Σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από υψηλές προσδοκίες για το μέλλον έχει εισέλθει τους τελευταίους μήνες η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με την διεύθυνση οικονομικών μελετών της Alpha Bank.
Όπως επισημαίνει η τράπεζα στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων, οι υψηλές προσδοκίες υπάρχουν παρά το δυσμενές διεθνές οικονομικό περιβάλλον το οποίο ενέχει σημαντικούς κινδύνους, όπως
- η αβεβαιότητα γύρω από το Brexit,
- η άνοδος του εμπορικού προστατευτισμού και η
- καθίζηση της γερμανικής μεταποίησης που συγκρατεί την αναπτυξιακή δυναμική όλης της Ευρωζώνης.
Η οικονομική δραστηριότητα ενισχύεται με το ρυθμό μεγέθυνσης να επιταχύνεται στο δεύτερο τρίμηνο του έτους και να βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με τον ρυθμό μεγέθυνσης της Ευρωζώνης. Παράλληλα, οι υψηλές προσδοκίες που υποδηλώνει η πορεία των δεικτών καταναλωτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης συνιστούν τον κύριο προσδιοριστικό παράγοντα της εξέλιξης των αξιών στις αγορές ακινήτων και ομολόγων, απόρροια της ενίσχυσης της πολιτικής σταθερότητας και της προσδοκώμενης αλλαγής στο μείγμα οικονομικής πολιτικής, συνθέτοντας ένα φιλικό περιβάλλον προς την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις.
Εξάλλου, η ανοδική πορεία των τιμών των οικιστικών ακινήτων οφείλεται, μεταξύ άλλων δομικών παραγόντων, στην προεξόφληση από την πλευρά των αγοραστών: (α) μίας μονίμως ελαφρύτερης φορολογικής μεταχείρισης της ακίνητης περιουσίας μετά την πρόσφατη μεταβολή του φορολογικού πλαισίου και (β) μίας βιώσιμης αύξησης του διαθεσίμου εισοδήματος στο μέλλον καθώς ενδυναμώνεται η αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Η επίπτωση της αναζωογόνησης της αγοράς ακινήτων επί του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας ενδέχεται επίσης να είναι ισχυρή μέσω των επενδύσεων σε κατοικίες, οι οποίες κατέγραψαν αύξηση κατά 19,5% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2019.
Επισημαίνεται ακόμη η ισχυρή στατιστική σχέση που συνδέει διαχρονικά τις τιμές με την επενδυτική δαπάνη για ακίνητα στην Ελλάδα. Ωστόσο, οι επενδύσεις σε κατοικίες – παρά το γεγονός ότι σταδιακά ανακάμπτουν από το πρώτο τρίμηνο του 2018 και έπειτα σημειώνοντας θετικές ετήσιες μεταβολές – απέχουν σημαντικά από τα επίπεδα του 2007. Συγκεκριμένα, το 2007 έφθαναν περί το 11% του ΑΕΠ και κατέρρευσαν στο 0,7% το 2018.
Οι παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων είναι οι ακόλουθοι:
• Ο συγχρονισμός μεταξύ του οικονομικού κύκλου και του κύκλου των τιμών κατοικιών. Από το 2017 και έπειτα, η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας συνέβαλε στην σταθεροποίηση του δείκτη τιμών κατοικιών και στη σταδιακή του αύξηση από το 2018 και έπειτα.
• Η αλματώδης ανάπτυξη της οικονομίας διαμοιρασμού στην αγορά ακινήτων, η οποία ενίσχυσε την διαδικασία βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων, μέσω ορισμένων δημοφιλών ψηφιακών πλατφορμών, στο κέντρο της Αθήνας και σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται και στην μεγάλη άνοδο των τιμών των κατοικιών στην Αθήνα στο δεύτερο τρίμηνο του 2019 (11,1%) σε σχέση με τις υπόλοιπες περιοχές (Θεσσαλονίκη: 7%, υπόλοιπες μεγάλες πόλεις: 4,1% και λοιπές περιοχές: 4,9%).
• Οι ευνοϊκές μεταβολές στο φορολογικό πλαίσιο της ακίνητης περιουσίας, με τον ΕΝΦΙΑ να μειώνεται μεσοσταθμικά κατά 22% από το 2019, ενώ σχεδιάζεται η αναστολή της πληρωμής του ΦΠΑ στην οικοδομική δραστηριότητα για τρία έτη.
Οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης
Η παγκοσμιοποίηση έχει επιφέρει μεγαλύτερο συγχρονισμό στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και των όρων χρηματοδότησης. Επιπροσθέτως, σε έναν παγκοσμιοποιημένο και οικονομικά ολοκληρωμένο κόσμο, διαπιστώνεται ότι οι συνέπειες της νομισματικής πολιτικής μιας χώρας σε άλλες οικονομίες είναι αναπόφευκτες. Η δομή του σημερινού διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος δυσχεραίνει το έργο των φορέων χάραξης της εθνικής νομισματικής πολιτικής, όσον αφορά στη σταθεροποίηση του πληθωρισμού και στη διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής.
Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, οι προαναφερθέντες στόχοι επιτυγχάνονται μέσω ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών, που υιοθετούν μια ευέλικτη στόχευση του πληθωρισμού και αποδέχονται ένα καθεστώς κυμαινόμενης συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η επιτυχία του καθεστώτος των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών έγκειται στο γεγονός, ότι αποτελούν αποτελεσματικούς μηχανισμούς απορρόφησης των διεθνών διαταραχών, καθώς μπορούν να προφυλάξουν την εγχώρια απασχόληση και παραγωγή από τις εξωτερικές συνθήκες.
Η νομισματική πολιτική μπορεί να επηρεάσει την πραγματική οικονομία μέσω διαφόρων διαύλων μετάδοσης, ένας εκ των οποίων είναι η μεταβολή του επιτοκίου αναφοράς (βραχυπρόθεσμο επιτόκιο) της κεντρικής τράπεζας. Η αλλαγή του επιτοκίου αναφοράς έχει σημαντική επίδραση στις εγχώριες οικονομικές συνθήκες, καθώς η πορεία του επηρεάζει την πορεία και των μακροπρόθεσμων επιτοκίων.
Στην περίπτωση όμως, που τα εγχώρια μακροπρόθεσμα επιτόκια συγκλίνουν με τα αντίστοιχα άλλων χωρών και εξαρτώνται από το ισοζύγιο αποταμιεύσεων και επενδύσεων σε παγκόσμιο και όχι εγχώριο επίπεδο, είναι δύσκολο μέσω της νομισματικής πολιτικής να επηρεαστεί η πορεία τους, συνεπώς περιορίζονται οι επιδράσεις στην εγχώρια πραγματική οικονομία. Η εν λόγω εξέλιξη καταδεικνύει, ότι μέσω του επιτοκίου αναφοράς μπορεί να επηρεασθεί το βραχυπρόθεσμο τμήμα της εγχώριας καμπύλης ομολογιακών αποδόσεων.
Η ΕΚΤ και οι δυνατότητες που της παρέχει η νομισματική πολιτική
Η ΕΚΤ διαθέτει τα κατάλληλα εργαλεία νομισματικής πολιτικής για να προστατεύσει σε μεγάλο βαθμό την οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ζώνης του Ευρώ. Η ΕΚΤ έχει να αντιμετωπίσει μία σειρά διαρθρωτικών ζητημάτων και για το λόγο αυτό όπως έχει επισημάνει και η επικεφαλής του ΔΝΤ, θα πρέπει να διαχειριστεί σωστά τις προσδοκίες, καθώς η νομισματική πολιτική είναι αποτελεσματικό εργαλείο για τη σταθεροποίηση του οικονομικού κύκλου, αλλά δεν μπορεί να ενισχύσει τη δυναμική της ανάπτυξης μακροπρόθεσμα. Η επανεκκίνηση των οικονομιών απαιτεί παράλληλα τη συνδρομή της δημοσιονομικής στήριξης.
Το ενδιαφέρον των συμμετεχόντων στις αγορές είναι στραμμένο στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ στις 12 Σεπτεμβρίου και στο κατά πόσο θα υπάρξει εξαγγελία ενός νέου προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων και μιας περαιτέρω μείωσης των ήδη αρνητικών επιτοκίων. Στη λήψη νέων μέτρων από την ΕΚΤ συνηγορούν, τα στοιχεία για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, ο οποίος παρέμεινε τον Αύγουστο στο 1% (προσωρινή μέτρηση) για δεύτερο κατά σειρά μήνα, ήτοι πολύ χαμηλότερα από το στόχο της ΕΚΤ (πλησίον και κάτω από το 2%). Είναι ενδιαφέρον όμως να επισημανθεί, ότι ο πληθωρισμός δεν έχει κατορθώσει να υπερβεί τον τεθέντα στόχο της ΕΚΤ, παρά την επιτοκιακή στήριξη για μακρό χρονικό διάστημα και την υιοθέτηση ενός προγράμματος αγοράς ομολόγων ύψους €2,6 τρισ.
Η ΕΚΤ έχει τη δυνατότητα να μειώσει τα επιτόκια αναφοράς της, παρότι η κίνηση αυτή αποτελεί πρόκληση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, καθώς τα υπερβολικά χαμηλά επιτόκια έχουν επιπτώσεις στον τραπεζικό κλάδο. Αντιθέτως, η επανέναρξη ενός νέου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) παρά τις διαφωνίες που διαπιστώνονται μεταξύ των αξιωματούχων της ΕΚΤ, θα δώσει τη δυνατότητα στην ΕΚΤ να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη, σε μια περίοδο που οι εμπορικές αντιπαραθέσεις ΗΠΑ και Κίνας βρίσκονται στο απόγειο τους, αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσει τα επιτόκια ως μέσο επηρεασμού της οικονομικής δραστηριότητας και συνάμα να χαρακτηρισθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ως χειραγωγός νομίσματος.