Του Γιάννη Στουρνάρα, Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, στο «Βήμα της Κυριακής»
Οι κεφαλαιαγορές, όταν λειτουργούν αποτελεσματικά, παρέχουν αξιόπιστη απεικόνιση των επερχόμενων οικονομικών εξελίξεων. Ταυτόχρονα, η χρηματοοικονομική ανάπτυξη συμβάλλει σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη. Ειδικά η χρηματοδότηση παραγωγικών τομέων της οικονομίας, αυξάνει το οικονομικό προϊόν μακροχρόνια. Η οικονομική ανάπτυξη, από την άλλη πλευρά, δημιουργεί χρηματοδοτικούς πόρους, οι οποίοι μετατρέπονται μέσω των κεφαλαιαγορών σε πραγματικές επενδύσεις, με αποτέλεσμα τόσο την αλληλοτροφοδότηση οικονομικής και χρηματοοικονομικής ανάπτυξης όσο και τη βάθυνση της κεφαλαιαγοράς.
Η εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς ενισχύει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, αποτελώντας έτσι προϋπόθεση για την αύξηση της ζήτησης των αξιογράφων σε μία οικονομία. Η συμμετοχή διεθνών επενδυτών στην ελληνική κεφαλαιαγορά αφενός διευκολύνει τη χρηματοδότηση του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, και αφετέρου αυξάνει το βάθος της κεφαλαιαγοράς, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της ανθεκτικότητάς της σε εξωγενείς διαταραχές.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι πολύ ενθαρρυντικό ότι τα τελευταία χρόνια βλέπουμε μία σημαντική αύξηση της ζήτησης για ελληνικά ομόλογα και μετοχές από διεθνείς επενδυτές. Συγκεκριμένα, με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία της διεθνούς επενδυτικής θέσης, η διακράτηση μετοχών και μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων από ξένους επενδυτές έχει αυξηθεί κατά 10 δισεκ. ευρώ, σε σύγκριση με την περίοδο πριν την πανδημία, δηλαδή το δ΄ τρίμηνο του 2019. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης αυτής πραγματοποιήθηκε τα τελευταία τέσσερα τρίμηνα. Την ίδια περίοδο παρατηρείται αύξηση της διακράτησης ελληνικών ομολόγων από ξένους επενδυτές κατά 4,5 δισεκ. ευρώ.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας της Τράπεζας της Ελλάδος, η εξέλιξη αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση των επενδυτικών θέσεων μεγάλων διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων σε ελληνικές μετοχές και ομόλογα από το δ΄ τρίμηνο του 2022. Έτσι, καθώς τα επενδυτικά κεφάλαια υποχρεούνται να επενδύουν 85% έως 90% των χαρτοφυλακίων τους σε θέσεις υψηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης, φαίνεται ότι η προοπτική για αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική κατηγορία οδήγησε σε αύξηση των θέσεών τους σε ελληνικά αξιόγραφα. Κατά συνέπεια μειώθηκαν οι αποδόσεις τόσο των ελληνικών κρατικών ομολόγων όσο και των τραπεζικών ομολόγων, και η χρηματοδότησή τους από νέες εκδόσεις πραγματοποιήθηκε με χαμηλότερο κόστος.
Επίσης, αποτέλεσμα της αναβάθμισης είναι η αύξηση στις συμμετοχές των ξένων επενδυτών σε ελληνικές επιχειρήσεις. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων λόγω αυξημένων εξαγορών και συγχωνεύσεων, αναμένεται να βελτιώσει σημαντικά την εταιρική διακυβέρνηση των ελληνικών επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, αναμένεται περαιτέρω βάθυνση και ωρίμανση της εγχώριας κεφαλαιαγοράς.
Η αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία ήλθε ως αποτέλεσμα των καλύτερων των αναμενομένων επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, η αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία έχει σημαντικές θετικές επιδράσεις στην οικονομία, προσθέτοντας στο ΑΕΠ έως 2,5% μακροχρόνια, ενώ ενισχύει και την ανθεκτικότητα τόσο της οικονομίας εν γένει όσο και του τραπεζικού συστήματος απέναντι σε εξωγενείς διαταραχές. Συνεπώς, οι εγχώριες οικονομικές εξελίξεις, στο βαθμό που διαμορφώνουν τις προοπτικές για την ελληνική κεφαλαιαγορά για το 2024, αποτελούν θετικό παράγοντα, καθώς ενισχύουν τη ζήτηση ελληνικών αξιογράφων από διεθνείς επενδυτές.
Ταυτόχρονα, οι παράγοντες που διαμορφώνουν τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες διεθνώς, επίσης επηρεάζουν, αναπόδραστα, τις εξελίξεις στην ελληνική κεφαλαιαγορά. Οι αγορές ομολόγων διεθνώς διακρίνονται από ιδιαίτερα υψηλή μεταβλητότητα, η οποία σε μεγάλο βαθμό σχετίζεται με την αβεβαιότητα – και την αναθεώρηση των προσδοκιών των επενδυτών – σχετικά με την πορεία της νομισματικής πολιτικής των μεγάλων κεντρικών τραπεζών. Συγκεκριμένα, μέχρι το τέλος του 2023 είχαν διαμορφωθεί προσδοκίες από τους επενδυτές για μεγάλες και γρήγορες μειώσεις επιτοκίων εντός του 2024. Για παράδειγμα, οι επενδυτές στις αγορές επιτοκιακών παραγώγων για την ευρωζώνη ανέμεναν, το Δεκέμβριο του 2023, ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μειώσει τα επιτόκιά της πολύ νωρίς στη διάρκεια του 2024, ακόμη και από την περασμένη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Μέχρι τώρα οι προσδοκίες των επενδυτών έχουν αναθεωρηθεί προς τα πάνω και οι επενδυτές αναμένουν ότι τα επιτόκια των μεγάλων κεντρικών τραπεζών στο τέλος του 2024 θα είναι υψηλότερα από ό,τι ανέμεναν στο τέλος του 2023.
Η αναθεώρηση των προσδοκιών των επενδυτών για τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών σχετίζεται και με την ανθεκτικότητα μεγάλων οικονομιών όπως της οικονομίας των ΗΠΑ, η οποία συνεχίζει να καταγράφει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης παρά την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής. Ταυτόχρονα, οι αγορές ομολόγων διεθνώς τιμολογούν υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου καθώς αυξάνονται οι δημόσιες δαπάνες για την πράσινη μετάβαση, οδηγώντας τις αποδόσεις των ομολόγων υψηλότερα. Έτσι, παρατηρούμε άνοδο των αποδόσεων των 2ετών και 10ετών ομολόγων, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, κατά περίπου 50 μονάδες βάσης από τις αρχές του 2024. Ευτυχώς, για τους λόγους που προανέφερα, η αύξηση των αποδόσεων είναι μικρότερη για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, ενώ οι αποδόσεις των εταιρικών και τραπεζικών ομολόγων δεν έχουν επηρεαστεί ιδιαίτερα από την αναθεώρηση των προσδοκιών των επενδυτών προς τα πάνω.
Υπάρχουν σημαντικές αβεβαιότητες και κίνδυνοι στο διεθνές επενδυτικό περιβάλλον, οι οποίοι ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τη ζήτηση και για τα ελληνικά αξιόγραφα. Εν κατακλείδι, όσον αφορά τις προοπτικές της ελληνικής κεφαλαιαγοράς για το 2024, υπάρχουν εγχώριοι παράγοντες που λειτουργούν θετικά όσο και ανασχετικοί παράγοντες που σχετίζονται με τις προοπτικές της διεθνούς οικονομίας και των αγορών. Συνολικά όμως, η καλή πορεία της ελληνικής οικονομίας έχει συμβάλει στη σημαντική βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης στην εγχώρια κεφαλαιαγορά. Η διατήρηση αυτής της καλής πορείας αποτελεί σημαντικό αντιστάθμισμα απέναντι σε αβεβαιότητες που σχετίζονται με το διεθνές πολιτικοοικονομικό περιβάλλον.