Με λιγότερο από 7 δισ. ευρώ μπορεί κάποιος επενδυτής σήμερα να αγοράσει το σύνολο των τραπεζικών μετοχών στο ελληνικό Χρηματιστήριο και μέσω αυτού ολόκληρη την επιχειρηματική δραστηριότητα στη χώρα.
To Xρηματιστήριο απαξιώνεται μέρα με τη μέρα, τα επιτόκια των ομολόγων ανεβαίνουν και η Ελλάδα γκρεμίζεται στον Καιάδα της ανυποληψίας.
Οι αγορές χτυπούν το νταούλι και η κυβέρνηση δεν μπορεί να παρακολουθήσει τον χορό. Κάθε κυβερνητική δήλωση ή ανακοίνωση για περαιτέρω προεκλογικού χαρακτήρα παροχές, χωρίς σχέδιο για ανάπτυξη και με αντιστροφή των υπογεγραμμένων μεταρρυθμίσεων, δημιουργεί πανικό, όχι μόνο στην ελληνική αγορά χρήματος και κεφαλαίου αλλά κυρίως στην πραγματική οικονομία.
Το σχέδιο Τσακαλώτου για την έκδοση ενός 10ετούς ομολόγου, που θα επισφράγιζε την επιτυχή ολοκλήρωση των μνημονίων και την ασφαλή έξοδο στις αγορές, κατέρρευσε. Ούτε το διεθνές περιβάλλον αλλά -κυρίως- ούτε τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας επιτρέπουν στην Ελλάδα να ξεμυτίσει.
To 10ετές ελληνικό ομόλογο τιμολογείται με επιτόκιο μεγαλύτερο του 4,55%. Αν η Ελλάδα έβγαινε στις αγορές σήμερα θα δανειζόταν με επιτόκιο 4,8% κι αυτό δεν οφείλεται μόνο στην ιταλική τραγωδία και την τουρκική καταστροφή, αλλά κυρίως στο γεγονός ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ξεχωρίσει ως αναπτυξιακή όαση μέσα στην έρημο των αναδυόμενων αγορών.
- Οι μετοχές των τραπεζών διαπραγματεύονται σε τιμές χαμηλότερες ακόμη και από τις εξευτελιστικές τιμές των αυξήσεων κεφαλαίου του 2015.
- Ολόκληρη η Εθνική Τράπεζα δεν αξίζει περισσότερο από 2 δισ. ευρώ. Ελάχιστα περισσότερο αξίζει η Alpha Bank, 2,24 δισ. ευρώ. Η Τράπεζα Πειραιώς σήμερα στο Χρηματιστήριο της Αθήνας αγοράζεται ολόκληρη με λιγότερο από 1 δισ. ευρώ. Η κεφαλαιοποίηση της Eurobank μόλις φτάνει το 1,5 δισ. ευρώ, ενώ το σύνολο των μετοχών της Αttica Bank θα το αγόραζε κάποιος με λιγότερα από 100 εκατ. ευρώ. Ακόμη και η Κεντρική Τράπεζα της χώρας, η μετοχή της Τράπεζας της Ελλάδος δεν αξίζει περισσότερα από 282 εκατ. ευρώ.
Στις τελευταίες τέσσερις συνεδριάσεις οι μετοχές του τραπεζικού δείκτη έχασαν το 13,3% της αξίας τους, ενώ το χθεσινό κλείσιμο του τραπεζικού δείκτη σηματοδοτεί νέα χαμηλά 10 μηνών, με το αμέσως χαμηλότερο κλείσιμο να έχει σημειωθεί στις 27 Νοεμβρίου 2017 (656,89 μονάδες).
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ο Γενικός Δείκτης στο Χρηματιστήριο της Αθήνας έκλεισε χθες -τέταρτη συνεχόμενη συνεδρίαση- πτωτικά στις 710 μονάδες με πτώση 2,19%, έχοντας υψηλό στις 727,68 μονάδες και χαμηλό στις 708,27 μονάδες.
Η κυβέρνηση αντιδρά μόνο με κινήσεις δημοσίων σχέσεων και επικοινωνίας.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος δήλωσε ο ίδιος προσωπικά συμμετοχή στο μεγάλο road show του Λονδίνου, προσπαθώντας να πείσει τους διαχειριστές κεφαλαίων της βρετανικής πρωτεύουσας για την «αλλαγή σελίδας» στην ελληνική οικονομία.
Ο υπουργός Οικονομικών πιέζει τον οίκο Moody’s να ανακοινώσει όσο το δυνατόν νωρίτερα την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδος κατά μία κλίμακα, στην κατηγορία Β2 από Β3. Η ανακοίνωση είναι προγραμματισμένη για την Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου, η αγορά ωστόσο δείχνει αδιάφορη. Με βάση την τρέχουσα βαθμολογία που δίνει η Moody’s στην Ελλάδα, στο Β3, βρίσκεται δύο κλίμακες χαμηλότερα από τη Standard and Poor’s και τρεις κλίμακες χαμηλότερα από τη Fitch.
Οι διοικήσεις των τραπεζών έχουν αποδυθεί σε αγώνα γοητείας των αγορών. Συμμετέχουν σε road shows και εκδηλώσεις παρουσίασης των τραπεζικών μετοχών με πενιχρά αποτελέσματα. Σήμερα πραγματοποιείται το road show της τράπεζας HSBC για τον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Έπειτα από πέντε μέρες άλλο ένα, δεύτερο, road show, αυτή τη φορά για την JP Morgan, στις 10 του μηνός. Στις 26-27 Σεπτεμβρίου θα πραγματοποιηθεί διημερίδα παρουσιάσεων των τραπεζών στην Bank of America/Merrill Lynch.
Στο 13ο Annual Greek Show, στις 19-20 Σεπτεμβρίου στο Λονδίνο, εκτός από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο συμμετοχή δήλωσε και ο κ. Στεργιούλης του Enterprise Greece, αλλά και ο Αρης Σπηλιώτης με την ιδιότητα του ειδικού συμβούλου του υπουργού Οικονομίας και αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη.
Οι αγορές όμως δεν πείθονται. Αποτελεί κοινό μυστικό ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη χαλαρώσει τις δημοσιονομικές και μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και ασχολείται μόνο με τη διαχείριση του δικού της προεκλογικού 12μήνου – και αυτό σίγουρα οδηγεί σε αναίρεση, καθυστέρηση ή αναστολή κάποιων μεταρρυθμίσεων…