Ο ελληνικής καταγωγής καθηγητής Κρίστιαν Καραγιαννίδης από την πνευμονολογική κλινική της Κολωνίας – Μέρχαϊμ βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των ΜΜΕ στη Γερμανία, μετά τη δημοσίευση της έρευνας της ομάδας του. Μελέτησε 10.000 ασθενείς με κορωνοϊό, οι οποίοι νοσηλεύτηκαν σε 920 νοσοκομεία της Γερμανίας.

Ο κ. Καραγιαννίδης, παθολόγος, πνευμονολόγος και εντατικολόγος, είναι επικεφαλής του Κέντρου για το Σύνδρομο Αναπνευστικής Ανεπάρκειας και Τεχνητού Πνεύμονα.

Μίλησε στην Deutsche Welle, λίγες μόλις ώρες πριν ξεκινήσουν επισήμως οι καλοκαιρινές του διακοπές και το πρώτο ερώτημα που του θέσαμε βεβαίως είναι τι θα προσέξει περισσότερο σε αυτές τις διακοπές και εάν θα απέτρεπε από ταξίδια στο εξωτερικό. Η Ελλάδα για παράδειγμα είναι κατά τη γνώμη του ένας ασφαλής προορισμός;

«Στις διακοπές θα πρόσεχα να τηρώ του κανόνες που ήδη γνωρίζουμε. Αυτό σημαίνει ότι αν βγαίνουμε για φαγητό το βράδυ, θα πρέπει να τηρούμε αποστάσεις. Εάν πάμε με τις δημόσιες συγκοινωνίες, τότε είναι απολύτως απαραίτητο να φοράμε μάσκα. Το ίδιο θα κάνουμε, αν συναντούμε πολλούς ανθρώπους ή πάμε για ψώνια. Δεν θα απέτρεπα τον κόσμο να πάει διακοπές. Και θα συνιστούσα επίσης να πάει στην Ελλάδα. Μέρος της οικογένειάς μου βρίσκεται ήδη εκεί τώρα.

Ωστόσο θα πρέπει να τηρούνται οι κανόνες του παιχνιδιού και αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να τηρούνται επαρκείς αποστάσεις. Θα πρέπει να προστατεύετε τον εαυτό σας και τους άλλους. Και αν ακολουθήσετε αυτούς τους κανόνες του παιχνιδιού, τότε νομίζω ότι μπορείτε επίσης να πάτε για διακοπές στην Ελλάδα».

Η Ελλάδα κάτι έκανε καλά

Η συζήτηση περί διακοπών στην Ελλάδα αναπόφευκτα δημιουργεί το ερώτημα για το πώς αξιολογεί τη μέχρι τώρα αντιμετώπιση της πανδημίας από τους αρμόδιους φορείς.

«Η Ελλάδα τα κατάφερε πολύ καλά, εάν συγκρίνουμε τους αριθμούς παγκοσμίως. Μπορείτε να δείτε ότι ο αριθμός των κρουσμάτων στην Ελλάδα ήταν σχετικά χαμηλός. Ακόμα και τώρα. Αυτό είναι αξιοσημείωτο, ιδίως εάν συγκρίνετε με χώρες στη Νοτιοανατολική Ασία ή στις αραβικές χώρες ή στην Αμερική, όπου τα κρούσματα είναι πολύ, πολύ, πολύ περισσότερα από ό,τι στην Ελλάδα, με βάση εκατό χιλιάδες κατοίκους. Η Ελλάδα κάτι έκανε καλά, σε κάθε περίπτωση. Τουλάχιστον στο πρώτο κύμα».

Και να έρθουμε στα αποτελέσματα της έρευνας, τα οποία δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet Respiratory Medicine. Ποια κατά τη γνώμη του είναι τα σημαντικότερα συμπεράσματα;

«Τα πιο σημαντικά αποτελέσματα είναι ότι ένας μεγάλος αριθμός ασθενών έχει πεθάνει, ειδικά όταν νοσηλεύθηκαν στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Περίπου οι μισοί από τους ασθενείς πέθαναν. Και αυτό που είναι επίσης πολύ σημαντικό είναι ότι πολλοί ηλικιωμένοι ασθενείς πεθαίνουν πολύ γρήγορα, δηλαδή ηλικίας από 70 έως και άνω των 80 ετών.

Πεθαίνουν πολύ γρήγορα, ειδικά στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Ακόμη, ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ήταν ότι οι ασθενείς στην εντατική εμφάνισαν νεφρική ανεπάρκεια πολύ γρήγορα και ότι ήταν αυτοί που είχαν κατά πολύ το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας. Αυτό είναι κάτι που δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τώρα που προετοιμαζόμαστε για το δεύτερο κύμα. Επίσης, είναι πολύ σημαντικό οι ασθενείς να λαμβάνουν πολύ νωρίς θεραπεία».

Μάλλον σε δώδεκα μήνες το εμβόλιο

Ο καθηγητής Κρίστιαν Καραγιαννίδης δηλώνει πως τα γερμανικά νοσοκομεία είναι καλά προετοιμασμένα για να αντιμετωπίσουν ένα δεύτερο κύμα πανδημίας. Ήταν εκείνος άλλωστε που είχε την ιδέα να συσταθεί ένα κεντρικό μητρώο καταγραφής των ΜΕΘ σε όλη τη Γερμανία, ώστε να διαμοιράζονται οι ανάγκες. Αυτό όμως που τον ανησυχεί είναι η συμπεριφορά των ανθρώπων:

«Ανησυχώ περισσότερο για το ότι ο κόσμος συμπεριφέρεται τώρα όπως και πριν από την κρίση. Εφόσον είμαστε ακόμα έξω σε καθαρό αέρα και ο καιρός είναι καλός, πιστεύω ότι θα εξακολουθεί η κατάσταση να είναι κάπως υπό έλεγχο. Αλλά αν συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που κάνουμε τώρα, ο καιρός χειροτερεύει και οι άνθρωποι περνούν πολύ χρόνο σε εσωτερικούς χώρους, φοβάμαι ότι θα δούμε ένα δεύτερο κύμα γρηγορότερα από ό,τι θα θέλαμε».

Τέλος, στην ερώτηση πόσο καιρό θα πρέπει να ζούμε ακόμη με αυτό τον τρόπο και πότε θα έχουμε αποτελεσματικά φάρμακα ή εμβόλιο, απαντά:

«Έχουμε τώρα τις πρώτες μελέτες για το εμβόλιο και έχουν αποδειχθεί πολύ καλές. Αυτό με κάνει πολύ πολύ αισιόδοξο. Ωστόσο, χρειάζονται τουλάχιστον έξι έως δώδεκα μήνες για να έχουμε ένα εμβόλιο σε όλο τον κόσμο, ώστε όλοι να μπορούν πραγματικά να επωφεληθούν από αυτό. Και θα έλεγα μάλλον δώδεκα και όχι έξι μήνες. Όλο αυτό το διάστημα όμως είναι πολύ σημαντικό να προσπαθήσουμε να τηρήσουμε τους βασικούς κανόνες».

ΠΗΓΗ: DEUTSCHE WELLE