Ο προϋπολογισμός του 2021 κατατίθεται σε μια περίοδο κατά την οποία οι κοινωνίες και η παγκόσμια οικονομία συνεχίζουν να δοκιμάζονται από τη σοβαρότερη υγειονομική κρίση της τελευταίας εκατονταετίας και τη – συνεπακόλουθη – χειρότερη ετήσια παγκόσμια ύφεση από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο προϋπολογισμός του 2021 καταρτίζεται υπό παράδοξες και εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες και υπό το καθεστώς μεγάλης αβεβαιότητας, που συνεπάγεται η ευμετάβλητη πιθανολόγηση του τελικού χρόνου λήξης της πανδημίας σε διεθνές επίπεδο, αλλά και των επιπτώσεων στην ελληνική οικονομία από ενδεχόμενες αποφάσεις υγειονομικού χαρακτήρα στο διάστημα που θα μεσολαβήσει μέχρι η παγκόσμια οικονομία να επιστρέψει σε τροχιά κανονικότητας, σημαντικής ανάταξης και διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Ανάπτυξη κατά 4,8%, ύφεση κατά 10,5%
Η πρόβλεψη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αγγίζει το 4,8%.
Όπως σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών, υλοποιείται το δυσμενές σενάριο που προέβλεπε το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2021, το οποίο κατατέθηκε τον περασμένο Οκτώβριο. Μεγαλύτερη είναι και η πρόβλεψη για την ύφεση του 2020, στο 10,5%. Ο προϋπολογισμός προβλέπει, επίσης, πρωτογενές έλλειμμα 3,88% του ΑΕΠ για το 2021, λόγω των δημοσιονομικών μέτρων για τη στήριξη της οικονομίας αλλά και των συνεπειών της ύφεσης του 2020.
Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 340 δισ. ευρώ ή 208,9% του ΑΕΠ στο τέλος του 2020 (έναντι 331 δισ. ευρώ ή 180,5% του ΑΕΠ το 2019). Για το 2021 προβλέπεται μείωση κατά 9,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, στο 199,6% ή στα 343,2 δισ. ευρώ.
Όπως αναφέρει το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, οι μακροοικονομικές προβλέψεις επί των οποίων στηρίζεται το σχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά σε σχέση με εκείνες του προσχεδίου. Έχει περιοριστεί η προσδοκώμενη για το 2021 αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ από 7,5% σε 4,8%, ενώ έχει αναπροσαρμοστεί προς τα άνω σε 10,5% η πρόβλεψη για την έκταση της ύφεσης στη διάρκεια του τρέχοντος έτους.
Το σχέδιο του Προϋπολογισμού προβλέπει σημαντική αύξηση των εσόδων, κυρίως λόγω της προβλεπόμενης οικονομικής μεγέθυνσης και της αύξησης της απασχόλησης. Συγκεκριμένα, τα φορολογικά έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού αναμένεται να ανέλθουν σε 47.836 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 3.571 εκατ. σε σχέση με το 2020 (+8,1%). Η αύξηση αυτή προέρχεται κυρίως από την αύξηση των εσόδων από το ΦΠΑ (+2.465 εκατ. ευρώ), τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης (+139 εκατ. ευρώ), τους φόρους εισοδήματος φυσικών προσώπων (+163 εκατ. ευρώ) και νομικών προσώπων (+830 εκατ. ευρώ). Η σταδιακήαποπληρωμή μέρους των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων που είχαν ανασταλεί κατά το 2020 θα συνεισφέρει στα έσοδα 224 εκατ. ευρώ. Επίσης, προβλέπεται αύξηση κατά 709 εκατ. ευρώ (+3,5%) των εσόδων των ΟΚΑ από ασφαλιστικές εισφορές, λόγω αύξησης της απασχόλησης. Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο εκτιμά ότι μπορούν να εγερθούν ορισμένες επιφυλάξεις ως προς την έκταση των προαναφερόμενων αυξήσεων.
«Καθοριστικός παράγοντας που θα επηρεάσει την οικονομική και συνεπώς τη δημοσιονομική επίδοση της οικονομίας είναι η εξέλιξη της πανδημίας και ο πιθανός υγειονομικός της έλεγχος με βάση την προσδοκία ότι κατά το δεύτερο μισό του 2021 θα μπορεί να επεκταθεί ο κατάλληλος εμβολιασμός του πληθυσμού, ενώ είναι κρίσιμοι οι αμέσως επόμενοι μήνες. Σε περίπτωση κατά την οποία θα είναι ακόμη μεγαλύτερη η ύφεση του 2020 και ειδικά εάν παραταθούν ή χρειαστεί να επιβληθούν εκ νέου περιοριστικά μέτρα στη διάρκεια του επόμενου έτους, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα επιδεινωθεί σε σχέση με την παρούσα εκτίμηση του Υπουργείου Οικονομικών», σημειώνει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Ο προϋπολογισμός του 2021, εκ της φύσεώς του αλλά και λόγω των υποχρεώσεων όλων των χωρών στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, δεν μπορεί να περιλαμβάνει μόνιμα δημοσιονομικά μέτρα. Η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, για τον ταχύτατο ηλεκτρονικό εκσυγχρονισμό των κρατικών δομών και οι παράλληλες μεταρρυθμίσεις που προγραμματίζουν τα Υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων για την αποτελεσματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας, σε συνδυασμό με τη συνολική πολιτική της κυβέρνησης για την ενθάρρυνση νέων επενδύσεων, που ενισχύεται σημαντικά και από το Ταμείο Ανάκαμψης, αναμένεται ότι θα δημιουργήσουν μόνιμο δημοσιονομικό χώρο από το 2022 και εντεύθεν. Η δυναμική ανάκαμψη θα επιτρέψει, μετά τη λήξη της πανδημίας, η Ελλάδα να βελτιώσει τα δημοσιονομικά μεγέθη της το 2021, και να εισέλθει στη συνέχεια, με τη βοήθεια των μεταρρυθμίσεων που υλοποιούνται και θα υλοποιηθούν, σε τροχιά μείωσης του επενδυτικού κενού, περιορισμού της ανεργίας και μείωσης του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους και εισόδου σε έναν ενάρετο μακροχρόνιο κύκλο δημοσιονομικής ευστάθειας, υψηλής, διατηρήσιμης, έξυπνης και πράσινης οικονομικής ανάπτυξης και αυξανόμενης κοινωνικής ευημερίας, καταλήγει η εισηγητική έκθεση.