής

Η πανδημία του COVID-19 και η ενεργειακή κρίση, η οποία επιδεινώθηκε από την εισβολή της  Ρωσίας στην Ουκρανία, ανέδειξαν τις υπερβολικές εξαρτήσεις της ΕΕ από τρίτες χώρες, οι οποίες μπορούν να υπονομεύσουν τους στόχους πολιτικής της αλλά και την κυριαρχία της. Ως αποτέλεσμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αρχικά, χαλάρωσε τους κανόνες της ΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων ώστε να καταστεί εφικτή η χορήγηση σημαντικών εθνικών  επιδοτήσεων στη βιομηχανία και, στη συνέχεια, επικαιροποίησε τη νέα βιομηχανική στρατηγική της, αξιοποιώντας τα διδάγματα που αντλήθηκαν από την πανδημία.  Η βιομηχανική στρατηγική για την Ευρώπη επικεντρώνεται στους ακόλουθους βασικούς τομείς: ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ενιαίας αγοράς, αντιμετώπιση των στρατηγικών εξαρτήσεων της ΕΕ, επιτάχυνση της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης.  

Με αφορμή την αύξηση του πληθωρισμού, οι ΗΠΑ έδωσαν κίνητρα για on-shoring και πράσινες τεχνολογίες μέσα από το Inflation Reduction Act (Act), εγείροντας ανησυχίες περί αθέμιτου ανταγωνισμού και παραβίαση των αρχών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Η ΕΕ απάντησε τον Φεβρουάριο του 2023 με το βιομηχανικό σχέδιο της Πράσινης Συμφωνίας (Green Deal industrial Plan) το οποίο θα καλύπτει τέσσερις βασικούς πυλώνες: προβλέψιμο και απλουστευμένο ρυθμιστικό περιβάλλον, ταχύτερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, βελτίωση των δεξιοτήτων, και ανοικτό εμπόριο για ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασμού. Στο πλαίσιο του βιομηχανικού σχεδίου της Πράσινης Συμφωνίας, η Επιτροπή πρότεινε τον νόμο για τη βιομηχανία των μηδενικών καθαρών εκπομπών, με σκοπό να επιταχύνει τη δημιουργία πράσινων τεχνολογιών στην ΕΕ και να διασφαλίσει την αυτονομία της σε καθαρά καύσιμα και τεχνολογίες για να εξασφαλίσει τη γρήγορη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια. 

Ένα βασικό στοιχείο του σχεδίου της Πράσινης Συμφωνίας είναι η χαλάρωση των κανόνων περί κρατικής βοήθειας για την ενίσχυση φιλικών προς το περιβάλλον βιομηχανικών έργων.    Για τη χρηματοδότηση της Πράσινης Συμφωνίας, η Επιτροπή πρότεινε την αξιοποίηση υφιστάμενων πόρων όπως για παράδειγμα από το RΕPowerEU και το InvestEU, καθώς και τη σύσταση ενός νέου κοινού Ευρωπαϊκού Ταμείου (European Sovereignty Fund) για τη συλλογική χρηματοδότηση έργων σε κρίσιμες και αναδυόμενες τεχνολογίες, το οποίο θα στήριζε και τις λιγότερο εύπορες και όχι τόσο τεχνολογικά εξελιγμένες χώρες. Ωστόσο, η πρόταση για το κοινό Ευρωπαϊκό Ταμείο δεν προχώρησε μετά την αντίδραση ορισμένων κρατών-μελών σε μια νέα πρωτοβουλία που θα περιλαμβάνει κοινό δανεισμό σε επίπεδο ΕΕ προτού εξαντληθούν τα διαθέσιμα κονδύλια του Next Generation EU. 

Συνεπώς, αυτό που λείπει από το εν λόγω σχέδιο είναι μια συνολική ευρωπαϊκή προσέγγιση. Η υπερβολική εστίαση σε εθνικές επιδοτήσεις μπορεί να οδηγήσει: Πρώτον, σε έναν ενδοευρωπαϊκό αγώνα επιδοτήσεων, σπαταλώντας σημαντικούς πόρους. Δεύτερον, σε μια Ευρώπη δυο ταχυτήτων, όπου οι χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος δεν θα μπορούν να υποστηρίξουν επαρκώς τις βιομηχανίες τους, ενώ χώρες με ισχυρότερη δημοσιονομική θέση θα μπορούν να παράσχουν ουσιαστική υποστήριξη. Αυτό θα οδηγούσε σε επιδείνωση των ανισοτήτων και θα υπονόμευε το μέλλον του κοινού νομίσματος. Τρίτον, σε εθνικούς πρωταθλητές με αποτέλεσμα την υπονόμευση της ενιαίας αγοράς, την κάμψη του ανταγωνισμού και τη συνεπακόλουθη μείωση της καινοτομίας. 

Αντιθέτως, μια καλά σχεδιασμένη βιομηχανική πολιτική που δίνει έμφαση στην ευρωπαϊκή προσέγγιση έχει τη δυνατότητα να επιταχύνει την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, να διασφαλίσει τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ.

***

Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι η πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι άμεσα συνυφασμένη με την ανάπτυξη και ευημερία της ελληνικής βιομηχανίας.  Στο πλαίσιο αυτό, η υλοποίηση του Σχεδίου Δράσης της Εθνικής Στρατηγικής Βιομηχανίας, θα βοηθήσει στην αύξηση της συμβολής της βιομηχανίας στο ΑΕΠ, στην άνοδο των εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων και στη δημιουργία νέων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Ωστόσο, βασική προϋπόθεση για την επιτυχία του Σχεδίου αποτελεί η απορρόφηση και αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων και χρηματοδοτικών εργαλείων. Η αξιοποίηση αυτών των κεφαλαίων σε συνδυασμό με την κινητοποίηση αυξημένων ιδιωτικών επενδύσεων μπορεί να βοηθήσει στον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας της ελληνικής βιομηχανίας.