- Το 96% των συμμετεχόντων στο webcast της EY Ελλάδος, εκτιμούν ότι η αξιολόγηση βιωσιμότητας της επιχείρησής τους θα απαιτήσει μεγαλύτερη προσπάθεια και χρόνο εξαιτίας του COVID-19
- Το 91% των στελεχών απαντούν ότι θα επεκτείνουν σημαντικά τις γνωστοποιήσεις της εταιρείας,είτε στην έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου,είτε στις οικονομικές καταστάσεις, ή και στα δύο, για να καλύψουν τις επιπτώσεις του COVID-19
- Πάνω από τα μισά στελέχη (55%) ανέφεραν ότι έχουν εντοπίσει ενδείξεις απομείωσης των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας τους
Το τρίτο κατά σειρά webcastμε στόχο την ενημέρωση και πληροφόρηση των επιχειρήσεων, σχετικά με τις πολλαπλές προκλήσεις που δημιουργεί η εξάπλωση του κορωνοϊού, διοργάνωσε η EYΕλλάδος, την Πέμπτη 9 Απριλίου, με τη συμμετοχή ανώτερων και ανώτατων στελεχών ελληνικών επιχειρήσεων.
Στη διάρκεια του webcast, εξειδικευμένα στελέχη της ΕΥ αναφέρθηκαν στο νέο ασταθές περιβάλλον που δημιουργείται για τις επιχειρήσεις ως προς την χρηματοοικονομική πληροφόρηση, εξαιτίας των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Οι ομιλητές μετέφεραν την εμπειρία που συγκεντρώνει καθημερινά το παγκόσμιο δίκτυο του οργανισμού και απάντησαν σε ερωτήσεις των στελεχών που παρακολούθησαν το webcast, ενώ οι συμμετέχοντες έλαβαν, επίσης, μέρος σε ψηφιακή «δημοσκόπηση», δίνοντας τις προσωπικές τους εκτιμήσεις για μια σειρά από παραμέτρους της κρίσης.
Στην παρουσίασή της, η κα Χριστιάνα Παναγίδου, Εταίρος στο Τμήμα Υπηρεσιών Διασφάλισης της ΕΥ Ελλάδος και υπεύθυνη για θέματα IFRS στην περιοχή Κεντρικής Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας (CESA), αφού αναφέρθηκε στην αστάθεια και αβεβαιότητα που έχει προκαλέσει στις χρηματαγορές παγκοσμίως η πανδημία του COVID-19, τόνισε την κρισιμότητα της συνέχισης της ροής της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της επενδυτικής κοινότητας προς τις επιχειρήσεις.
Η ομιλήτρια απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στο θέμα της αξιολόγησης της βιωσιμότηταςμιας επιχείρησης (αρχή της συνέχισης της δραστηριότητας –Going Concern), εξηγώντας ότι τα ιστορικά αποτελέσματα δεν αποτελούν πλέον καλή βάση για εκτίμηση των μελλοντικών ταμειακών ροών και ότι, κατά την αξιολόγηση, οι διοικήσεις θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους,τόσο τις υφιστάμενες επιδράσεις της πανδημίας, όσο και τις μελλοντικές, συμπεριλαμβάνοντας εκτιμήσεις για τους επόμενους 12 μήνες κατ’ ελάχιστον. Σε σχετική ερώτηση, η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων (96%) εκτίμησε ότι εξαιτίας των επιπτώσεων τουCOVID-19 στην αγορά, η αξιολόγηση βιωσιμότητας θα απαιτήσει μεγαλύτερη προσπάθεια και χρόνο από τη Διοίκηση, αφενός για να εξεταστούν πιο αναλυτικά τα θέματα ρευστότητας και, αφετέρου, επειδή οι εταιρείεςβρίσκονται σε διαδικασία αναθεώρησης των επιχειρηματικώντους πλάνων.
Στη συνέχεια, ο κος Στέλιος Ντούρης,Manager στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών Λογιστικών Συμβουλευτικών Υπηρεσιών της ΕΥ Ελλάδος και μέλος του IFRS Desk της EYγια την περιοχή CESA, ανέτρεξε στην αλληλουχία των γεγονότων που συνδέονται με την εξάπλωση του COVID-19, σημειώνοντας ότι τα περισσότερα και πιο σημαντικά γεγονότα έλαβαν χώρα και αναφέρονται σε συνθήκες που προέκυψαν μετά την 31η Δεκεμβρίου, ημερομηνία ισολογισμού για τις περισσότερες επιχειρήσεις. Συνεπώς, για αυτά τα «μη διορθωτικά γεγονότα»– σύμφωνα με το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 10 (ΔΛΠ 10),αλλά και το Ν.4308/2014 περί Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων – οι επιχειρήσεις οφείλουν να διενεργήσουν γνωστοποιήσεις στις οικονομικές τους καταστάσεις, αναφέροντας τη φύση του γεγονότος και μία εκτίμηση της οικονομικής επίπτωσής του ή μία δήλωση στην περίπτωση που μία τέτοια εκτίμηση δεν είναι εφικτή. Αντίστοιχη αξιολόγηση και σημαντική κρίση πρέπει να διενεργήσουν οι εταιρείες κατά τη δημοσίευση των ενδιάμεσων οικονομικών τους καταστάσεων την 31η Μαρτίου 2020.
Ο ομιλητής αναφέρθηκε αναλυτικά στην καθοδήγηση των ρυθμιστικών αρχών και των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων σχετικά με τις εκτεταμένες γνωστοποιήσεις που οφείλουν να διενεργούν οι επιχειρήσεις,για τις παραδοχές που έχουν κάνει σχετικά με το μέλλον και άλλες κύριες πηγές αβεβαιότητας εκτιμήσεων, καθώς και γιατις επιπτώσεις του COVID-19,αλλά και των κυβερνητικών παρεμβάσεων, στα μεγέθη της εταιρείας. Μεταξύ άλλων, θα πρέπει να προβούν σε ποιοτική και ποσοτική αξιολόγηση των επιχειρησιακών δραστηριοτήτων που επηρεάζονται, της οικονομικής κατάστασης και επίδοσης της εταιρείας, καθώς και σε γνωστοποίηση των αντίστοιχων μέτρων που έχουν λάβει. Οφείλουν, επίσης, να επικοινωνούν και να δημοσιοποιούν στους επενδυτές και την αγορά, το συντομότερο δυνατό, κάθε σημαντική πληροφορία για τις επιπτώσεις του COVID-19 στις οικονομικές τους καταστάσεις. Σε σχετική ερώτηση,η συντριπτική πλειοψηφία (91%) των στελεχών που συμμετείχαν στο webcast, απάντησαν ότι πρόκειται να επεκτείνουν σημαντικά τις γνωστοποιήσεις της εταιρείας τους,είτε στην έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου,είτε και στις Οικονομικές Καταστάσεις, ή και στα δύο,για να καλύψουν την επίδραση, τους κινδύνους και τις αβεβαιότητες του COVID-19.
Στην επόμενη ενότητα, η κα Ειρήνη Πελεντρίδου, Manager στο Τμήμα Υπηρεσιών Διασφάλισης της EYΕλλάδος και μέλος του IFRSDesk της EYγια την περιοχή CESA, αναφέρθηκε στο ζήτημα της πιθανής απομείωσης των περιουσιακών στοιχείων των εταιρειών, εξαιτίας των εξελίξεων που προκάλεσε η πανδημία. Η ομιλήτρια εκτίμησε ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις θα εντοπίσουν ενδείξεις απομείωσης στις ενδιάμεσες χρηματοοικονομικές αναφορές πρώτου τριμήνου και εξαμήνου 2020, τονίζοντας ότι εάν υπάρξει απομείωση υπεραξίας, αυτή δεν μπορεί να αντιστραφεί σε επόμενες περιόδους, ακόμη και εάν παρατηρηθεί βελτίωση της κατάστασης που οδήγησε σε αυτή. Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στη διαδικασία υπολογισμού του ανακτήσιμου ποσού των περιουσιακών στοιχείων, στην οποία πρέπει να προβούν οι εταιρείες, σε περίπτωση εντοπισμού ενδείξεων απομείωσης.
Η κα Πελεντρίδου έκλεισε την ενότητα υπογραμμίζοντας ότι, «όσο πιο αβέβαιο το περιβάλλον γύρω μας, τόσο μεγαλύτερη η αξία και η προσοχή που δίνεται στις γνωστοποιήσεις των εταιρειών», και πιο συγκεκριμένα, στις κρίσεις που ασκήθηκαν και τις εκτιμήσεις που έγινανκατά τον προσδιορισμό ανακτήσιμης αξίας, καθώς και στα στοιχεία από την ανάλυση ευαισθησίας που πραγματοποιήθηκε. Πάνω από τα μισά (55%) στελέχη που συμμετείχαν ανέφεραν ότι έχουν εντοπίσει ενδείξεις απομείωσης και ότι θα διενεργηθεί άσκηση απομείωσης, ή θα επανεκτιμηθεί η προηγούμενη άσκηση απομείωσης. Αντίθετα, ένα ποσοστό της τάξης του45% απάντησαν ότι,είτε δεν έχουν εντοπίσει ενδείξεις απομείωσης, είτε δεν είναι σίγουροι ακόμη.
Τις πιθανές επιπτώσεις της πανδημίας στηνεπιμέτρηση της εύλογης αξίας, ανέλυσε οκος Κώστας Σταθόπουλος, Εταίρος και Επικεφαλής Χρηματοοικονομικών Λογιστικών Συμβουλευτικών Υπηρεσιών της ΕΥ Ελλάδος. Ο ομιλητής, αφού υπογράμμισε τη δυσκολία ενσωμάτωσης της μεταβλητότητας διαφόρων χρηματοοικονομικών δεικτών σε σχετικές μετρήσεις, αναφέρθηκε στα τρία επίπεδα ιεραρχίας της διαδικασίας επιμέτρησης της εύλογης αξίας, όπωςαυτή ορίζεται από το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 13 (ΔΠΧΑ 13), επικεντρωνόμενος ειδικότερα στο τρίτο επίπεδο ιεραρχίας, το οποίο αφορά την αποτίμηση βάσει μη παρατηρήσιμων στοιχείων, η οποία απαιτεί κυρίως την εξάσκηση επαγγελματικής κρίσης.
Στη συνέχεια, έκανε εκτενή αναφορά στην επίδραση του COVID-19στα χρηματοοικονομικά μέσα, και ειδικότερα, στην πρόβλεψη για τις αναμενόμενες ζημιές και τις επισφαλείς απαιτήσεις κατά το ΔΠΧΑ 9, παραθέτοντας ορισμένες προσεγγίσεις για ενσωμάτωση των στοιχείων της πανδημίας στις προβλέψεις, όπως η διαφορετική κατηγοριοποίηση των απαιτήσεων, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά ρίσκου, όπως αυτά επηρεάζονται από την παρούσα κατάσταση, καθώς και τα σχετικά κυβερνητικά μέτρα που έχουν αναγγελθεί και έχουν πιθανόν κάποια θετική επίπτωση.Ο κος Σταθόπουλος αναφέρθηκε συνοπτικά, επίσης, στη λογιστική αντιστάθμισης (hedgeaccounting)υπό τοΔΛΠ 39 ή το ΔΠΧΑ 9, καθώς και στην τροποποίηση όρων συμφωνιών που αφορούν υπάρχουσες δανειακές γραμμές και στη λογιστική απεικόνιση των ρυθμίσεων αυτών.
Ο κος Ντούρης, στη συνέχεια, αναφέρθηκε στις ενδεχόμενες επιπτώσεις του COVID-19 στα συμβόλαια μίσθωσης,όπως για παράδειγμαπολιτικές για την παροχή επιδοτήσεων ή μειώσεις μισθωμάτων, καθώς και στη λογιστική τους αντιμετώπιση και τις πρακτικές δυσκολίες, εξηγώντας ότι απαιτείται αξιολόγησηκαι κρίση εάν οι σχετικές συναλλαγές εμπίπτουν στο ΔΛΠ 20 περί κρατικών ενισχύσεων ή στο ΔΠΧΑ 16 περί μισθώσεων.Σε σχετική ερώτηση, πάνω από τους μισούς (58%)ανέφεραν ότι έχουνήδη εντοπίσει, είτε δανειακές συμβάσεις, είτε συμβάσεις μίσθωσης, είτε άλλες συμβάσεις (με πελάτες, προμηθευτές, κλπ.), είτε όλες τις παραπάνω, που έχουν τροποποιηθεί ή πρόκειται να τροποποιηθούν λόγω του COVID-19.Οι υπόλοιποι ερωτηθέντες απάντησαν, αντίστοιχα, ότι δεν είναι σίγουροι ακόμη.
Στην τελευταία ενότητα του webcast, η κα Πελεντρίδου επικεντρώθηκε στα μέτρα στήριξης της οικονομίας και τα ευρύτερα πακέτα οικονομικών κινήτρων, και τη λογιστική αντιμετώπισή τους στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Πιο συγκεκριμένα, η ομιλήτρια διέκρινε δύο κατηγορίες: τα μέτρα με τη μορφή ελάφρυνσης (π.χ. αναστολή φορολογικών υποχρεώσεων) και τα μέτρα με τη μορφή επιδότησης ή διευκόλυνσης, ενώ τόνισε ότι η επίδραση των μέτρων αυτών, σε αρκετές περιπτώσεις, θα πρέπει να αξιολογηθεί βάσει των ΔΛΠ 12 και ΔΛΠ 20, αντίστοιχα.
Ολοκληρώνοντας το webcast, η κα Παναγίδου υποστήριξε ότι, «σε δύσκολες περιόδους όπως η σημερινή, η διαφάνεια είναι σίγουρα το κλειδί», υπερθεματίζοντας τη σημασία της έγκαιρης και ουσιαστικής πληροφόρησης, καθώς και των μέτρων που λαμβάνονται για τη διαχείριση των κινδύνων, στην ανάκτηση και ενίσχυση της εμπιστοσύνης μεταξύ των εταιρειών, των επενδυτών και όλων των ενδιαφερόμενων μερών. Επίσης ανέφερε ότι τα αναθεωρημέναεπιχειρηματικά πλάνα, που οι διοικήσεις καταρτίζουν λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα σενάρια (βασικό, καλύτερο, χειρότερο), είναι οι καλύτερες δυνατές εκτιμήσεις υπό αυτές τις συνθήκες και θα αποτελέσουν τη βάση για την αξιολόγηση αρκετών από τα θέματα τα οποία απασχόλησαν στοwebcast, όπως η βιωσιμότητα της επιχείρησης, οι ασκήσεις απομείωσης και οι γνωστοποιήσεις της αβεβαιότητας και των κινδύνων.
Τις επόμενες εβδομάδες, η EY Ελλάδος θα συνεχίσει να διοργανώνει μια σειρά webcasts, με σκοπό την ενημέρωση και συζήτηση σχετικά με τις επιπτώσεις και προκλήσεις που δημιουργεί η κρίση του κορωνοϊού και σε άλλους τομείς της επιχειρηματικής και οικονομικής δραστηριότητας.