Στην έλλειψη ανταγωνισμού, εντόπισε την «πραγματική αδυναμία των ελληνικών τραπεζών», ο κ. Paolo Fioretti, Deputy Head of Financial Sector and Market Analysis European Stability Mechanism (ESM) σε πάνελ για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα και τις προκλήσεις που έχει μπροστά του, στο πλαίσιο του 9ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών που πραγματοποιείται 10-13 Απριλίου στους Δελφούς υπό την αιγίδα της Α.Ε. της Προέδρου της Δημοκρατίας, κας Κατερίνας Σακελλαροπούλου.
Την συζήτηση συντόνισε ο κ. Christian Schubert, δημοσιογράφος της Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ). «Ο ρόλος του ESM στην Ελλάδα είναι γνωστός και σημαντικός» δήλωσε ο κ. Φιορέτι, εξηγώντας, «χρηματοδότησε τα τελευταία τρία προγράμματα και τώρα είμαστε εταίρος της Ελλάδας. Ενδιαφερόμαστε για την επιτυχία της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας».
Ο ίδιος δήλωσε ικανοποιημένος από τον τρόπο που αποδίδει ο τραπεζικός τομέας σημειώνοντας ότι «οι τράπεζες είναι πολύ πιο δυνατές και ανθεκτικές σε όλους τους δείκτες. Υπάρχουν κάποιες αδυναμίες που μπορούν να διορθωθούν».
Παράλληλα, σημείωσε: «Η δεξαμενή των πελατών έχει μικρύνει πολύ. Η ζήτηση έχει αλλάξει και η παροχή των προϊόντων είναι ακόμα παλιά. Είναι δύσκολο να βρουν οι τράπεζες καλούς πελάτες για να τους δανείσουν. Οι τράπεζες έχουν εξελιχθεί και είναι σταθερές, αλλά πρέπει να εκμοντερνιστούν και να βρουν καινούργια επιχειρηματικά μοντέλα».
Από την πλευρά της, η κυρία Cristina Torrella, Senior Director της FitchRatings, στάθηκε στην επενδυτική βαθμίδα που κέρδισε η Ελλάδα, λέγοντας ότι «η αύξηση του επενδυτικού βαθμού της Ελλάδας, ήταν πολύ θετικό βήμα για τις τράπεζες που έχουν ακόμα χαμηλό βαθμό. Πρέπει επίσης να έχουμε στο μυαλό μας ότι υπάρχει πιθανότητα για μεγαλύτερη αύξηση ακόμα. Βλέπουμε πρόοδο των ελληνικών τραπεζών. Υπάρχει μείωση του κόστους κινδύνου».
Ερωτώμενη, πάντως, σχετικά με την εξωστρέφεια των ελληνικών τραπεζών, σημείωσε ότι, «το ερώτημα περισσότερο είναι τι συμβαίνει στην εγχώρια αγορά. Βλέπω ευκαιρίες με εξειδικευμένους εταίρους όπως οι ασφαλιστικές. Υπάρχουν περιθώρια ανάπτυξης σε αυτούς τους τομείς γιατί έχει να κάνει με τη βιωσιμότητα αλλά και του επιχειρηματικού μοντέλου. Μπορούν να κοιτάξουν προς τα έξω αλλά έχουν περιθώρια και στην ελληνική αγορά».
«Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε τεράστια αναδιοργάνωση. Από αυτό προκύπτουν κίνδυνοι για την μετοχική βάση και την καλύτερη απόδοση που είναι το ζητούμενο. Αν διατηρήσουμε μια στιβαρή πολιτική μερισμάτων, νομίζω ότι θα πάνε καλά οι ελληνικές τράπεζες», ανέφερε ο κ. Γιώργος Τρυφινόπουλος, Επικεφαλής Στρατηγικής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Ο ίδιος, συμπλήρωσε: «Χρειαζόμαστε μεγαλύτερες τράπεζες αλλά ταυτόχρονα πρέπει να υπάρχει και ο ανταγωνισμός. Θα πρέπει να επικεντρώνονται στα επιχειρηματικά μοντέλα τους».
Στο ζήτημα των πολύ μικρών καταθέσεων των ελληνικών νοικοκυριών, στάθηκε ο κ. Κώστας Σαραφόπουλος, Chief Investment Officer, της Alpha Bank.
«Υπήρχε πολύ χαμηλό επίπεδο καταθέσεων. Κυρίως στην Ελλάδα, αυτό είναι ένα υποπροϊόν από τη βάση. Οι περισσότεροι λογαριασμοί αποταμίευσης της Ελλάδας έχουν 4.000 – 5.000 ευρώ. Ένας λογαριασμός που έχει τόσα, χρησιμοποιείται για καθημερινά έξοδα, για ρευστότητα όχι για αποταμίευση. Οι τράπεζες συνεργάζονται με την κυβέρνηση για να δώσουμε ένα καλό επιτόκιο σε κάθε νοικοκυριό. Από την αρχή υπάρχει μια καλή συνεργασία και συνεννόηση.
Το 4% είναι ένας αριθμός. Ένας πολύ υψηλός αριθμός θα αυξήσει και το κόστος. Το 2,5% επιτόκιο είναι αρκετά καλά ποσοστό για μια οικονομία σαν την Ελλάδα. Αρχικά μπορεί να δούμε μια μικρή πτώση για την κερδοφορία. Μόλις σταθεροποιηθούν τα επιτόκια, τα προϊόντα νέας γενιάς θα παίξουν σημαντικό ρόλο σε μια βιώσιμη κερδοφορία στο μέλλον».
Αισιοδοξία συνέστησε η κυρία Μαρία Νεφέλη Μπερνίτσα, Partner Bernitsas Law, εξηγώντας: «Αυτά που συμβαίνουν τα τελευταία 10 χρόνια πρέπει να μας κάνουν αισιόδοξους γιατί υπάρχει αύξηση του ανταγωνισμού. Υπάρχει ζήτηση, η οικονομία πηγαίνει καλύτερα, έχουμε μάθει από τα λάθη του παρελθόντος. Πριν την οικονομική κρίση, υπήρχε πολύς ανταγωνισμός, οι ρυθμιστικές αρχές δεν μπορούσαν να ρυθμίσουν και τα 20 χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα περισσότερα χρειάστηκε να κλείσουν. Ξεκινάμε από αυτό το πλαίσιο και σήμερα έχουμε μόνο 4 συστημικές τράπεζες».