Η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας συνεχίζει να επωφελείται από τα σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας της κυβέρνησης και την ευνοϊκή διάρθρωση του δημόσιου χρέους.
Η S&P εκτιμά ότι τα τρέχοντα ταμειακά αποθέματα ισοδυναμούν με το τριπλάσιο των αναγκών δανεισμού τα επόμενα δύο χρόνια. Το γεγονός, μαζί με τις χαμηλές απαιτήσεις εμπορικής αναχρηματοδότησης, θα βοηθήσει στην «ανοσία» των δημόσιων οικονομικών έναντι της αύξησης των επιτοκίων παγκοσμίως, αν και η αύξηση των πραγματικών επιτοκίων θα μπορούσε να ασκήσει πτωτική πίεση στα δημόσια οικονομικά, επιβαρύνοντας την αύξηση του ΑΕΠ.
Όσον αφορά τη διάρκεια και το μέσο κόστος επιτοκίων, η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο ευνοϊκά προφίλ χρέους από όλα τα κράτη που αξιολογούμε, σημειώνει ο οίκος.
Αναμένει ότι το τμήμα του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης της Ελλάδας που θα βρίσκεται στον ιδιωτικό τομέα, θα αντιπροσωπεύει περίπου το 25% του συνολικού χρέους ή λίγο περισσότερο από το 50% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022.
Η S&P προβλέπει ότι οι δείκτες ακαθάριστου και καθαρού χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ της γενικής κυβέρνησης θα συνεχίσουν να έχουν πτωτική τάση κατά την περίοδο 2022-2025, υποβοηθούμενοι από την ανάκαμψη του ονομαστικού ΑΕΠ και τη δημοσιονομική εξυγίανση.
Μετά τη βαθιά συρρίκνωση του ΑΕΠ το 2020 (-9%) και την πολύ ισχυρότερη ανάκαμψη από ό,τι αναμενόταν το 2021 (8,3%), εκτιμάται ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 3,4% το 2022, γεγονός που συνεπάγεται επιβράδυνση της υποκείμενης ανάπτυξης λίγο κάτω από 2%, αφού ληφθεί υπόψη το carry-over που εκτιμάται σε 1,6 ποσοστιαίες μονάδες, σημειώνει ο οίκος.
Η S&P αναθεώρησε προς τα κάτω φυσικά τη φετινή πρόβλεψη ανάπτυξης (από 5% προηγουμένως) λόγω των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία.
Αναμένει ότι ο αντίκτυπος, με βάση τις τρέχουσες υποθέσεις, θα είναι διαχειρίσιμος και τα επόμενα τρία χρόνια, αναμένουμε ότι η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της ευρωζώνης.